Από τα κατσαβίδια και τις τανάλιες στο σανίδι και από κει στο πανί και πίσω ολοταχώς στα μαστορέματα, ο Κώστας Τσάκωνας πήρε τη διαδρομή του στη ζωή ανάλαφρα, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί εντωμεταξύ. Όταν ρωτήθηκε μάλιστα στα στερνά του για την πορεία του στο καλλιτεχνικό στερέωμα, εκείνος είπε ξερά κοφτά ότι δεν θα επέλεγε την ηθοποιία αν είχε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Και δεν χαριτολογούσε καθόλου: «Καλύτερα θα πέρναγα δουλεύοντας στο συνεργείο του ξαδέρφου μου», είπε με την αφοπλιστική ειλικρίνεια που απαντούσε πάντα. Ιδιαίτερη περίπτωση ο Τσάκωνας....
αναδείχθηκε μέσα στην αρπαχτή της βιντεοταινίας, όταν ταινίες έκανε ο οποιοσδήποτε. Μόνο που ο Τσάκωνας δεν ήταν ο οποιοσδήποτε! Ήταν ένας άνθρωπος-ορχήστρα που κρατούσε όλη την ταινία μόνος, χωρίς ουσιαστικό σενάριο ή μια, υποτυπώδη έστω, πλοκή. Όποιος έχει δει (και ποιος δεν έχει δει;) τις ανεπανάληπτες «Κλασική περίπτωση βλάβης» (1987) και «Η μεγάλη απόφραξη» (1988) καταλαβαίνει τι είδους κωμικός ήταν ο Τσάκωνας χωρίς πολλά λόγια. Μετά βγήκε στο θέατρο και την τηλεόραση, πάντα ως κάτι μοναδικό, ένα ιδιοσυγκρασιακό φαινόμενο του θεάματος που αψηφούσε κάθε κατηγοριοποίηση. Γιατί ίσως έπαιρνε τη δουλειά του στα αστεία. Ή γιατί δεν είχε ανάγκη από αναγνώριση και φήμη.
Από δαιμόνιος βιοπαλαιστής μέχρι επιθεωρητής Ξεφτέρης και από κυνηγός της φαλάκρας μέχρι... Πόντιος («Πόντιος είμαι αλλά κάνω θεραπεία»!), δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έκανε ο Τσάκωνας στην οθόνη και τα έκανε μάλιστα μέσα στον ερασιτεχνισμό και το «τίποτα» της βιντεοκασέτας. Από την οποία διασώθηκε μόνο χάρη στην αμίμητη ικανότητά του να βγάζει γέλιο. Εκείνος όμως ήταν προπαντός ένας μικρός μάστορας. Μάστορας δούλευε από μικρό παιδί, μάστορας παρέμεινε παρά την επιτυχία του, χτίζοντας με τα χέρια του ας πούμε το τετραώροφο σπίτι του στην Αργυρούπολη. Το πάθος του ήταν τα εργαλεία και το μικρό εργαστήριο της οικίας του. Αλλά και το μηχανάκι του. Όλα τα υλικά δηλαδή που απαρτίζουν τα σενάρια που έγραφε με τον λατρεμένο μαστροχαλαστή του Τρύφωνα. Το τσιράκι του στα μαστορέματα, ο Τάσος Κωστής, με τον οποίο συνεργάστηκαν τόσο στην «Κλασική περίπτωση βλάβης» και τη «Μεγάλη απόφραξη» όσο και στο «Για μια χούφτα τούβλα», εξομολογούνταν:
«Αυτό που θυμάμαι είναι ότι σκάλιζε πάντα το μυαλό του για να βρει πράγματα και να βγάλει γέλιο. Όχι μόνο μεταξύ μας, αλλά για να το καταθέσουμε στις ταινίες. Το σενάριο δεν ήταν παρά η αφορμή. Η βάση από την οποία ξεκινούσαμε και αρχίζαμε να το στολίζουμε και να το φτιάχνουμε διαρκώς». «Μπροστά σε αυτές τις σαχλαμάρες που βάζει η τηλεόραση, οι βιντεοταινίες είναι κορυφή. Όμως έκανα κι εγώ λάθη με κάποιες βιντεοταινίες χαμηλού επιπέδου. Όλοι κάναμε λάθη, οφείλω να το παραδεχτώ. Όμως υπήρξαν και θησαυροί μέσα σε αυτές. Τότε ήταν άλλες εποχές»… Πρώτα χρόνια. Ο Κώστας Τσάκωνας γεννιέται στις 12 Οκτωβρίου 1943 στα Πετράλωνα της Αθήνας. Η ζωή τού έδειξε το σκληρό της πρόσωπο από την αρχή, μιας και παιδί ακόμα, ήταν δεν ήταν 11-12 ετών, βγαίνει στη γύρα για το μεροκάματο. Γι’ αυτό ίσως έλεγε και πίστευε πάντα πως πρώτα απ’ όλα ήταν βιοπαλαιστής. «Η ζωή μου είναι βίος και ξυπολιτεία», είπε χρόνια αργότερα με το γνωστό του χιούμορ, «ξυπόλυτος κυκλοφορούσα μικρός. Θυμάμαι τα πρώτα μου παπούτσια μου τα πήρε ο πατέρας μου εννέα χρονών».
Την ώρα που φοιτά στο νυχτερινό σχολείο λοιπόν πιάνει το κατσαβίδι και κάνει ό,τι δουλειά τού πέσει στο χέρι. Έχει εξάλλου δυο ανάπηρα αδέρφια και κάθε δεκάρα είναι καλοδεχούμενη στο πενιχρό εισόδημα. Η οικογένεια αναγκάζεται μάλιστα να μετακομίσει κάποια στιγμή στην Αργυρούπολη, σε μια παράγκα πια, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος, με την κουζίνα έξω και την τουαλέτα στο ρέμα. Το μηχανάκι ήταν τότε ένα κακομονταρισμένο ποδήλατο, το κατσαβίδι όμως κατσαβίδι.
Αλλά και πάλι τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, κι έτσι ο Κώστας θα φύγει μετανάστης στη Γερμανία για τρία χρόνια, κυνηγώντας για άλλη μια φορά το μεροκάματο. Ο ίδιος τα θυμόταν κάπως έτσι: «Δουλεύω από 11 χρονών. Από Αργυρούπολη μέχρι Ασπρόπυργο, πήγαινα με το ποδήλατο για το μεροκάματο. Το βράδυ πήγαινα σχολείο. Νυχτερινή σχολή. Αφού έβγαλα τη σχολή, δούλεψα σε ένα σωρό εργοστάσια. Έχω δουλέψει τόσο πολύ στη ζωή μου. Έχω κάνει ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, πλακάς, τεντάς, μαραγκός, ό,τι επάγγελμα θες. Και ηθοποιός. Είμαι 100% αυτοδημιούργητος»… Ο ηλεκτρολόγος βγαίνει στο πανί Η μοίρα ήταν αυτή που θα τον σπρώξει στην ηθοποιία. Μια μοίρα που ο ίδιος δεν φαίνεται να θέλει καθόλου. Ο Τσάκωνας είχε συμμαθητή στο σχολείο στα Πετράλωνα και καλό φίλο τον κινηματογραφιστή και συγγραφέα Κώστα Ζυρίνη. Ο οποίος σκάρωνε μια ταινία μικρού μήκους και τον ήθελε διακαώς για πρωταγωνιστή. «Εγώ μόνο από κατσαβίδια ξέρω», του απαντά ο Τσάκωνας, ο Ζυρίνης όμως επιμένει. Του το ζητά σαν χάρη. Στο τέλος τον πείθει. Ο Τσάκωνας θα εμφανιστεί στην «Ταράτσα», μοντέρ της οποίας ήταν ο Θόδωρος Μαραγκός.
Η μοίρα και πάλι. «Κάτι είδα σε αυτό το μουτσούνι», είπε ο Μαραγκός και τον παίρνει να παίξει στο «Λάβετε θέσεις» (1973), το οποίο διακρίνεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εκεί θα τον δει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και θα τον πάρει στη σουρεαλιστική σάτιρά του «Τα χρώματα της ίριδος» (1974). Ο Τσάκωνας, που είχε βγάλει εντωμεταξύ μια σχολή ηλεκτρολόγων, δεν είχε ώρα για χάσιμο και κινηματογραφικές ιστορίες. Δούλευε εξάλλου όλη μέρα και τα γυρίσματα τού έτρωγαν πολύτιμο χρόνο. Μάστορας ήταν άλλωστε, όχι ηθοποιός! Ο Μαραγκός όμως δεν τον άφηνε ήσυχο και θα ρίξει στο διάβα του το μεγάλο σχολείο, τον σπουδαίο Θανάση Βέγγο. Παίζουν μαζί σε τρεις ταινίες, στο «Από πού πάνε για τη χαβούζα» το 1978 και στα φιλμ «Βέγγος, ο τρελός καμικάζι» και «Θανάση σφίξε κι άλλο ζωνάρι» το 1980, και η επίδραση του Βέγγου αποβαίνει καταλυτική για τον Τσάκωνα. Γράφεται αμέσως στη Δραματική Σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου και στη Σχολή Βεάκη κατόπιν, μιας και το πήρε ζεστά το πράγμα με την υποκριτική.
Το 1981 θα έρθει ο ρόλος που θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό, και πάλι σε ταινία του Μαραγκού. Είναι το «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου ο Τσάκωνας υποδύεται τον γιο ενός καθηγητή, ο οποίος παρά τις καλές σπουδές του στο εξωτερικό καταλήγει άνεργος με το που επιστρέφει στην Ελλάδα. Ο μονόλογός του για τα «έξι χρόνια στο Δημοτικό, έξι στο Γυμνάσιο κ.λπ.» έχει μείνει κλασικός… Πλέον όμως είμαστε στα πέτρινα χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου και στη γέννηση της βιντεοκασέτας, ένα είδος που θα υπηρετήσει ο Τσάκωνας υποδειγματικά και θα καταφέρει να διασωθεί, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο Τσάκωνας. Οι τίτλοι πολλοί και οι ταινίες ολοκληρώνονται στα γρήγορα, ο Τσάκωνας βρίσκει ωστόσο χρόνο για αυτοσχεδιασμούς και χωρατά εκτός σχηματικού, ούτως ή άλλως, σεναρίου. Μέσα στο καλαμπούρι, περνά και κάνα κοινωνικό μήνυμα, καθώς βάζει το χεράκι του και στο σενάριο και μετά βέβαια, όταν βρεθεί μπροστά από τις κάμερες. Ξεχωρίζουν οι βιντεοταινίες του «Χωρίς μαλλί και γνώση»,
«Ο κυνηγός της χαμένης φαλάκρας», «Πόντιος είμαι, αλλά κάνω θεραπεία» και «Ο προφήτης με την πυρηνική κεφαλή» του 1985, οι αξέχαστοι «Πόντιοι» που κάνει με τον Βουτσά, το «Μάθε παιδί μου μπάσκετ», το «Άλλες τον προτιμούν γουλί» και ο «Άνθρωπος από το Τσερνομπίλ» το 1986. Στα μικρά παραλειπόμενα της δουλειάς του, οφείλουμε να αναφέρουμε τον ρόλο του σεναριογράφου που κράτησε σε αρκετές ταινίες, όπως τις «Πόντιος είμαι, αλλά κάνω θεραπεία», «Μας τα 'παν κι άλλοι που την είχαν πιο μεγάλη», «Φαλακρός στόχος», «Η μεγάλη απόφραξη» και «Για μια χούφτα τούβλα». Ό,τι έγραψε, ήταν τα βιώματά του από τις τόσες δουλειές τεχνίτη που είχε κάνει, γι’ αυτό είχαν την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα και τον ανεπιτήδευτο ρεαλισμό του ανθρώπου της πιάτσας. Στις ταινίες του πρωταγωνιστούν εξάλλου πολλά υλικά της εποχής, όπως το λάδωμα, η ρεμούλα, η γραφειοκρατία και η τσαπατσουλιά, ως προέκταση λες της κοινωνίας.
Όσο γίνονταν αυτά, ο Τσάκωνας ήταν πια σταθερά της επιθεώρησης και αναπόσπαστο μέλος των κωμικών θιάσων. Στο σανίδι συνεργάστηκε με τον Βέγγο, τον Ηλιόπουλο, τον Βουτσά, τον Γκιωνάκη και πολλούς από την παλιά μεγάλη φουρνιά. Με τον Μουστάκα έπαιξαν μαζί στο θέατρο για περισσότερα από οχτώ χρόνια, όντας και καλοί φίλοι. Όπως μας αποκάλυψε μάλιστα ο ίδιος, ήταν σαν ψάρι έξω από τα νερά του όταν ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι: «Έτρεμα ολόκληρος. Και λέω στον Φώτη τον Μεταξόπουλο: ''Να φύγω!''. Ήταν από κάτω 2.500 χιλιάδες θεατές. Πρώτη σειρά, η Μελίνα Μερκούρη. Όλη η αστική τάξη, δημοσιογράφοι, κριτικοί. Πού να βγω να μιλήσω; Άκουγα τον όχλο από τις κουίντες και έλεγα ''να βγω να μιλήσω εγώ;''. Και μου λέει ο Φώτης: ''Τρελός είσαι ρε; Σε δέκα λεπτά πάμε έναρξη! Θα σε σπρώξω εγώ!''. Και μόλις βγαίνω στη σκηνή, γίνεται λαϊκό ξεσήκωμα! Eξέγερση!». Έτσι ήταν η θεατρική και κινηματογραφική καριέρα του Τσάκωνα, σαν αστείο. Εκείνος εξάλλου γελούσε πολύ, γι’ αυτό ίσως γελούσε και το κοινό με το που τον έβλεπε. Πολλές φορές μάλιστα και μόνο που τον έβλεπε. Τελευταία χρόνια Ο Κώστας Τσάκωνας είχε ένα σοβαρό ατύχημα το 2004 που έμοιαζε σαν να είχε ξεπηδήσει από ταινία του: «Ξερίζωναν ένα δέντρο κι ενώ οδηγούσα το μηχανάκι μου, μου έπεσε στο κεφάλι. Δεν μπορούσα να δουλέψω στο θέατρο. Είχα απώλεια πρόσφατης μνήμης και δεν μπορούσα να θυμηθώ. Ήταν πλήγμα και οικονομικά και συναισθηματικά και ψυχολογικά», θυμόταν με πόνο ψυχής. Κι ενώ λαχταρούσε να ξαναβγεί στο σανίδι, παρά τη δύσκολη κατάστασή του, θυμόταν πάντα τα λόγια που του είχε πει ο δάσκαλος Νίκος Σταυρίδης: «Ποτέ μη ζητήσεις να παίξεις και να λένε "τον καημένο, πώς κατάντησε". Δεν πρέπει να σε βλέπουν και να σε λυπούνται. Ο ηθοποιός εκπέμπει φως, λάμψη, γέλιο, κλάμα. Όχι μιζέρια». Η υγεία του έμελλε όμως να πάρει κι άλλο την κάτω βόλτα. Το 2010 υπέστη εγκεφαλικό και το 2014 διαγνώστηκε με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη. Σε συνέντευξή του το 2013 εξομολογούνταν: «Θα ήθελα να παίξω για τελευταία φορά, να αντικρίσω τον κόσμο και να με χειροκροτήσει. Όμως πάνω από 15 λεπτά δεν μπορώ να είμαι όρθιος. Πονάω. Πονάω πάρα πολύ. Και όλα αυτά είναι απόρροια των εργασιών που έκανα όλα αυτά τα χρόνια. Έφτιαξα ένα σπίτι τετραώροφο μόνος μου. Όλα μα όλα τα έκανα εγώ. Κράτησα μερικά χρήματα για να έχω αξιοπρεπή γεράματα και βλέπω να μου τα παίρνει τώρα η Εφορία». Το χειροκρότημα το έπαιρνε εν αγνοία του μέσα από τις συνεντεύξεις του, οι μόνες φορές που απασχολούσε το κοινό που έκανε κάποτε να σκάει στα γέλια. Μια στο τόσο γύριζε και κάνα βιντεάκι με κάνα ανέκδοτό του, μετρ καθώς ήταν στο είδος. Αξιοπρεπής και κύριος ως το τέλος, είχε τον κύκλο του να τον στηρίζει στο δύσβατο μονοπάτι του: «Δίπλα μου έχω τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Τους έχω πει ότι αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν λέω ψέματα. Σιγά σιγά το δέχονται, το συνειδητοποιούν ότι η ζωή έχει ένα τέλος. Πώς θα το κάνουμε τώρα δηλαδή;». Κάπως έτσι έφυγε από τη ζωή στις 4 Νοεμβρίου 2015, με διαχρονικό συνοδοιπόρο το χιούμορ και το καλαμπούρι, ακόμα και στα δύσκολα στερνά του. «Τον θάνατο δεν τον φοβάμαι καθόλου. Κάποια στιγμή θα φύγουμε από τη ζωή. Άλλωστε τον θάνατο και την Εφορία δεν τα αποφεύγεις»! Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε και την κακοπροαίρετη φάρσα που σκάρωσαν κάποιοι το 2012 με την υποτιθέμενη αυτοκτονία του:
«Θα πάω σε κανένα γιατρό να μου πει μήπως πέθανα και δεν το ξέρω», είχε πει χαρακτηριστικά, «λες να μιλάω από τον άλλο κόσμο και να μην το ξέρω; Δημοκρατία έχουμε, ο καθένας λέει ό,τι θέλει!»…
αναδείχθηκε μέσα στην αρπαχτή της βιντεοταινίας, όταν ταινίες έκανε ο οποιοσδήποτε. Μόνο που ο Τσάκωνας δεν ήταν ο οποιοσδήποτε! Ήταν ένας άνθρωπος-ορχήστρα που κρατούσε όλη την ταινία μόνος, χωρίς ουσιαστικό σενάριο ή μια, υποτυπώδη έστω, πλοκή. Όποιος έχει δει (και ποιος δεν έχει δει;) τις ανεπανάληπτες «Κλασική περίπτωση βλάβης» (1987) και «Η μεγάλη απόφραξη» (1988) καταλαβαίνει τι είδους κωμικός ήταν ο Τσάκωνας χωρίς πολλά λόγια. Μετά βγήκε στο θέατρο και την τηλεόραση, πάντα ως κάτι μοναδικό, ένα ιδιοσυγκρασιακό φαινόμενο του θεάματος που αψηφούσε κάθε κατηγοριοποίηση. Γιατί ίσως έπαιρνε τη δουλειά του στα αστεία. Ή γιατί δεν είχε ανάγκη από αναγνώριση και φήμη.
Από δαιμόνιος βιοπαλαιστής μέχρι επιθεωρητής Ξεφτέρης και από κυνηγός της φαλάκρας μέχρι... Πόντιος («Πόντιος είμαι αλλά κάνω θεραπεία»!), δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έκανε ο Τσάκωνας στην οθόνη και τα έκανε μάλιστα μέσα στον ερασιτεχνισμό και το «τίποτα» της βιντεοκασέτας. Από την οποία διασώθηκε μόνο χάρη στην αμίμητη ικανότητά του να βγάζει γέλιο. Εκείνος όμως ήταν προπαντός ένας μικρός μάστορας. Μάστορας δούλευε από μικρό παιδί, μάστορας παρέμεινε παρά την επιτυχία του, χτίζοντας με τα χέρια του ας πούμε το τετραώροφο σπίτι του στην Αργυρούπολη. Το πάθος του ήταν τα εργαλεία και το μικρό εργαστήριο της οικίας του. Αλλά και το μηχανάκι του. Όλα τα υλικά δηλαδή που απαρτίζουν τα σενάρια που έγραφε με τον λατρεμένο μαστροχαλαστή του Τρύφωνα. Το τσιράκι του στα μαστορέματα, ο Τάσος Κωστής, με τον οποίο συνεργάστηκαν τόσο στην «Κλασική περίπτωση βλάβης» και τη «Μεγάλη απόφραξη» όσο και στο «Για μια χούφτα τούβλα», εξομολογούνταν:
«Αυτό που θυμάμαι είναι ότι σκάλιζε πάντα το μυαλό του για να βρει πράγματα και να βγάλει γέλιο. Όχι μόνο μεταξύ μας, αλλά για να το καταθέσουμε στις ταινίες. Το σενάριο δεν ήταν παρά η αφορμή. Η βάση από την οποία ξεκινούσαμε και αρχίζαμε να το στολίζουμε και να το φτιάχνουμε διαρκώς». «Μπροστά σε αυτές τις σαχλαμάρες που βάζει η τηλεόραση, οι βιντεοταινίες είναι κορυφή. Όμως έκανα κι εγώ λάθη με κάποιες βιντεοταινίες χαμηλού επιπέδου. Όλοι κάναμε λάθη, οφείλω να το παραδεχτώ. Όμως υπήρξαν και θησαυροί μέσα σε αυτές. Τότε ήταν άλλες εποχές»… Πρώτα χρόνια. Ο Κώστας Τσάκωνας γεννιέται στις 12 Οκτωβρίου 1943 στα Πετράλωνα της Αθήνας. Η ζωή τού έδειξε το σκληρό της πρόσωπο από την αρχή, μιας και παιδί ακόμα, ήταν δεν ήταν 11-12 ετών, βγαίνει στη γύρα για το μεροκάματο. Γι’ αυτό ίσως έλεγε και πίστευε πάντα πως πρώτα απ’ όλα ήταν βιοπαλαιστής. «Η ζωή μου είναι βίος και ξυπολιτεία», είπε χρόνια αργότερα με το γνωστό του χιούμορ, «ξυπόλυτος κυκλοφορούσα μικρός. Θυμάμαι τα πρώτα μου παπούτσια μου τα πήρε ο πατέρας μου εννέα χρονών».
Την ώρα που φοιτά στο νυχτερινό σχολείο λοιπόν πιάνει το κατσαβίδι και κάνει ό,τι δουλειά τού πέσει στο χέρι. Έχει εξάλλου δυο ανάπηρα αδέρφια και κάθε δεκάρα είναι καλοδεχούμενη στο πενιχρό εισόδημα. Η οικογένεια αναγκάζεται μάλιστα να μετακομίσει κάποια στιγμή στην Αργυρούπολη, σε μια παράγκα πια, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος, με την κουζίνα έξω και την τουαλέτα στο ρέμα. Το μηχανάκι ήταν τότε ένα κακομονταρισμένο ποδήλατο, το κατσαβίδι όμως κατσαβίδι.
Αλλά και πάλι τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, κι έτσι ο Κώστας θα φύγει μετανάστης στη Γερμανία για τρία χρόνια, κυνηγώντας για άλλη μια φορά το μεροκάματο. Ο ίδιος τα θυμόταν κάπως έτσι: «Δουλεύω από 11 χρονών. Από Αργυρούπολη μέχρι Ασπρόπυργο, πήγαινα με το ποδήλατο για το μεροκάματο. Το βράδυ πήγαινα σχολείο. Νυχτερινή σχολή. Αφού έβγαλα τη σχολή, δούλεψα σε ένα σωρό εργοστάσια. Έχω δουλέψει τόσο πολύ στη ζωή μου. Έχω κάνει ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, πλακάς, τεντάς, μαραγκός, ό,τι επάγγελμα θες. Και ηθοποιός. Είμαι 100% αυτοδημιούργητος»… Ο ηλεκτρολόγος βγαίνει στο πανί Η μοίρα ήταν αυτή που θα τον σπρώξει στην ηθοποιία. Μια μοίρα που ο ίδιος δεν φαίνεται να θέλει καθόλου. Ο Τσάκωνας είχε συμμαθητή στο σχολείο στα Πετράλωνα και καλό φίλο τον κινηματογραφιστή και συγγραφέα Κώστα Ζυρίνη. Ο οποίος σκάρωνε μια ταινία μικρού μήκους και τον ήθελε διακαώς για πρωταγωνιστή. «Εγώ μόνο από κατσαβίδια ξέρω», του απαντά ο Τσάκωνας, ο Ζυρίνης όμως επιμένει. Του το ζητά σαν χάρη. Στο τέλος τον πείθει. Ο Τσάκωνας θα εμφανιστεί στην «Ταράτσα», μοντέρ της οποίας ήταν ο Θόδωρος Μαραγκός.
Η μοίρα και πάλι. «Κάτι είδα σε αυτό το μουτσούνι», είπε ο Μαραγκός και τον παίρνει να παίξει στο «Λάβετε θέσεις» (1973), το οποίο διακρίνεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εκεί θα τον δει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και θα τον πάρει στη σουρεαλιστική σάτιρά του «Τα χρώματα της ίριδος» (1974). Ο Τσάκωνας, που είχε βγάλει εντωμεταξύ μια σχολή ηλεκτρολόγων, δεν είχε ώρα για χάσιμο και κινηματογραφικές ιστορίες. Δούλευε εξάλλου όλη μέρα και τα γυρίσματα τού έτρωγαν πολύτιμο χρόνο. Μάστορας ήταν άλλωστε, όχι ηθοποιός! Ο Μαραγκός όμως δεν τον άφηνε ήσυχο και θα ρίξει στο διάβα του το μεγάλο σχολείο, τον σπουδαίο Θανάση Βέγγο. Παίζουν μαζί σε τρεις ταινίες, στο «Από πού πάνε για τη χαβούζα» το 1978 και στα φιλμ «Βέγγος, ο τρελός καμικάζι» και «Θανάση σφίξε κι άλλο ζωνάρι» το 1980, και η επίδραση του Βέγγου αποβαίνει καταλυτική για τον Τσάκωνα. Γράφεται αμέσως στη Δραματική Σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου και στη Σχολή Βεάκη κατόπιν, μιας και το πήρε ζεστά το πράγμα με την υποκριτική.
Το 1981 θα έρθει ο ρόλος που θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό, και πάλι σε ταινία του Μαραγκού. Είναι το «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου ο Τσάκωνας υποδύεται τον γιο ενός καθηγητή, ο οποίος παρά τις καλές σπουδές του στο εξωτερικό καταλήγει άνεργος με το που επιστρέφει στην Ελλάδα. Ο μονόλογός του για τα «έξι χρόνια στο Δημοτικό, έξι στο Γυμνάσιο κ.λπ.» έχει μείνει κλασικός… Πλέον όμως είμαστε στα πέτρινα χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου και στη γέννηση της βιντεοκασέτας, ένα είδος που θα υπηρετήσει ο Τσάκωνας υποδειγματικά και θα καταφέρει να διασωθεί, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο Τσάκωνας. Οι τίτλοι πολλοί και οι ταινίες ολοκληρώνονται στα γρήγορα, ο Τσάκωνας βρίσκει ωστόσο χρόνο για αυτοσχεδιασμούς και χωρατά εκτός σχηματικού, ούτως ή άλλως, σεναρίου. Μέσα στο καλαμπούρι, περνά και κάνα κοινωνικό μήνυμα, καθώς βάζει το χεράκι του και στο σενάριο και μετά βέβαια, όταν βρεθεί μπροστά από τις κάμερες. Ξεχωρίζουν οι βιντεοταινίες του «Χωρίς μαλλί και γνώση»,
«Ο κυνηγός της χαμένης φαλάκρας», «Πόντιος είμαι, αλλά κάνω θεραπεία» και «Ο προφήτης με την πυρηνική κεφαλή» του 1985, οι αξέχαστοι «Πόντιοι» που κάνει με τον Βουτσά, το «Μάθε παιδί μου μπάσκετ», το «Άλλες τον προτιμούν γουλί» και ο «Άνθρωπος από το Τσερνομπίλ» το 1986. Στα μικρά παραλειπόμενα της δουλειάς του, οφείλουμε να αναφέρουμε τον ρόλο του σεναριογράφου που κράτησε σε αρκετές ταινίες, όπως τις «Πόντιος είμαι, αλλά κάνω θεραπεία», «Μας τα 'παν κι άλλοι που την είχαν πιο μεγάλη», «Φαλακρός στόχος», «Η μεγάλη απόφραξη» και «Για μια χούφτα τούβλα». Ό,τι έγραψε, ήταν τα βιώματά του από τις τόσες δουλειές τεχνίτη που είχε κάνει, γι’ αυτό είχαν την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα και τον ανεπιτήδευτο ρεαλισμό του ανθρώπου της πιάτσας. Στις ταινίες του πρωταγωνιστούν εξάλλου πολλά υλικά της εποχής, όπως το λάδωμα, η ρεμούλα, η γραφειοκρατία και η τσαπατσουλιά, ως προέκταση λες της κοινωνίας.
Όσο γίνονταν αυτά, ο Τσάκωνας ήταν πια σταθερά της επιθεώρησης και αναπόσπαστο μέλος των κωμικών θιάσων. Στο σανίδι συνεργάστηκε με τον Βέγγο, τον Ηλιόπουλο, τον Βουτσά, τον Γκιωνάκη και πολλούς από την παλιά μεγάλη φουρνιά. Με τον Μουστάκα έπαιξαν μαζί στο θέατρο για περισσότερα από οχτώ χρόνια, όντας και καλοί φίλοι. Όπως μας αποκάλυψε μάλιστα ο ίδιος, ήταν σαν ψάρι έξω από τα νερά του όταν ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι: «Έτρεμα ολόκληρος. Και λέω στον Φώτη τον Μεταξόπουλο: ''Να φύγω!''. Ήταν από κάτω 2.500 χιλιάδες θεατές. Πρώτη σειρά, η Μελίνα Μερκούρη. Όλη η αστική τάξη, δημοσιογράφοι, κριτικοί. Πού να βγω να μιλήσω; Άκουγα τον όχλο από τις κουίντες και έλεγα ''να βγω να μιλήσω εγώ;''. Και μου λέει ο Φώτης: ''Τρελός είσαι ρε; Σε δέκα λεπτά πάμε έναρξη! Θα σε σπρώξω εγώ!''. Και μόλις βγαίνω στη σκηνή, γίνεται λαϊκό ξεσήκωμα! Eξέγερση!». Έτσι ήταν η θεατρική και κινηματογραφική καριέρα του Τσάκωνα, σαν αστείο. Εκείνος εξάλλου γελούσε πολύ, γι’ αυτό ίσως γελούσε και το κοινό με το που τον έβλεπε. Πολλές φορές μάλιστα και μόνο που τον έβλεπε. Τελευταία χρόνια Ο Κώστας Τσάκωνας είχε ένα σοβαρό ατύχημα το 2004 που έμοιαζε σαν να είχε ξεπηδήσει από ταινία του: «Ξερίζωναν ένα δέντρο κι ενώ οδηγούσα το μηχανάκι μου, μου έπεσε στο κεφάλι. Δεν μπορούσα να δουλέψω στο θέατρο. Είχα απώλεια πρόσφατης μνήμης και δεν μπορούσα να θυμηθώ. Ήταν πλήγμα και οικονομικά και συναισθηματικά και ψυχολογικά», θυμόταν με πόνο ψυχής. Κι ενώ λαχταρούσε να ξαναβγεί στο σανίδι, παρά τη δύσκολη κατάστασή του, θυμόταν πάντα τα λόγια που του είχε πει ο δάσκαλος Νίκος Σταυρίδης: «Ποτέ μη ζητήσεις να παίξεις και να λένε "τον καημένο, πώς κατάντησε". Δεν πρέπει να σε βλέπουν και να σε λυπούνται. Ο ηθοποιός εκπέμπει φως, λάμψη, γέλιο, κλάμα. Όχι μιζέρια». Η υγεία του έμελλε όμως να πάρει κι άλλο την κάτω βόλτα. Το 2010 υπέστη εγκεφαλικό και το 2014 διαγνώστηκε με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη. Σε συνέντευξή του το 2013 εξομολογούνταν: «Θα ήθελα να παίξω για τελευταία φορά, να αντικρίσω τον κόσμο και να με χειροκροτήσει. Όμως πάνω από 15 λεπτά δεν μπορώ να είμαι όρθιος. Πονάω. Πονάω πάρα πολύ. Και όλα αυτά είναι απόρροια των εργασιών που έκανα όλα αυτά τα χρόνια. Έφτιαξα ένα σπίτι τετραώροφο μόνος μου. Όλα μα όλα τα έκανα εγώ. Κράτησα μερικά χρήματα για να έχω αξιοπρεπή γεράματα και βλέπω να μου τα παίρνει τώρα η Εφορία». Το χειροκρότημα το έπαιρνε εν αγνοία του μέσα από τις συνεντεύξεις του, οι μόνες φορές που απασχολούσε το κοινό που έκανε κάποτε να σκάει στα γέλια. Μια στο τόσο γύριζε και κάνα βιντεάκι με κάνα ανέκδοτό του, μετρ καθώς ήταν στο είδος. Αξιοπρεπής και κύριος ως το τέλος, είχε τον κύκλο του να τον στηρίζει στο δύσβατο μονοπάτι του: «Δίπλα μου έχω τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Τους έχω πει ότι αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν λέω ψέματα. Σιγά σιγά το δέχονται, το συνειδητοποιούν ότι η ζωή έχει ένα τέλος. Πώς θα το κάνουμε τώρα δηλαδή;». Κάπως έτσι έφυγε από τη ζωή στις 4 Νοεμβρίου 2015, με διαχρονικό συνοδοιπόρο το χιούμορ και το καλαμπούρι, ακόμα και στα δύσκολα στερνά του. «Τον θάνατο δεν τον φοβάμαι καθόλου. Κάποια στιγμή θα φύγουμε από τη ζωή. Άλλωστε τον θάνατο και την Εφορία δεν τα αποφεύγεις»! Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε και την κακοπροαίρετη φάρσα που σκάρωσαν κάποιοι το 2012 με την υποτιθέμενη αυτοκτονία του:
«Θα πάω σε κανένα γιατρό να μου πει μήπως πέθανα και δεν το ξέρω», είχε πει χαρακτηριστικά, «λες να μιλάω από τον άλλο κόσμο και να μην το ξέρω; Δημοκρατία έχουμε, ο καθένας λέει ό,τι θέλει!»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.