Σε νυχτερινό club πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου στην ηλικία των 18. Δεν είχα κλείσει τραπέζι και δεν είχα διάθεση να πάω, απλώς με παρέσυραν οι φίλοι μου για να πιούμε ένα ποτό και να φλερτάρουμε. Θυμάμαι μια ουρά από 40 άτομα να περιμένουν να μπουν, κάτι πορτιέρηδες τελευταίας υποστάθμης να πουλάνε τσαμπουκά καθώς και κάτι «πουθενάδες»...
που αν τους γύρναγες ανάποδα δεν είχαν ούτε ένα ευρώ, να υποδύονται τους μάγκες. Επίσης, θυμάμαι και κάτι γυναίκες που είχαν βάλει ένα κιλό μακιγιάζ, με μια μύτη μέχρι τον ουρανό, να υποδύονται τις ντίβες με την πιστωτική του μπαμπά ή με το εικοσάευρω που αποταμίευσαν με αιματηρή οικονομία. Όμως, αυτό που μού προκάλεσε αποστροφή ήταν η δηθενιά. Φυσικά, πίσω από τη βιτρίνα της «γκλαμουριάς», υπήρχε ένα κύκλωμα διακινήσεως ναρκωτικών και γυναικών, με μπραβιλίκια και εκβιασμούς. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι αρκετά νυχτερινά μαγαζιά λειτουργούν σαν πλυντήρια ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Έκτοτε, δεν ξαναπάτησα το πόδι μου σ’ αυτά τα «χαμαιτυπεία». Πάντα επιλέγω εστιατόρια με ποιοτικό φαγητό ή μικρά bars που σού προσφέρουν εξαιρετικά cocktails μακριά από την πλέμπα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
πρέπει να δοθεί λύση για το θέμα των μπράβων,και των ποτών βόμβα στα νησιά,διασυρόμαστε διεθνώς.
ΑπάντησηΔιαγραφή