Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας φωτογράφος, ο οποίος γνώρισε μιαν όμορφη κοπέλα. Από την πρώτη στιγμή υπήρξε μεταξύ τους αμοιβαίος θαυμασμός, καθώς και νοητική επικοινωνία. Πολύ γρήγορα, αυτά τα στοιχεία μετεξελίχθησαν σε συναισθήματα έντονα ερωτικά! Κάποια στιγμή, ο Φάνης (αυτό είναι το όνομα του φωτογράφου)... αποφασίζει να κάνει δώρο στην κοπέλα ένα μενταγιόν, σκαλισμένο με το όνομά της. Ήταν ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, φτιαγμένο με μεράκι διότι ο Φάνης δεν το αγόρασε αλλά το δημιούργησε ο ίδιος! Στον ελεύθερο χρόνο του έφτιαχνε κοσμήματα, ακριβώς όπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας εσμίλευαν την πέτρα, ήταν δηλαδή λιθοξόοι ή έπλαθαν τον πηλό και κατασκεύαζαν αγγεία. Η κοπέλα ήταν πολύ χαρούμενη για το συγκεκριμένο δώρο αλλά και πολύ περήφανη για το…ενσαρκωμένο δώρο της, δηλαδή τον Φάνη!
Ένα πρωινό, καθώς περπατούσε, το μενταγιόν γλίστρησε απ’ τον λαιμό της και έπεσε στον δρόμο. Δυστυχώς, η Αννούλα (αυτό ήταν το όνομά της) το ανεκάλυψε πολύ αργά. Το πανέμορφο μενταγιόν χάθηκε! Η Αννούλα ήταν απαρηγόρητη. Στενοχωρήθηκε πολύ. Έκτοτε, μετά την απώλεια του μενταγιόν, άρχισε ως δια μαγείας να…απολλύει και τον εαυτό της, να επηρεάζεται δυσμενώς η ψυχοσύνθεσή της. Έχασε την δύναμή της, την αυτοπεποίθησή της, την αποφασιστικότητά της, την όρεξη για την ζωή! Εμβαπτίστηκε στην θλίψη και στην μελαγχολία! Αυτή η ψυχολογική κατηφόρα δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και την σχέση της με τον Φάνη. Σε λίγο καιρό, το ζευγάρι χώρισε.
Το μενταγιόν μόλις βρέθηκε στο έδαφος παρέμεινε για αρκετή ώρα πάνω σε ένα λασπωμένο σοκάκι, μέχρι που το ανεκάλυψε ένα κοριτσάκι. Ήταν ένα γλυκύτατο πλάσμα, από πολύ φτωχή οικογένεια, το οποίο αναγκάζονταν να πουλάει χαρτομάντηλα για να βοηθήσει τους γονείς της να ανταπεξέλθουν στην καθημερινή βιοπάλη. Αμέσως, το έφερε σπίτι της και το έδωσε στην μητέρα της. Η τελευταία το πήγε σε έναν εκτιμητή κοσμημάτων και παρόλο, που δεν ήταν ένα ακριβό κόσμημα, η λάμψη και η ομορφιά του έκανε τον εκτιμητή να δώσει στην γυναίκα ένα αρκετά σεβαστό ποσό. Τα χρήματα έπιασαν τόπο, αφού η οικογένεια τα είχε ανάγκη. Υπήρχε όμως κι ένας άλλος λόγος. Αννούλα λέγονταν η κοπέλα του γιου του, συνεπώς ο εκτιμητής κοσμημάτων σκέφτηκε να το χαρίσει στο παιδί του για να της το κάνει δώρο. Έτσι κι έγινε.
Το παλικάρι του ήταν κατενθουσιασμένο! Αμέσως μόλις πήρε το κόσμημα κι ευχαρίστησε τον πατέρα του, έτρεξε σε ένα μαγαζί, το οποίο έκανε τις καλύτερες συσκευασίες δώρων για να το κάνει αμπαλάζ. Απείχε πολύ από το σπίτι του αλλά ο πιτσιρικάς δεν φείδονταν κόπων! Εν τέλει έφτασε. Λίγο πριν εισέλθει στο μαγαζί με τα αμπαλάζ, το μάτι του έπεσε σε μια καφετέρια, που βρίσκονταν παραπλεύρως. Αυτό που αντίκρυσε έκανε το αίμα του να παγώσει! Είδε την κοπέλα του να κάθεται δίπλα σε έναν νεαρό κι ο τελευταίος να την κρατά αγκαλιά! Ξάφνου, έχασε την γη κάτω απ’ τα πόδια του! Μόλις συνήλθε απ’ το σοκ ένιωσε τέτοια θλίψη κι απογοήτευση, που ουδόλως επιθυμούσε να επικοινωνεί με την πραγματικότητα. Μετά βίας έσερνε τα βήματά του. Γρήγορα, η θλίψη μετετράπη σε οργή! Πήρε το μενταγιόν και το πέταξε με μανία στο πεζοδρόμιο, αφήνοντας αρκετά…Γαλλικά για την κοπέλα του!
Επειδή ο δρόμος ήταν πολυσύχναστός το μενταγιόν γρήγορα εντοπίστηκε. Το σήκωσε από κάτω ένας αξιοπρεπέστατος κύριος, ο οποίος θαμπώθηκε από το λούστρο και την καλαισθησία του, το πέρασε για μεγάλης αξίας και το πήγε στην Αστυνομία, ούτως ώστε να απευθυνθεί εκεί ο…καψερός, που το έχασε. Ο εν λόγω κύριος αποτελεί είδος, προς εξαφάνιση για την εποχή μας! Όπως και να χει, ουδείς ενδιαφέρθηκε για το μενταγιόν, το οποίο παρέμεινε στα αζήτητα της Αστυνομίας για πάνω από δύο χρόνια. Τότε, ήρθε καινούριος Αστυνομικός Διευθυντής και ζήτησε καταγραφή των αρχείων του τμήματος. Ενετόπισαν το μενταγιόν αλλά επειδή το είχαν ήδη αρχειοθετήσει, δίχως να το έχει ζητήσει κάποιος, ρώτησαν τον Διευθυντή τί να το κάνουν. Ο τελευταίος λυπήθηκε να το πετάξει, συλλογιζόμενος, ότι αποτελεί προσβολή στην ανθρώπινη αυταξία το να εγκαταλείπει κάποιος ένα πραγματικό έργο τέχνης και απεφάσισε να το πάρει σπίτι του, δωρίζοντάς το στην αδερφή του, που έφερε το ίδιο όνομα.
Λίγες ημέρες αφότου έλαβε το μενταγιόν, η αδερφή του Αστυνόμου πήρε μια δημοπρασία, ενώ ανέλαβε να διοργανώσει μιαν έκθεση φωτογραφίας. Σκέφτηκε να την παρουσιάσει εν είδει διαγωνισμού, ούτως ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον τούτο το καλλιτεχνικό δρώμενο. Σαν έπαθλο όρισε το μενταγιόν, που της χάρισε ο αδερφός της, μιας και δεν ήθελε να φορέσει ένα κόσμημα, το οποίο άνηκε σε μιαν άλλη κοπέλα. Από ένα καπρίτσιο της μοίρας, ο Φάνης πέρασε κάποια στιγμή από τον χώρο της εκδήλωσης και διάβασε για τον διαγωνισμό. Παρόλο, που δεν έγραφε ποιο ήταν το έπαθλο, σκέφτηκε να συμμετάσχει. Όταν η έκθεση έλαβε χώρα, οι φωτογραφίες του Φάνη κέρδισαν το πρώτο βραβείο μιας κι ήταν αριστοτέχνης στο είδος του. Παίρνοντας το βραβείο του δεν πίστευε στα μάτια του, αφού ανεγνώρισε αμέσως το μενταγιόν, το οποίο άλλωστε αυτός είχε κατασκευάσει. Ρώτησε την διοργανώτρια πού το βρήκε κι αυτή του απήντησε, ότι παρέμενε ξεχασμένο στο Αστυνομικό τμήμα του αδερφού της, αφού κάποιος θα το είχε χάσει.
Όταν έφτασε σπίτι του πάλευε διαρκώς με τον εαυτό του. Στο τέλος δεν άντεξε και πήρε την Αννούλα στο τηλέφωνο. Είχε να την καλέσει, τόσο πολύ καιρό! Ευτυχώς, το κινητό της δεν είχε αλλάξει. Του απήντησε με τρεμάμενη φωνή. Όσο και να προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή της δεν το κατάφερνε. Τον ρώτησε τί κάνει κι ο Φάνης της είπε ορθά κοφτά, ότι πρέπει να βρεθούν επειγόντως για να της παραδώσει κάτι. Έκλεισαν το ραντεβού κι αμέσως μετά ο Φάνης, αφού την καληνύχτισε, έκλεισε και το τηλέφωνο. Στο ραντεβού έφθασαν σχεδόν ταυτόχρονα..
ΦΑ: Αννούλα…
ΑΝ: Φάνη! Πόσος καιρός πάει, αλήθεια;;
ΦΑ: Πολύς. Φαίνεσαι μια χαρά.
ΑΝ: Κι εσύ.
ΦΑ: Έχω να σου δώσω κάτι.
ΑΝ: Τί;;
ΦΑ: Κάτι δικό σου. Έκανε το ταξίδι του και τώρα επιστρέφει στον τελικό προορισμό του.
ΑΝ: Aχ, το μενταγιόν μου! Πού το βρήκες;;
ΦΑ: Προφανώς, κάπου σου έπεσε. Ήταν γραφτό φαίνεται να στο δώσω πάλι εγώ..
ΑΝ: Δεν μπορώ να το πιστέψω! Πόσο χαίρομαι!
ΦΑ: Πες μου, πώς περνάς;;
ΑΝ: Άσε με εμένα. Εσύ πώς είσαι;;
ΦΑ: Δεν έχω ψόφο! Επιβιώνω. Μέχρι τώρα, πάλευα με τους δαίμονές μου. Λίγο μετά τον χωρισμό μας, έχασα την αδερφή μου! Αυτή με μεγάλωσε. Μου είχε σταθεί σαν μητέρα. Ένιωθα τόσο χάλια, που ήθελα να πεθάνω! Μια νύχτα βγήκα απ’ το σπίτι και περνώντας έξω από ένα μπαρ είδα έναν τύπο διπλάσιο στο μέγεθος από μένα. Άρχισα να τον χτυπάω με όλη μου την δύναμη! Δεν ήθελα να του κάνω κακό. Απλά, ήθελα να το προκαλέσω, για να με σκοτώσει! Τελικά, ούτε καν με χτύπησε. Ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω την έκφραση της απορίας ζωγραφισμένη στο ματωμένο του πρόσωπο…
ΑΝ: Σε παρακαλώ, μή το βάζεις κάτω. Είσαι δυνατός…
ΦΑ: Ναι, τώρα είμαι καλύτερα. Θέλω να κάνω ένα καινούριο ξεκίνημα στην ζωή μου.
AN: Ωραία.
ΦΑ: Εσύ πώς είσαι;;
ΑΝ: Χαμένη στην ρουτίνα της καθημερινότητας. Παντρεύτηκα…
ΦΑ: Τί;;
AN: Ναι.
ΦΑ: Είσαι ευτυχισμένη;;
AΝ: Ξέρεις πολλούς στην εποχή μας, που να είναι;;
ΦΑ: Δεν μου απαντάς. Τον αγαπάς;;
AN: Ναι. Δηλαδή… όχι όπως το εννοείς εσύ αλλά είναι το στήριγμά μου. Είναι καλό παιδί και με λατρεύει.
ΦΑ: Κατάλαβα. Χάρηκα που σε είδα Αννούλα.
ΑΝ: Κι εγώ. Εάν θέλεις μπορούμε να πάμε για έναν καφέ. Θα είναι χαρά μεγάλη να σε ξαναδώ.
ΦΑ: Καλύτερα να πας στον άντρα σου! Άλλωστε, δεν έχουμε πλέον, κάτι που να μας συνδέει. Όταν σβήσει η φλόγα του έρωτα, καλό θα είναι να τραβάει ο καθένας τον δρόμο του. Αν και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί χωρίσαμε..
ΑΝ: Πρέπει να παίρνουμε τα πράγματα, όπως έρχονται.
ΦΑ: Έχεις δίκιο.
ΑΝ: Εις το επανιδείν.
ΦΑ: Αντίο.
Γυρίζοντας σπίτι, ο Φάνης δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ταραχή του. Την σκέφτονταν συνέχεια. Χάρηκε πολύ που την ξαναείδε αλλά ολόκληρο το "είναι" του είχε...υπερχειλίσει από πικρία κι απογοήτευση! Απεφάσισε σε λίγο καιρό να φύγει απ’ την πόλη για να μπορέσει να την ξεχάσει. Μια εβδομάδα μετά, χτυπάει το κινητό του. Ήταν η Αννούλα. Του είπε, ότι έπρεπε να τον δει επειγόντως κι έδωσαν ραντεβού στο παρκάκι, που συνήθως συναντιούνταν. Όταν ο Φάνης έφτασε στο ραντεβού η Αννούλα ήταν ήδη εκεί...
ΦΑ: Γεια σου Αννούλα. Περίμενες πολύ;;
ΑΝ: Όχι. (αμέσως του έδειξε το μενταγιόν) Εδώ και μια εβδομάδα δεν το έχω βγάλει στιγμή από πάνω μου.
ΦΑ: Αυτό ήρθες να μου πεις;;
ΑΝ: Πήρα την απόφαση να χωρίσω. Μόλις μου ξανάδωσες το μενταγιόν ήταν σαν να βγήκα από έναν λήθαργο. Νιώθω σαν να πήρα πίσω την χαμένη μου δύναμη, την χαμένη μου αυτοπεποίθηση. Θέλω να ζήσω! Να κάνω πράγματα για μένα. Να ερωτευτώ. Πιστεύω, ότι εκεί, μέσα σε όλα αυτά, κρύβεται ο Θεός! Διότι όλα αυτά αποτελούν και κομμάτια δικά μου. Σε θέλω Φάνη…
Ο Φάνης ένιωσε την έκπληξη της ζωής του. Ήταν τόσο εκστασιασμένος με αυτά, τα οποία άκουγε κοιτώντας τα υπέροχα μάτια της, που δεν αντελήφθη ένα φορτηγό, το οποίο τους πλησίαζε με την όπισθεν. Μετέφερε σιδερόβεργες. Σε απόσταση είκοσι μέτρων απ’ τον Φάνη και την Αννούλα, το φορτηγό σταμάτησε για να ξεφορτώσει. Την ώρα, που ο οδηγός κατέβηκε κι άνοιξε την τεράστια πίσω πόρτα του φορτίου, ξάφνου πέφτει με μεγάλη ταχύτητα πάνω στο φορτηγό ένα ΙΧ, το οποίο δεν πρόλαβε να φρενάρει, εγκαίρως. Από την σφοδρή σύγκρουση οι σιδερόβεργες τινάχτηκαν στον αέρα σαν σπιρτόξυλα! Δύο από αυτές, ενώ ιπταντο κάνοντας κύκλους, πλησίαζαν τα παιδιά. Ο Φάνης τις είδε με την άκρη του ματιού του κι αμέσως σπρώχνει με δύναμη την Αννούλα, σωριάζοντάς την κάτω. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να σκύψει κι ο ίδιος! Η μία σιδερόβεργα τον βρήκε στον ώμο και τον έριξε κάτω. Η άλλη του σφήνωσε την σπονδυλική στήλη στην άσφαλτο…
Από το πέσιμο της Αννούλας το μενταγιόν άνοιξε, γλύστρησε απ’ τον λαιμό της και κύλησε στο κατηφορικό οδόστρωμα. Έμοιαζε να χορεύει, εμπρός στον καρφωμένο στο έδαφος Φάνη και μετά οδηγήθηκε, προς έναν υπόνομο. Όταν το μενταγιόν βρέθηκε ακριβώς δίπλα του, ο Φάνης με μιαν υπερέκταση του χεριού του το γράπωσε, κλείνοντας το στην παλάμη του και μετά την έσφιξε γροθιά. Δεν είχαν αντιληφθεί πολλοί άνθρωποι το τί ακριβώς έγινε, μέχρι, που τα ουρλιαχτά της Αννούλας σταμάτησαν ολόκληρη την κυκλοφορία!
ΑΝ: Αγάπη μου!!!!! Ένα ασθενοφόρο γρήγορα!!!
ΦΑ: Τί θα γίνει με σένα, συνέχεια θα σου πέφτει;; Δεν μπορείς να κρατήσεις, ούτε ένα μενταγιόν;; (χαμογέλασε με δυσκολία από τον πόνο)
ΑΝ: Μην κινείσαι. Θα γίνεις καλά. Σε αγαπώ! Βοήθεια!!!!!!!!
ΦΑ: Ξέρεις τί σκέφτομαι;;
AN: Μή μιλάς, μωρό μου..
ΦΑ: Σκέφτομαι την ειρωνεία της ζωής. Όταν ήθελα να πεθάνω έζησα. Και τώρα, που θέλω να ζήσω πεθαίνω…
ΑΝ: Σώπα, θα γίνεις καλά!
ΦΑ: Αννούλα, που είσαι;; Χάθηκες. Δεν σε βλέπω πια.
ΑΝ: Εδώ είμαι αγάπη μου. Δίπλα σου.
ΦΑ: Τώρα που δεν σε βλέπω, θυμήθηκα τον Τρωικό Πόλεμο και την ωραία Ελένη. Δεν ξέρουμε πώς ήταν, εάν ήταν ξανθιά ή μελαχρινή. Ο Όμηρος δεν της δίνει καμία περιγραφή, ίσως γιατί σκοπός του είναι να την φανταστεί ο καθένας, όπως θέλει. Δεν μπορώ να σε δω αλλά σε νιώθω! Σε νιώθω ακόμη πιο όμορφη…
ΑΝ: Πού είναι το γαμημένο το ασθενοφόρο;;!!!!!!!
ΦΑ: Μην βρίζεις. Θα χάσεις την θηλυκότητά σου. (προσπάθησε πάλι να χαμογελάσει αλλά αυτή την φορά δεν τα κατάφερε)
ΑΝ: Σε αγαπώ!!!
ΦΑ: Εάν με αγαπάς, θα κάνεις πράξη αυτά, που μου είπες λίγο πριν. Θα ξαναρχίσεις να αγαπάς τον εαυτό σου!
Σε λίγα λεπτά, η καρδιά του Φάνη σταμάτησε να χτυπά. Ακόμη και να διακτινίζονταν στο νοσοκομείο, δεν είχε καμία ελπίδα επιβίωσης. Η Αννούλα κράτησε το μενταγιόν και δεν το ξανάβγαλε ποτέ. Μέσα από το μενταγιόν, ένιωθε τον Φάνη μαζί της κάθε μέρα. Μάζεψε τα κομμάτια της και αφού χώρισε από τον σύζυγό της, έφυγε απ’ την πόλη. Έμεινε μόνη της κι αφοσιώθηκε στην δουλειά της. Μόνο αυτό πλέον της έδινε κάποιο νόημα στην ζωή της. Είθε, κάποτε να βρει την απαραίτητη γαλήνη, που όλοι μας την αναζητούμε αλλά λίγοι, πολλοί λίγοι, εν τέλει τα καταφέρνουν…
ΤΕΛΟΣ
ΧΑΧΑΧΑΑΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή... ΑΝ ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΡΆΞΗ ΑΥΤΆ ΠΟΥ ΕΙΠΕΣ...
ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΉ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΚΕΡ@ΤΑ
ΑΥΤΌ ΚΑΤΑΛΑΒΑ. ΚΙΟΤΙ ΕΊΝΑΙ ΠΟΛΎ ΠΕΡΊΕΡΓΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟΛΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΆ Η ΑΝΘΡΩΠΌΤΗΤΑ.
ΘΑΝΑΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΊΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΑΛΛΑ ΑΓΑΠΕΣ ΑΓΑΠΟΥΛΕΣ.
ΤΡΩΙΚΟΎ ΠΟΛΈΜΟΥ ΙΣΤΟΡΊΑ ΑΣ ΔΟΎΜΕ ΟΤΙ ΚΑΙ ΕΚΕΊ ΜΑΣ ΛΈΝΕ ΑΝΕΔΑΦΙΚΕΣ ΜΠΟΥΡΔΕΣ. ΈΓΙΝΕ ΑΝ! ΈΓΙΝΕ ΓΙΑ "ΩΡΑΊΑ" ΕΛΈΝΗ ΙΣΩΣ ΤΟ ΛΈΓΑΝ ΓΙΑΤΊ ΗΤΑΝ ΑΣΤΑ ΝΑ ΠΆΝΕ.Η ΑΠΕΞΩ ΚΟΥΚΛΑ ΚΙΑΠΟ ΜΕΣΑ ΠΑΝΟΥΚΛΑ.
ΟΛΑ ΔΕΝ ΤΑ ΕΛΕΓΧΑΝ ΕΩΣ ΠΡΙΝ ΛΙΓΟ ΟΙ ΕΧΘΡΟΊ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΎ ΓΈΝΟΥΣ?! ΆΡΑ ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ ΚΙΟΧΙ ΙΣΤΟΡΊΑ! ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΆΘΕΙΣ ΠΟΤΕ! ΤΗΝ ΑΛΉΘΕΙΑ.
ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΆΒΟΙ ΤΟΥ ΨΕΎΔΟΥΣ.
ΑΚΡΩΣ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΟΥ, ΑΣ ΤΟ ΠΙΑΣΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΟΠΩΣ ΝΙΩΘΕΙ .ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ........ ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΟΥ.
ΑπάντησηΔιαγραφή