«Ο θάνατος του Σωκράτους». (Ζαν Λουί Νταβίντ 1787)
Πώς αντιμετωπίσθηκε ο θάνατος και ποια η συμπεριφορά του Σωκράτους, του μεγάλου Έλληνος φιλοσόφου, αλλά και του Θεανθρώπου, απέναντι στις δραματικές στιγμές του τέλους της ζωής των!..
Το έργο «Ίδε ο Άνθρωπος» ("Ecce Homo") του Αντόνιο Τσίζερι (1821-91).
ΧΩΡΙΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ δύο καταδίκες σε θάνατο κατέγραψε η Ιστορία της Ανθρωπότητος, του Σωκράτους και του Ιησού Χριστού. Δύο θανατικές καταδίκες για τις οποίες ακόμη και σήμερα ο κόσμος δεν μπορεί να ησυχάσει, λες και κάποιο αόρατο χέρι πάει να του σφίξει το λαιμό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ένας σύγχρονος φιλόσοφος (1) απεκάλεσε το χέρι αυτό «αόρατη τιμωρία».
Βεβαίως, αν όλα αυτά γίνονται αντικείμενο φιλοσοφικών στοχασμών και συζητήσεων, η τιμωρία του μεγάλου Έλληνος φιλοσόφου, αλλά και του Ιησού, να πιει ο ένας το κώνειο και ο άλλος «όξος και χολή» δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για μια ιστορική καταγραφή, μία ιστορική νομοτέλεια, που έπρεπε να καταγραφεί στο Βιβλίο της Ιστορίας ως μία αναγκαιότητα που τροχοδρόμησε τις εξελίξεις του κόσμου.Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή:
Ως γνωστόν, ο Σωκράτης κατηγορήθηκε από τον Άνυτο, τον Μέλητο και τον Λύκωνα ότι: «Σωκράτης αδικεί και περιεργάζεται ζητών τά τε υπό γης και ουράνια και τόν ήττω λόγον κρείττω ποιών και άλλους ταυτά ταύτα διδάσκων». «Ο Σωκράτης είναι ένοχος αδικήματος, γιατί ασχολείται με άχρηστα και περιττά πράγματα, με το να ερευνά τα φαινόμενα που συμβαίνουν κάτω από τη γη και στον ουρανό, και γιατί τα άδικα λόγια τα κάνει να φαίνονται δίκαια και τα διδάσκει και στους άλλους.» (2)
Οι κατήγοροι είπαν ότι: «έχει δε πως ώδε Σωκράτη φησίν αδικείν τους τε νέους διαφθείροντα και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζοντα. Έτερα δε δαιμόνια καινά το με δη έγκλημα τοιούτόν εστιν τούτου δε του εγκλήματος εν έκαστον εξετάσωμεν» «Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, αλλά σε καινούργια δαιμόνια. Αυτή λοιπόν είναι η κατηγορία, οπότε ας την εξετάσουμε ενδελεχώς.» (3)
Στο θέμα αυτό, όπως λέμε και σε άλλο κεφάλαιο (4), ο ίδιος ο Σωκράτης επανέρχεται θυμίζοντας στους δικαστές την κατηγορία των τριών κατηγόρων του:
«Αδικεί Σωκράτης θεούς ου νομίζων. αλλά θεούς νομίζων.» («Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή δεν πιστεύει στους θεούς, πιστεύοντας όμως στους θεούς» (5)
Στο θέμα της βαθιάς θρησκευτικής αντίληψης του Σωκράτους και μάλιστα στον ένα και αληθινό Θεό, δώσαμε ήδη απαντήσεις σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου μας (6).
Είναι απαραίτητο, όμως, να δούμε πώς ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος αντιμετώπισε τον θάνατο και παράλληλα ποία η αντίδραση του ίδιου του Χριστού λίγο πριν την μαρτυρική καταδίκη Του.
Ο Σωκράτης, λοιπόν, ο μεγάλος σοφός, σε ηλικία περίπου 70 ετών, αναγκάστηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί τις ιδέες του αλλά και την ίδια του τη ζωή. Σύμφωνα, λοιόν, με το κατηγορητήριο, ήταν ένοχος γιατί δεν πίστευε στους θεούς στους οποίους πίστευε η πόλη του, αλλά σε καινά δαιμόνια, σε νέες θεότητες, και διέφθειρε τους νέους. Η ποινή που πρότειναν οι κατήγοροι του ήταν αυτό που δεν περίμενε κανένας: θάνατος.!
Όλα αυτά μπορεί να τα διαβάσει κανείς στο έργο του Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους, το οποίο, χάριν της ιστορίας, να πούμε ότι διαιρείται σε τρία μέρη:
Το πρώτο μέρος της Απολογίας είναι η κυρίως απολογία του Σωκράτη απέναντι στους δικαστές. Εδώ αρχικά προσπαθεί να ανασκευάσει τις διαβολές εναντίον του που κυκλοφορούσαν εδώ και πολύ καιρό μεταξύ του λαού και, στη συνέχεια, τις συγκεκριμένες κατηγορίες που διατύπωσαν σε βάρος του οι τρεις κατήγοροι. Στο τέλος ακολουθεί η ψηφοφορία των δικαστών που τον ανακηρύσσει ένοχο. Ο κατηγορούμενος όμως έχει το δικαίωμα να αντιπροτείνει διαφορετική ποινή από αυτήν που εισηγήθηκε το κατηγορητήριο. Στο δεύτερο μέρος του λόγου μεταβαίνουμε εκεί όπου ο Σωκράτης ζητά να τον σιτίζουν δωρεάν στο Πρυτανείο ως ευεργέτη της πόλης. Κατανοώντας όμως ότι η πρόταση του αυτή θα φανεί αλαζονική στους δικαστές, αντιπροτείνει τελικά ένα μικρό χρηματικό αντίτιμο.
Πράγματι, και οι δύο προτάσεις του Σωκράτη θεωρήθηκαν προκλητικές, με αποτέλεσμα στη νέα ψηφοφορία οι καταδικαστικές ψήφοι εναντίον του να είναι πολύ περισσότερες από προηγουμένως.
Ο Σωκράτης λοιπόν παίρνει για τρίτη και τελευταία φορά το λόγο απευθυνόμενος, πρώτα, στους δικαστές που τον καταδίκασαν και, τέλος, σ' αυτούς που έριξαν αθωωτική ψήφο υπέρ του.
Εδώ τελειώνει η απολογία του.
Εν συνεχεία -όπως γνωρίζουμε- ο Σωκράτης οδηγείται στο δεσμωτήριο, όπου παραμένει περίπου ένα μήνα αναμένοντας να επιστρέψει το ιερό πλοίο των Αθηναίων από τη Δήλο, καθώς απαγορεύονταν οι δημόσιες εκτελέσεις κατά τη διάρκεια της απουσίας του.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι, στο διάστημα αυτό, οι φίλοι και μαθητές του τον προτρέπουν να δραπετεύσει! Εκείνος όμως αρνείται υποστηρίζοντας ότι οφείλει να παραμείνει πιστός στους νόμους της πόλης του, όποιοι κι αν είναι αυτοί.
Έτσι, μετά την άφιξη του ιερού πλοίου, ο μεγάλος Έλλην φιλόσοφος, πεθαίνει πίνοντας το κώνειο, μετά από πολύωρη συζήτηση με τους φίλους του για την αθανασία της ψυχής (7).
Ο Σωκράτης, λοιπόν, στην πολύωρη συζήτηση που είχε με τους φίλους του, λίγο πριν πιει το κώνειο, ανέπτυξε μία επιχειρηματολογία που αξίζει κανείς να την παρακολουθήσει.
Βεβαίως, στην Απολογία του Σωκράτους, υπάρχουν μερικά στοιχεία για την αντίληψη που είχε ο Σωκράτης για τον θάνατο, αλλά τα κύρια στοιχεία, περί θανάτου, ο αναγνώστης θα τα βρει στο έργο Φαίδων, όπου υπάρχει ολόκληρος ο διάλογος και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Σωκράτης «περί ψυχής» και οι τελευταίες στιγμές του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου με την γαλήνια στάση του απέναντι του θανάτου.
Βεβαίως, επιχειρήματα περί αθανασίας της ψυχής θα βρούμε και στο έργο Φαίδρος, όπου ο αναγνώστης θα διαβάσει ένα διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του Φαίδρου με αντικείμενο την ουσία του έρωτα, την ρητορική τέχνη ως ικανή να ανταποκριθεί σε επιστημονικές αξιώσεις και την αθανασία της ψυχής. Επίσης εκεί θα βρει και στοιχεία για τον «μύθο» περί της καταγωγής της γραφής.
Γεννιέται όμως η απορία: Ποιο ήταν το τρομερό αδίκημα που διέπραξε ο Σωκράτης, με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η θανατική ποινή;
ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ!
Πρέπει να πούμε ότι απ' όσο ξέρουμε, τα αίτια της κατηγορίας εναντίον του Σωκράτη δεν οφείλονται σε προσωπικές έχθρες ούτε στο ενδιαφέρον των κατηγόρων για την πατροπαράδοτη θρησκεία. Στην πραγματικότητα, και οι τρεις κατήγοροι του ήταν φανατικοί δημοκρατικοί και δεν ανέχονταν τον αριστοκρατικό Σωκράτη που συχνά-πυκνά έστρεφε τα βέλη του εναντίον πολλών δημοκρατικών θεσμών! Εξάλλου, στο πρόσωπο του έβλεπαν το δάσκαλο του Κριτία, του χειρότερου από τους 30 τυράννους, το φίλο του ολιγαρχικού Χαρμίδη αλλά και του Αλκιβιάδη, που τόσο πολύ έβλαψε την πόλη των Αθηνών.
Οι κατήγοροι, λοιπόν, του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, επικαλούμενοι την δήθεν ασέβεια του Σωκράτη και προσθέτοντας τη συκοφαντία ότι διαφθείρει τους νέους, εκ των πραγμάτων οδήγησαν τους δικαστές στην καταδικαστική τους απόφαση, καθώς άλλοι απ' αυτούς ήταν ακραίοι δημοκρατικοί, άλλοι θρησκόληπτοι και άλλοι ενδεχομένως είχαν προσωπικούς λόγους να αντιπαθούν τον μεγάλο διανοητή!
Τίθεται, όμως , άλλο ένα σημαντικό ερώτημα: «Τι δίδασκε λοιπόν ο Σωκράτης και ενοχλούσε τόσο πολύ τους Αθηναίους;
Όπως φαίνεται μέσα από την Απολογία του αλλά και από άλλα έργα του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα και του Αριστοτέλη, ο ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτα. Είναι βέβαιον, ότι ο μεγάλος σοφός έχει συναίσθηση της άγνοιας του, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ανθρώπους που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, ενώ δεν ξέρουν τίποτα.
Ο Σωκράτης, λοιπόν, αναλαμβάνει το βαρύ καθήκον, μέσα από διαρκείς ερωταποκρίσεις, με τη βοήθεια δηλαδή της μαιευτικής μεθόδου, να αποδείξει και σ' αυτούς την άγνοια τους. Έτσι, συχνότατα φέρνει σε αδιέξοδο πολιτικούς, καλλιτέχνες, τεχνίτες, όλους γενικά τους συνομιλητές του, θίγοντας μ' αυτό τον τρόπο την έπαρση και τον εγωισμό τους.
Μη λησμονήσουμε να πούμε, οτι, μολονότι βασική διδασκαλία του Σωκράτη ήταν το «γνώθι σαυτόν», η ανάγκη να γνωρίσει ο άνθρωπος καλά του εαυτό του, και βασικό του πιστεύω το «ουδείς εκών κακός», ότι δηλαδή οι άνθρωποι πράττουν το κακό από άγνοια και όχι από πρόθεση, οι εγωισμοί και οι εμπάθειες τον οδήγησαν στο θάνατο.
Οι κατήγοροι, λοιπόν, του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, επικαλούμενοι την δήθεν ασέβεια του Σωκράτη και προσθέτοντας τη συκοφαντία ότι διαφθείρει τους νέους, εκ των πραγμάτων οδήγησαν τους δικαστές στην καταδικαστική τους απόφαση, καθώς άλλοι απ' αυτούς ήταν ακραίοι δημοκρατικοί, άλλοι θρησκόληπτοι και άλλοι ενδεχομένως είχαν προσωπικούς λόγους να αντιπαθούν τον μεγάλο διανοητή!
Τίθεται, όμως , άλλο ένα σημαντικό ερώτημα: «Τι δίδασκε λοιπόν ο Σωκράτης και ενοχλούσε τόσο πολύ τους Αθηναίους;
Όπως φαίνεται μέσα από την Απολογία του αλλά και από άλλα έργα του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα και του Αριστοτέλη, ο ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτα. Είναι βέβαιον, ότι ο μεγάλος σοφός έχει συναίσθηση της άγνοιας του, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ανθρώπους που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, ενώ δεν ξέρουν τίποτα.
Ο Σωκράτης, λοιπόν, αναλαμβάνει το βαρύ καθήκον, μέσα από διαρκείς ερωταποκρίσεις, με τη βοήθεια δηλαδή της μαιευτικής μεθόδου, να αποδείξει και σ' αυτούς την άγνοια τους. Έτσι, συχνότατα φέρνει σε αδιέξοδο πολιτικούς, καλλιτέχνες, τεχνίτες, όλους γενικά τους συνομιλητές του, θίγοντας μ' αυτό τον τρόπο την έπαρση και τον εγωισμό τους.
Μη λησμονήσουμε να πούμε, οτι, μολονότι βασική διδασκαλία του Σωκράτη ήταν το «γνώθι σαυτόν», η ανάγκη να γνωρίσει ο άνθρωπος καλά του εαυτό του, και βασικό του πιστεύω το «ουδείς εκών κακός», ότι δηλαδή οι άνθρωποι πράττουν το κακό από άγνοια και όχι από πρόθεση, οι εγωισμοί και οι εμπάθειες τον οδήγησαν στο θάνατο.
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ!
Ήρθε, όμως, η ώρα να επισημάνουμε, ότι την διδασκαλία και την προσωπικότητα του Σωκράτη, ο Πλάτωνας προσπαθεί να τις αποκαταστήσει μέσα από την «Απολογία», ζωγραφίζοντας το πορτρέτο του δασκάλου του ως πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση, και προσπαθώντας να αποκρούσει τις κατηγορίες ότι είναι άθεος και διαφθείρει τους νέους! Αυτός και ο λόγος, που θα διαβάσουμε μαζί με τον αναγνώστη την επιχειρηματολογία, που χρησιμοποιεί ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος μέσα στο δικαστήριο, «ενώπιον Θεού και ανθρώπων»:
«… Γι' αυτό, άνδρες Αθηναίοι, παραμείνετε λίγο ακόμα στις θέσεις σας. Γιατί τίποτε δεν μας εμποδίζει, όσο είναι δυνατόν, να μιλάμε μεταξύ μας. Θέλω, λοιπόν, σ' εσάς, αφού είστε φίλοι μου, να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό που μου συνέβη σήμερα.
Σ' εμένα, άνδρες δικαστές, και πολύ καλά κάνω και σας αποκαλώ δικαστές, συνέβη κάτι παράξενο. Η συνηθισμένη μου μαντική φωνή, αυτή του δαιμονίου, άλλες φορές εμφανιζόταν πολύ συχνά, κι ακόμα και για μικρά πράγματα με εμπόδιζε, αν επρόκειτο να πράξω κάτι που δεν ήταν σωστό. Τώρα, όμως, μου συνέβη αυτό εδώ που βλέπετε κι εσείς, που θα το θεωρούσε κανείς το χειρότερο από τα κακά, και τέτοιο θεωρείται.
Το πρωί που έφυγα από το σπίτι δεν με εμπόδισε η θεϊκή φωνή, ούτε όταν ερχόμουν στο δικαστήριο ούτε κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου για κάτι που ετοιμαζόμουν να πω. Σε άλλες ομιλίες μου, ωστόσο, πολλές φορές με σταμάτησε ενώ μιλούσα. Τώρα, όμως, σε αυτή την υπόθεση δεν με εμπόδισε σε κανένα σημείο, ούτε σε κάποια πράξη ούτε σε κάποιο λόγο. Ποια, λοιπόν, πιστεύω ότι είναι η αιτία αυτού του πράγματος; Θα σας πω. Γιατί φαίνεται πως ό,τι μου συνέβη εδώ είναι για μένα καλό και δεν είναι όπως το νομίζουμε όσοι θεωρούμε ότι είναι κακό να πεθάνει κανείς.
Κι έχω την καλύτερη απόδειξη γι' αυτό: γιατί δεν είναι δυνατόν να μη με είχε εμποδίσει αυτό το θείο σημάδι, αν επρόκειτο να κάνω κάτι κακό. Ας σκεφτούμε, λοιπόν, ότι υπάρχει μεγάλη ελπίδα ο θάνατος να είναι κάτι καλό. Γιατί ένα από τα δυο είναι ο θάνατος: ή δεν είναι τίποτε και όποιος πεθαίνει δεν αισθάνεται τίποτε, ή, όπως λένε, συμβαίνει κάποια μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από εδώ προς κάπου αλλού. Κι αν δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτε στο θάνατο, αλλά είναι σαν ύπνος, κι αν είναι σαν να κοιμάται κανείς χωρίς να βλέπει κανένα όνειρο, τι θαυμάσιο όφελος που θα ήταν ο θάνατος! Εγώ, λοιπόν, νομίζω ότι αν κάποιος αναπολήσει τις νύχτες που κοιμήθηκε χωρίς να ονειρευτεί, και τις συγκρίνει με τις άλλες νύχτες και μέρες της ζωής του, κι έπειτα, το σκεφτεί, νομίζω πως όχι μόνο ο απλός πολίτης αλλά κι ο μεγαλύτερος βασιλιάς θα τις έβρισκε λιγότερες συγκριτικά με τις άλλες μέρες και νύχτες. Αν κάτι τέτοιο είναι ο θάνατος, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι όφελος. Γιατί έτσι, όλη η αιωνιότητα μοιάζει σαν μια νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι μια αναχώρηση από εδώ για έναν άλλο τόπο και είναι αλήθεια αυτά που λέγονται, ότι εκεί βρίσκονται όλοι όσοι έχουν πεθάνει, τι μεγαλύτερο καλό θα υπήρχε από αυτό, άνδρες δικαστές; Αν κάποιος, φτάνοντας στον Άδη και έχοντας απαλλαγεί από αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, βρει τους αληθινούς δικαστές που λένε ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό, τον Τριπτόλεμο και τους άλλους από τους ημίθεους που υπήρξαν δίκαιοι όσο έζησαν, θα άξιζε λίγο μια τέτοια αναχώρηση; Και, πάλι, ποιος από σας δεν θα έδινε οτιδήποτε για να βρεθεί κοντά στον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο; Εγώ πάντως πολλές φορές δέχομαι να θανατωθώ, αν όλα αυτά αληθεύουν.
Γιατί μου φαίνεται τουλάχιστον θαυμαστή η παραμονή σε μέρος όπου θα μπορούσα να συναντήσω τον Παλαμήδη, τον Αίαντα το γιο του Τελαμώνα κι όσους άλλους από τους παλιούς πέθαναν από άδικη κρίση, και να συγκρίνω τα παθήματα μου με τα δικά τους. Νομίζω πως κάθε άλλο παρά δυσάρεστα θα μου ήταν όλα αυτά. Και μάλιστα, το σπουδαιότερο, είναι να ερευνώ, αυτούς που βρίσκονται εκεί, όπως κάνω και γι' αυτούς που βρίσκονται εδώ, ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι αλλά δεν είναι. Και πόσα δεν θα έδινε κανείς, άνδρες δικαστές, για να μπορέσει να εξετάσει εκείνον που ήταν αρχηγός της μεγάλης στρατιάς της Τροίας ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο, ή και χιλιάδες άλλους που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άνδρες ή γυναίκες, να μιλά, να βρίσκεται μαζί τους και να τους εξετάζει; Δεν θα ήταν όλα αυτά ανείπωτη ευτυχία; Εκεί, πάντως, δεν θανατώνουν κάποιον επειδή ερευνά. Εκείνοι είναι και για πολλά άλλα πιο ευτυχισμένοι από αυτούς που βρίσκονται εδώ, για το λόγο ακόμα ότι τον υπόλοιπο χρόνο μένουν αθάνατοι, αν όσα λέγονται, βέβαια, αληθεύουν. Αλλά κι εσείς πρέπει, άνδρες δικαστές, να βλέπετε αισιόδοξα το θάνατο και να πιστεύετε ότι αληθεύει το ότι δεν είναι δυνατό ένας καλός άνθρωπος να πάθει κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι οι θεοί δεν παραμελούν να φροντίζουν για τις υποθέσεις του. Και ούτε αυτά που μου συνέβησαν τώρα έγιναν τυχαία, αλλά μου φαίνεται ότι το να πεθάνω και το να απαλλαγώ από τα πράγματα είναι το καλύτερο. Γι' αυτό και το θεϊκό σημάδι δεν με απέτρεψε καθόλου, και δεν κρατάω καμιά κακία σ' εκείνους που με καταδίκασαν και στους κατηγόρους μου. Παρόλο που δεν με καταδίκασαν και δεν με κατηγόρησαν με αυτήν τη σκέψη, ότι δηλαδή θα ήταν προτιμότερο να πεθάνω παρά να ζω, αλλά επειδή πίστευαν ότι έτσι θα με έβλαπταν. Γι' αυτό είναι κατακριτέοι.
Αυτό το παράπονο εκφράζω γι' αυτούς και θα τους παρακαλέσω γι' αυτήν τη χάρη: τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε, άνδρες, στενοχωρώντας τους με εκείνα που σας στενοχώρησα κι εγώ, αν σας φανούν ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τα χρήματα ή για κάποιο άλλο πράγμα και όχι για την αρετή. Και αν νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν είναι, να τους επικρίνετε, όπως κι εγώ εσάς, που δεν φροντίζουν για όσα πρέπει και που νομίζουν ότι είναι κάποιοι ενώ δεν αξίζουν τίποτε. Αυτά να κάνετε, και ό,τι πάθω εγώ και οι γιοι μου από εσάς θα το έχω πάθει δίκαια.
Mα τώρα πλέον είναι ώρα να φύγουμε, εγώ να πεθάνω κι εσείς να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν στο καλύτερο, δεν το γνωρίζει κανείς παρά μόνο ο θεός.» (8)
«… Γι' αυτό, άνδρες Αθηναίοι, παραμείνετε λίγο ακόμα στις θέσεις σας. Γιατί τίποτε δεν μας εμποδίζει, όσο είναι δυνατόν, να μιλάμε μεταξύ μας. Θέλω, λοιπόν, σ' εσάς, αφού είστε φίλοι μου, να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό που μου συνέβη σήμερα.
Σ' εμένα, άνδρες δικαστές, και πολύ καλά κάνω και σας αποκαλώ δικαστές, συνέβη κάτι παράξενο. Η συνηθισμένη μου μαντική φωνή, αυτή του δαιμονίου, άλλες φορές εμφανιζόταν πολύ συχνά, κι ακόμα και για μικρά πράγματα με εμπόδιζε, αν επρόκειτο να πράξω κάτι που δεν ήταν σωστό. Τώρα, όμως, μου συνέβη αυτό εδώ που βλέπετε κι εσείς, που θα το θεωρούσε κανείς το χειρότερο από τα κακά, και τέτοιο θεωρείται.
Το πρωί που έφυγα από το σπίτι δεν με εμπόδισε η θεϊκή φωνή, ούτε όταν ερχόμουν στο δικαστήριο ούτε κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου για κάτι που ετοιμαζόμουν να πω. Σε άλλες ομιλίες μου, ωστόσο, πολλές φορές με σταμάτησε ενώ μιλούσα. Τώρα, όμως, σε αυτή την υπόθεση δεν με εμπόδισε σε κανένα σημείο, ούτε σε κάποια πράξη ούτε σε κάποιο λόγο. Ποια, λοιπόν, πιστεύω ότι είναι η αιτία αυτού του πράγματος; Θα σας πω. Γιατί φαίνεται πως ό,τι μου συνέβη εδώ είναι για μένα καλό και δεν είναι όπως το νομίζουμε όσοι θεωρούμε ότι είναι κακό να πεθάνει κανείς.
Κι έχω την καλύτερη απόδειξη γι' αυτό: γιατί δεν είναι δυνατόν να μη με είχε εμποδίσει αυτό το θείο σημάδι, αν επρόκειτο να κάνω κάτι κακό. Ας σκεφτούμε, λοιπόν, ότι υπάρχει μεγάλη ελπίδα ο θάνατος να είναι κάτι καλό. Γιατί ένα από τα δυο είναι ο θάνατος: ή δεν είναι τίποτε και όποιος πεθαίνει δεν αισθάνεται τίποτε, ή, όπως λένε, συμβαίνει κάποια μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από εδώ προς κάπου αλλού. Κι αν δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτε στο θάνατο, αλλά είναι σαν ύπνος, κι αν είναι σαν να κοιμάται κανείς χωρίς να βλέπει κανένα όνειρο, τι θαυμάσιο όφελος που θα ήταν ο θάνατος! Εγώ, λοιπόν, νομίζω ότι αν κάποιος αναπολήσει τις νύχτες που κοιμήθηκε χωρίς να ονειρευτεί, και τις συγκρίνει με τις άλλες νύχτες και μέρες της ζωής του, κι έπειτα, το σκεφτεί, νομίζω πως όχι μόνο ο απλός πολίτης αλλά κι ο μεγαλύτερος βασιλιάς θα τις έβρισκε λιγότερες συγκριτικά με τις άλλες μέρες και νύχτες. Αν κάτι τέτοιο είναι ο θάνατος, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι όφελος. Γιατί έτσι, όλη η αιωνιότητα μοιάζει σαν μια νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι μια αναχώρηση από εδώ για έναν άλλο τόπο και είναι αλήθεια αυτά που λέγονται, ότι εκεί βρίσκονται όλοι όσοι έχουν πεθάνει, τι μεγαλύτερο καλό θα υπήρχε από αυτό, άνδρες δικαστές; Αν κάποιος, φτάνοντας στον Άδη και έχοντας απαλλαγεί από αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, βρει τους αληθινούς δικαστές που λένε ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό, τον Τριπτόλεμο και τους άλλους από τους ημίθεους που υπήρξαν δίκαιοι όσο έζησαν, θα άξιζε λίγο μια τέτοια αναχώρηση; Και, πάλι, ποιος από σας δεν θα έδινε οτιδήποτε για να βρεθεί κοντά στον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο; Εγώ πάντως πολλές φορές δέχομαι να θανατωθώ, αν όλα αυτά αληθεύουν.
Γιατί μου φαίνεται τουλάχιστον θαυμαστή η παραμονή σε μέρος όπου θα μπορούσα να συναντήσω τον Παλαμήδη, τον Αίαντα το γιο του Τελαμώνα κι όσους άλλους από τους παλιούς πέθαναν από άδικη κρίση, και να συγκρίνω τα παθήματα μου με τα δικά τους. Νομίζω πως κάθε άλλο παρά δυσάρεστα θα μου ήταν όλα αυτά. Και μάλιστα, το σπουδαιότερο, είναι να ερευνώ, αυτούς που βρίσκονται εκεί, όπως κάνω και γι' αυτούς που βρίσκονται εδώ, ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι αλλά δεν είναι. Και πόσα δεν θα έδινε κανείς, άνδρες δικαστές, για να μπορέσει να εξετάσει εκείνον που ήταν αρχηγός της μεγάλης στρατιάς της Τροίας ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο, ή και χιλιάδες άλλους που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άνδρες ή γυναίκες, να μιλά, να βρίσκεται μαζί τους και να τους εξετάζει; Δεν θα ήταν όλα αυτά ανείπωτη ευτυχία; Εκεί, πάντως, δεν θανατώνουν κάποιον επειδή ερευνά. Εκείνοι είναι και για πολλά άλλα πιο ευτυχισμένοι από αυτούς που βρίσκονται εδώ, για το λόγο ακόμα ότι τον υπόλοιπο χρόνο μένουν αθάνατοι, αν όσα λέγονται, βέβαια, αληθεύουν. Αλλά κι εσείς πρέπει, άνδρες δικαστές, να βλέπετε αισιόδοξα το θάνατο και να πιστεύετε ότι αληθεύει το ότι δεν είναι δυνατό ένας καλός άνθρωπος να πάθει κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι οι θεοί δεν παραμελούν να φροντίζουν για τις υποθέσεις του. Και ούτε αυτά που μου συνέβησαν τώρα έγιναν τυχαία, αλλά μου φαίνεται ότι το να πεθάνω και το να απαλλαγώ από τα πράγματα είναι το καλύτερο. Γι' αυτό και το θεϊκό σημάδι δεν με απέτρεψε καθόλου, και δεν κρατάω καμιά κακία σ' εκείνους που με καταδίκασαν και στους κατηγόρους μου. Παρόλο που δεν με καταδίκασαν και δεν με κατηγόρησαν με αυτήν τη σκέψη, ότι δηλαδή θα ήταν προτιμότερο να πεθάνω παρά να ζω, αλλά επειδή πίστευαν ότι έτσι θα με έβλαπταν. Γι' αυτό είναι κατακριτέοι.
Αυτό το παράπονο εκφράζω γι' αυτούς και θα τους παρακαλέσω γι' αυτήν τη χάρη: τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε, άνδρες, στενοχωρώντας τους με εκείνα που σας στενοχώρησα κι εγώ, αν σας φανούν ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τα χρήματα ή για κάποιο άλλο πράγμα και όχι για την αρετή. Και αν νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν είναι, να τους επικρίνετε, όπως κι εγώ εσάς, που δεν φροντίζουν για όσα πρέπει και που νομίζουν ότι είναι κάποιοι ενώ δεν αξίζουν τίποτε. Αυτά να κάνετε, και ό,τι πάθω εγώ και οι γιοι μου από εσάς θα το έχω πάθει δίκαια.
Mα τώρα πλέον είναι ώρα να φύγουμε, εγώ να πεθάνω κι εσείς να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν στο καλύτερο, δεν το γνωρίζει κανείς παρά μόνο ο θεός.» (8)
Ιερώνυμος Μπος, «Ecce homo», 1476 ή μεταγενέστερο.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Χωρίς αμφιβολία η δίκη του Σωκράτη, όπως και η Δίκη του Ιησού Χριστού αποτέλεσε αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό γεγονός στην παγκόσμια ιστορία.
Για το πολυσήμαντο αυτό γεγονός της Δίκης και των δύο ανδρών χύθηκαν πολλοί τόνοι μελάνης και οι αιώνες υποκλίθηκαν μπροστά στο κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός!
Όπως αντιλαμβάνονται οι καλόπιστοι αναγνώστες επειδή βιβλιογραφικά το θέμα αυτό έχει καλυφθεί από μυριάδες συγγραφείς, θα καταχωρίσουμε παρακάτω τα όσα έγραψαν ακριβώς οι τέσσερις Ευαγγελιστές, έχοντες προ οφθαλμών το πρωτότυπο, αλλά και την νεοελληνική απόδοση, που έχει κάνει η Ελληνική Βιβλική Εταιρεία (9).
1. ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο Ιησούς στο μεγάλο συνέδριο
57 Αυτοί που συλλάβανε τον Ιησού τον έσυραν στον αρχιερέα Καϊάφα, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. 58 Ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά ως την αυλή στο παλάτι του αρχιερέα' εκεί μπήκε μέσα και κάθισε με τους υπηρέτες, περιμένοντας να δει τι θ' απογίνει.
59 Οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και όλα τα μέλη του συνεδρίου ζητούσαν να βρουν μια ψεύτικη μαρτυρία σε βάρος του Ιησού, για να τον καταδικάσουν σε θάνατο. 60 Παρουσιάστηκαν πολλοί ψευδομάρτυρες, αλλά δε βρήκαν την κατηγορία που ήθελαν. Τελικά όμως παρουσιάστηκαν δύο ψευδομάρτυρες, που έλεγαν: 61 «Αυτός είπε, "μπορώ να γκρεμίσω το ναό του Θεού και μέσα σε τρεις μέρες να τον ξαναχτίσω"». 62 0 αρχιερέας σηκώθηκε και του είπε: «Δεν έχεις να πεις τίποτα; Τι είναι αυτά που σε κατηγορούν;» 63 0 Ιησούς όμως σιωπούσε. Κι ο αρχιερέας του είπε: «Σε εξορκίζω στο όνομα του αληθινού Θεού, να μας πεις αν εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού». 64«Είμαι», του λέει ο Ιησούς, «όπως μόνος σου το είπες. Και σας λέω πως σύντομα θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού». 65Διέρρηξε τότε τα ιμάτια του από αγανάκτηση ο αρχιερέας και είπε: «Αυτό είναι βλασφημία στο Θεό. Τι μας χρειάζονται τώρα πια οι μάρτυρες; Nα, μόλις τώρα ακούσατε τα βλάσφημα λόγια του. 66 Ti απόφαση παίρνετε;» Κι αυτοί αποκρίθηκαν: «Είναι ένοχος και πρέπει να θανατωθεί». 67 Τότε τον έφτυσαν στο πρόσωπο και τον χτύπησαν, ενώ άλλοι του έδιναν ραπίσματα 68λέγοντας: «Μεσσία, σαν "προφήτης που είσαι, πες μας ποιος σε χτύπησε;»
Η άρνηση του Πέτρου
69Στο μεταξύ, ο Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή. Εκεί τον πλησίασε μια δούλη και του είπε: «Ήσουν κι εσύ μαζί με τον Ιησού το Γαλιλαίο». 70Αυτός όμως αρνήθηκε μπροστά σ' όλους αυτούς λέγοντας: «Δεν ξέρω τι λες». 71Την ώρα όμως που πήγαινε στην αυλόπορτα, τον είδε μια άλλη δούλη, και τους λέει: «Ήταν κι αυτός εκεί με τον Ιησού το Ναζωραίο». 72Και πάλι αυτός αρνήθηκε, ορκίστηκε μάλιστα: «Δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο». 73Ύστερα από λίγο πλησίασαν οι παρευρισκόμενοι κι είπαν στον Πέτρο: «Ασφαλώς είσαι κι εσύ απ' αυτούς· σε προδίνει ο τρόπος που μιλάς». 74Τότε εκείνος άρχισε να ορκίζεται: «0 Θεός να με τιμωρήσει αν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο!» Κι αμέσως τότε λάλησε ο πετεινός. 75 Και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια που του είχε πει ο Ιησούς: «Πριν λαλήσει ο πετεινός, θ' αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις». Βγήκε τότε έξω και έκλαψε πικρά.
Ο Ιησούς παραδίνεται στον Πιλάτο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Όταν ξημέρωσε, συνεδρίασαν όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του συνεδρίου κι αποφάσισαν να καταδικάσουν σε θάνατο τον Ιησού. 2Αφού λοιπόν τον έδεσαν, τον πήγαν και τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, το Ρωμαίο διοικητή.
Η αυτοκτονία του Ιούδα
3 Όταν ο Ιούδας που τον είχε προδώσει έμαθε πως καταδικάστηκε ο Ιησούς, μεταμελήθηκε επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους του συνεδρίου 4 και τους είπε: «Αμάρτησα, γιατί έστειλα στο θάνατο έναν αθώο». Εκείνοι όμως του αποκρίθηκαν: «Κι εμάς τι μας νοιάζει; Δικό σου είναι το κρίμα». 5 0 Ιούδας τότε πέταξε τα αργύρια στο ναό, έφυγε και πήγε και κρεμάστηκε. 6 Οι αρχιερείς μάζεψαν τα αργύρια και είπαν: «Αυτά τα χρήματα στάζουν αίμα και δεν επιτρέπεται να μπουν στο χρηματοκιβώτιο του ναού». 7 Έκαναν σύσκεψη κι αποφάσισαν ν' αγοράσουν μ' αυτά το χωράφι του κεραμέα, για να θάβουν εκεί τους ξένους. 8 Γι' αυτό, το χωράφι εκείνο ονομάστηκε «Αγρός Αίματος», κι έτσι λέγεται ως τα σήμερα. 9 Βγήκε έτσι αληθινό αυτό που είχε προφητέψει ο Ιερεμίας: Και πήραν τα τριάντα αργύρια, όσο τον εκτίμησαν οι Ισραηλίτες πως αξίζει, 10 και τα έδωσαν για το χωράφι του κεραμέα, όπως με πρόσταξε ο Κύριος.
Η καταδίκη του Ιησού
11 0 Ιησούς στάθηκε μπροστά στο Ρωμαίο διοικητή, κι εκείνος άρχισε την ανάκριση: «Εσύ είσαι λοιπόν ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Ναι, όπως το λες». 12Άρχισαν τότε να τον κατηγορούν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, μα αυτός δεν έδινε καμιά απάντηση. 13«Δεν ακούς πόσα σου καταμαρτυρούν;» του λέει ο Πιλάτος. 14 0 Ιησούς όμως δεν έδινε καμιά απάντηση, κι ο διοικητής απόρησε πολύ γι' αυτό.
15Υπήρχε η συνήθεια κάθε Πάσχα να ελευθερώνει ο Ρωμαίος διοικητής έναν φυλακισμένο, όποιον θα του ζητούσε ο λαός. 16 Στις φυλακές βρισκόταν τότε ένας πασίγνωστος φυλακισμένος, που λεγόταν Bα-ραββάς. 17 Όταν συγκεντρώθηκε λοιπόν το πλήθος, ο Πιλάτος τους ρώτησε: «Ποιον θέλετε να ελευθερώσω; Το Βαρραβά ή τον Ιησού, που τον λένε και Μεσσία;» 18 Γιατί είχε καταλάβει πως από φθόνο και μόνο τού είχαν παραδώσει τον Ιησού.
19 Ενώ καθόταν στη δικαστική του έδρα, η γυναίκα του του έστειλε με κάποιον ετούτο το μήνυμα: «Μην κάνεις τίποτα εναντίον αυτού του αθώου, γιατί πολύ ταλαιπωρήθηκα απόψε στ’ όνειρο μου εξαιτίας του».
20 Στο μεταξύ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του συνεδρίου έπεισαν το πλήθος να ζητήσουν να ελευθερωθεί ο Βαρραβάς και να θανατωθεί ο Ιησούς. 21 Όταν λοιπόν τους ξαναρώτησε ο διοικητής: «Ποιον από τους δύο θέλετε να σας ελευθερώσω;» το πλήθος αποκρίθηκε: «Το Βαρραβά!» 22Τους λέει ο Πιλάτος: «Και τι να τον κάνω τον Ιησού, που τον λένε Χριστό;» Κι όλοι του λένε: «Να σταυρωθεί!» 23Ο Πιλάτος ξαναρωτά: «Γιατί; Τι κακό έκανε;» Το πλήθος όμως κραύγαζε με περισσότερη δύναμη: «Να σταυρωθεί!»
24Όταν είδε ο Πιλάτος πως έτσι δεν πετυχαίνει τίποτα, αλλά αντίθετα γίνεται περισσότερη αναταραχή, πήρε νερό και ένιψε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος, λέγοντας: «Εγώ είμαι αθώος για το αίμα αυτού του δικαίου· το κρίμα πάνω σας». 25Τότε αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε: «Το αίμα του πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας». Έτσι τους απέλυσε το Βαρραβά, ενώ τον Ιησού τον μαστίγωσε και τον παρέδωσε να σταυρωθεί.»
2. ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο Ιησούς στο μεγάλο συνέδριο
«… 53. Έσυραν τον Ιησού στον αρχιερέα εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. 54 Ο Πέτρος τον ακολούθησε από μακριά μέχρι μέσα στην αυλή, στο παλάτι του αρχιερέα εκεί κάθισε με τους υπηρέτες και ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά.
55 Οι αρχιερείς κι ολόκληρο το συνέδριο αναζητούσαν μια μαρτυρία εναντίον του Ιησού, ώστε να τον καταδικάσουν σε θάνατο, αλλά δεν έβρισκαν. 56 Πολλοί τον κατηγορούσαν με ψεύτικες μαρτυρίες, μα οι μαρτυρίες δε συμφωνούσαν μεταξύ τους. 57 Παρουσιάστηκαν τότε μερικοί ψευδομάρτυρες και είπαν εναντίον του: 58 «Εμείς τον ακούσαμε να λέει: "εγώ θα γκρεμίσω αυτόν το ναό, που έγινε από ανθρώπινα χέρια, και οε τρεις μέρες θα οικοδομήσω άλλον, που δε θα τον έχουν φτιάξει ανθρώπινα χέρια"».59Αλλά και σ' αυτό δε συμφωνούσαν οι μαρτυρίες τους. 60Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας στη μέση και ρώτησε τον Ιησού: «Δεν έχεις να πεις τίποτε; Τι είναι αυτά που σε κατηγορούν;» 61 ο Ιησούς όμως σιωπούσε και δεν έδινε καμιά απάντηση. Πάλι ο αρχιερέας τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του ευλογημένου Θεού;» 620 Ιησούς απάντησε: «Εγώ είμαι. Και θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού, και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού». 630 αρχιερέας τότε διέρρηξε τα ιμάτια του και είπε: «Τι μας χρειάζονται τώρα πια οι μάρτυρες; 64Ακούσατε, βέβαια, τα βλάσφημα λόγια του. Τι απόφαση παίρνετε;» Και όλοι έκριναν πως είναι ένοχος και πρέπει να θανατωθεί.
65 Μερικοί τότε άρχισαν να τον φτύνουν. Του σκέπαζαν το πρόσωπο, τον χαστούκιζαν και τον ρωτούσαν: «Αφού είσαι προφήτης, πες μας ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε». Επίσης και οι υπηρέτες τού έδιναν ραπίσματα.
Η άρνηση του Πέτρου
66Ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, έρχεται μια από τις δούλες του αρχιερέα, 67και βλέποντας τον να ζεσταίνεται, τον κοίταξε και του είπε: «Ήσουν κι εσύ μαζί με τον Ιησού το Ναζαρηνό». 68Αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Ούτε ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες». Βγήκε έξω στο προαύλιο και τότε λάλησε ο πετεινός.
69 Η δούλη που τον είδε άρχισε πάλι να λέει σ' αυτούς που βρίσκονταν εκεί: «Είναι κι αυτός από κείνους». 70 0 Πέτρος όμως πάλι αρνιόταν. Ύστερα από λίγο πάλι οι παρευρισκόμενοι του έλεγαν: «Ασφαλώς κι εσύ είσαι απ' αυτούς, γιατί είσαι Γαλιλαίος το δείχνει και η προφορά σου». 71 Ο Πέτρος όμως άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει αν ξέρω αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάτε». 72Κι αμέσως για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός. Θυμήθηκε τότε ο Πέτρος τι του είχε πει ο Ιησούς ότι δηλαδή πριν λαλήσει δυο φορές ο πετεινός, τρεις φορές θ' αρνηθείς πως με ξέρεις. Και άρχισε να κλαίει.
Ο Ιησούς στον Πιλάτο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I5
Νωρίς το πρωί οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς κι ολόκληρο το συνέδριο συγκεντρώθηκαν και πήραν την απόφαση: έδεσαν τον Ιησού, και τον πήγαν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I5
Νωρίς το πρωί οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς κι ολόκληρο το συνέδριο συγκεντρώθηκαν και πήραν την απόφαση: έδεσαν τον Ιησού, και τον πήγαν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.
2 Ο Πιλάτος τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» 0 Ιησούς του αποκρίθηκε: «Ναι*, όπως το λες».3 Οι αρχιερείς τότε τον κατηγορούσαν για πολλά. Ο Ιησούς όμως δεν έδωσε καμιά απόκριση.4 0 Πιλάτος πάλι τον ρώτησε: «Τίποτα δεν αποκρίνεσαι; Κοίτα για πόσα σε κατηγορούν».5 Ο Ιησούς όμως δεν αποκρίθηκε πια τίποτε, έτσι που ο Πιλάτος να απορεί.
6 Κάθε Πάσχα ο Πιλάτος απέλυε ένα φυλακισμένο, όποιον ζητούσε ο λαός. 7Ήταν τότε φυλακισμένος κάποιος που λεγόταν Βαραββάς, μαζί με άλλους στασιαστές, που κατά την εξέγερση είχαν διαπράξει φόνο. 8Το πλήθος άρχισε να ζητάει με κραυγές να κάνει ο Πιλάτος αυτό που έκανε πάντα. 9 0 Πιλάτος τους ρώτησε: «θέλετε να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» 10Είχε καταλάβει ότι από φθόνο τού τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς. 11 Οι αρχιερείς όμως ξεσήκωσαν τα πλήθη να προτιμήσουν να τους ελευθερώσει το Βαραββά. 12Ο Πιλάτος τους ξαναρώτησε: «Τι θέλετε, λοιπόν, να κάνω αυτόν που ονομάζετε βασιλιά των Ιουδαίων;» 13Αυτοί πάλι φώναζαν: «Σταύρωσέ τον!» 14«Μα γιατί, τι κακό έκανε;» τους έλεγε ο Πιλάτος. Αυτοί όμως με περισσότερη δύναμη κραύγαζαν: «Σταύρωσέ τον!»
15 Κι επειδή ο Πιλάτος ήθελε να ικανοποιήσει τα πλήθη, τους ελευθέρωσε το Βαραββά, ενώ τον Ιησού τον μαστίγωσε και τον παρέδωσε να σταυρωθεί.»
----
* Συ είπας (σ.σ. Αυτή ήταν η πραγματική απάντηση του Ιησού, πράγμα που σημαίνει ότι δεν εβεβαίωσε τα λόγια του Πιλάτου.
3. ΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οι εμπαιγμοί κατά του Ιησού
«… 63 Οι άντρες που κρατούσαν τον Ιησού, τον περιγελούσαν και τον έδερναν. 64Του είχαν καλύψει το κεφάλι, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και τον ρωτούσαν: «Μάντεψε ποιος σε χτύπησε;» 65 Κι άλλα πολλά του έλεγαν βλαστημώντας τον.
Ο Ιησούς στο μέγα συνέδριο
66Όταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον έσυραν στο συνέδριο τους. 67 Εκεί τον ρωτούσαν: «Πες μας, εσύ είσαι ο Χριστός;» Εκείνος τους απάντησε: «Αν σας το πω δε θα με πιστέψετε, 68Ki αν σας ρωτήσω δεν θα μου απαντήσετε, ούτε θα με ελευθερώσετε. 69 Από τώρα όμως, ο Υιός του Ανθρώπου θα κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού». 70 Είπαν τότε όλοι: «Εσύ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;» Κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι, όπως ακριβώς το λέτε». 71 Κι εκείνοι είπαν: «Τι μας χρειάζονται πια οι μάρτυρες; Το ακούσαμε οι ίδιοι από το στόμα του».
Ο Ιησούς στον Πιλάτο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23
Τότε όλα τα μέλη του συνεδρίου σηκώθηκαν και έσυραν τον Ιησού στον Πιλάτο. 2 Εκεί άρχισαν να τον κατηγορούν λέγοντας: «Αυτόν εδώ τον πιάσαμε να ξεσηκώνει το λαό μας, να τον εμποδίζει να πληρώνει τους φόρους στον αυτοκράτορα, και να ισχυρίζεται για τον εαυτό του πως είναι ο βασιλιάς, ο Μεσσίας». 3 Ο Πιλάτος τότε τον ρώτησε: «Ώστε εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Ναι, όπως το λες». 4Τότε ο Πιλάτος είπε στους αρχιερείς και στον όχλο: «Δεν βρίσκω καμιά αιτία καταδίκης αυτού του ανθρώπου». 5 Εκείνοι όμως επέμεναν, και έλεγαν ότι αναστατώνει το λαό με όσα διδάσκει σε όλη την Ιουδαία. «Αρχισε από τη Γαλιλαίο και έφτασε ως εδώ», έλεγαν.
Ο Ιησούς στον Ηρώδη
6 Όταν ο Πιλάτος άκουσε για Γαλιλαίο, ρώτησε να μάθει αν ο άνθρωπος αυτός είναι Γαλιλαίος. 7 Κι όταν διαπίστωσε ότι υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδη, τον παρέπεμψε στον Ηρώδη, που ήταν κι αυτός στα Ιεροσόλυμα εκείνες τις ήμερες.
8 Όταν ο Ηρώδης είδε τον Ιησού, χάρηκε πολύ. Γιατί από αρκετό καιρό ήθελε να τον δει, ύστερα από τα πολλά που άκουγε γι' αυτόν έλπιζε μάλιστα να τον δει να κάνει και κανένα θαύμα. 9Του έκανε πολλές ερωτήσεις, αυτός όμως δεν του έδινε καμιάν απάντηση. 10 Εκεί βρίσκονταν και οι αρχιερείς και οι γραμματείς, οι οποίοι τον κατηγορούσαν με πολύ πείσμα. 11Τότε ο Ηρώδης με τους στρατιώτες του, αφού τον εξευτέλισε και τον περιγέλασε, τον έντυσε με μια μεγαλόπρεπη στολή και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο. 12 Εκείνη την ημέρα μάλιστα ο Ηρώδης και ο Πιλάτος συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους· πρωτύτερα οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές.
Η καταδίκη του Ιησού σε θάνατο
13 0 Πιλάτος συγκάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες των Ιουδαίων και το λαό 14 και τους είπε: «Μου φέρατε εδώ αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ξεσηκώνει το λαό. Είδατε, τον ανέκρινα μπροστά σας και δεν τον βρήκα ένοχο για τίποτε απ' όσα τον κατηγορείτε· 15ούτε όμως κι ο Ηρώδης, στον οποίο σας παρέπεμψα. Είναι φανερό ότι δεν έκανε τίποτε που ν’ αξίζει την καταδίκη του σε θάνατο. 16 Γι' αυτό, λοιπόν, θα τον βασανίσω και θα τον απολύσω». 17Αυτό το είπε γιατί ένα έθιμο υποχρέωνε τον Πιλάτο κατά την γιορτή να ελευθερώνει έναν φυλακισμένο για χάρη τους. 18Όλο μαζί όμως το πλήθος κραύγαζε και έλεγε: «θανάτωσε τον αυτόν κι ελευθέρωσε μας το Βαραββά». 19 Ο Bαραββάς είχε ριχτεί στη φυλακή για κάποια εξέγερση που είχε γίνει στην πόλη και για φόνο. 20 Ο Πιλάτος, λοιπόν, επειδή ήθελε να ελευθερώσει τον Ιησού, τους μίλησε ξανά' 21 αυτοί όμως φώναζαν κι έλεγαν: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσε τον!» 22 0 Πιλάτος τους είπε για τρίτη φορά: «Τι κακό έκανε ο άνθρωπος; Δεν του βρήκα τίποτα που να επισύρει τη θανατική καταδίκη· θα τον βασανίσω, λοιπόν, και θα τον ελευθερώσω».23 Εκείνοι όμως επέμεναν με δυνατές φωνές ζητώντας να σταυρωθεί ο Ιησούς. Οι φωνές οι δικές τους και των αρχιερέων υπερίσχυαν 24 κι έτσι ο Πιλάτος αποφάσισε να κάνει δεκτό το αίτημα τους. 25 Τους ελευθέρωσε αυτόν που ζητούσαν, το Βαραββά, που ήταν φυλακισμένος για εξέγερση και φόνο· και τον Ιησού τους τον παρέδωσε να τον κάνουν ό,τι ήθελαν.».
4. ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο Ιησούς οδηγείται στον Άννα
«…12 Οι στρατιώτες με το χιλίαρχο και οι Ιουδαίοι φρουροί συνέλαβαν τότε τον Ιησού, τον έδεσαν 13 και τον έφεραν πρώτα στον Άννα. Αυτός ήταν πεθερός του Καϊάφα, που είχε για κείνη τη χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα. 14 Ο Καϊάφας ήταν εκείνος που είχε δώσει τη συμβουλή στους Ιουδαίους άρχοντες, ότι συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για το καλό ολόκληρου του λαού.
Ο Πέτρος αρνείται τον Ιησού
15 0 Σίμων Πέτρος κι ένας άλλος μαθητής ακολουθούσαν τον Ιησού. Αυτός ο άλλος μαθητής ήταν γνωστός του αρχιερέα κι έτσι μπήκε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα. 16 Ο Πέτρος όμως στεκόταν απ' έξω, κοντά στην πόρτα. Βγήκε, λοιπόν, εκείνος ο άλλος μαθητής ο γνωστός του αρχιερέα, μίλησε στη θυρωρό, κι εκείνη άφησε τον Πέτρο να μπει. 17 Ρωτάει τότε τον Πέτρο η νεαρή υπηρέτρια, η θυρωρός: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;» Λέει εκείνος: «Όχι, δεν είμαι». 18 Εκεί στέκονταν οι δούλοι και οι φρουροί και, επειδή έκανε κρύο, είχαν ανάψει φωτιά και ζεσταίνονταν. Ήταν κι ο Πέτρος μαζί τους· στεκόταν κι αυτός και ζεσταινόταν.
Ο Άννας ανακρίνει τον Ιησού
19 Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδασκαλία του. 20 0 Ιησούς του απάντησε: «Εγώ μίλησα φανερά στον κόσμο. Μιλούσα πάντοτε στις 'συναγωγές και στο ναό, όπου μαζεύονταν πάντοτε οι Ιουδαίοι· κρυφά δεν εδίδαξα τίποτε. 21Τι ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που άκουσαν τι τους είπα. Αυτοί ξέρουν εγώ τι είπα». 22 Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ένας από τους φρουρούς, που ήταν εκεί κοντά, έδωσε ένα ράπισμα στον Ιησού και του είπε: «Έτσι απαντάς στον αρχιερέα;» 23 «Αν είπα κάτι κακό», του απάντησε ο Ιησούς, «πες ποιο ήταν αυτό- αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;» 24 Τότε ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον αρχιερέα Καϊάφα.
Ο Πέτρος αρνείται και πάλι τον Ιησού
25Εκεί, λοιπόν, που ο Σίμων Πέτρος στεκόταν και ζεσταινόταν, του λένε: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές εκείνου;» Αυτός αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». 26Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, συγγενής εκείνου που του έκοψε ο Πέτρος το αυτί: «Δε σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;» 27 0 Πέτρος πάλι αρνήθηκε, κι αμέσως τότε λάλησε ένας πετεινός.
0 Ιησούς οδηγείται στον Πιλάτο
28 Μετά, οδήγησαν τον Ιησού από το σπίτι του Καϊάφα στο πραιτώριο. Ήταν νωρίς το πρωί. Οι Ιουδαίοι όμως δεν μπήκαν στο πραιτώριο για να μη βεβηλωθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα καθαροί. 290 Πιλάτος βγήκε έξω και τους λέει: «Για ποιο αδίκημα κατηγορείτε αυτόν τον άνθρωπο;» 30 Του αποκρίθηκαν: «Αν δεν ήταν κακοποιός, δε θα τον παραδίναμε σ' εσένα». 31Τους λέει τότε ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με το νόμο σας». Του λένε οι Ιουδαίοι: «Σ' εμάς δεν επιτρέπεται να επιβάλουμε ποινή θανάτου σε κανέναν». 32Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει ο Ιησούς, δηλώνοντας με τι είδους θάνατο θα πέθαινε.
330 Πιλάτος μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο, διέταξε να φέρουν τον Ιησού και τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» 340 Ιησούς αποκρίθηκε: «Το ρωτάς αυτό από μόνος σου ή σου έχουν μιλήσει άλλοι για μένα;» 35«Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος;» του απάντησε ο Πιλάτος· «ο λαός ο δικός σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ' εμένα· τι έκανες, λοιπόν;» 36 0 Ιησούς απάντησε: «Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται απ' αυτόν τον κόσμο· αν ή βασιλεία μου προερχόταν απ' αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων αρχόντων. Αλλά η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από 'δώ». 37 Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Είσαι, λοιπόν, βασιλιάς;» «Ναι, είμαι βασιλιάς, όπως το λες», αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Εγώ γι' αυτό γεννήθηκα και γι' αυτό ήρθα στον κόσμο, για να φανερώσω την αλήθεια· όποιος αγαπάει την αλήθεια καταλαβαίνει τα λόγια μου». 38Του λέει ο Πιλάτος: «Και τι είναι αλήθεια;»
0 Ιησούς καταδικάζεται σε θάνατο
Όταν το είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω στους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δεν βρίσκω κανένα λόγο για να τον καταδικάσω. 39Άλλωστε, υπάρχει μια συνήθεια σ' εσάς, να ελευθερώνω για χάρη σας έναν υπόδικο στη γιορτή του Πάσχα, θέλετε, λοιπόν, να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» «Όλοι όμως άρχισαν να φωνάζουν πάλι και να λένε: «Όχι αυτόν! Το Βαραββά!» Κι ήταν ο Βαραββάς ληστής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Τότε διέταξε ο Πιλάτος και πήραν τον Ιησού και τον μαστίγωσαν. 2 Οι στρατιώτες έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν στο κεφάλι του, τον τύλιξαν μ' έναν κατακόκκινο μανδύα 3 και του έλεγαν: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!» και τον χτυπούσαν στο πρόσωπο. 4 0 Πιλάτος βγήκε πάλι έξω προς τους Ιουδαίους και τους λέει: «Κοιτάξτε, σας τον φέρνω εδώ έξω για να δείτε κι εσείς πως δεν μπόρεσα να του βρω καμία αιτία για να τον καταδικάσω». 5 Έφεραν, λοιπόν, έξω τον Ιησού, που φορούσε το αγκάθινο στεφάνι και τον κατακόκκινο μανδύα. Τους λέει ο Πιλάτος: «Ιδού ο άνθρωπος!» 6 Όταν όμως τον είδαν έτσι οι αρχιερείς και οι φρουροί του ναού, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον εγώ δεν του βρίσκω καμιά αιτία καταδίκης». 7 Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας πρέπει να πεθάνει, γιατί ισχυρίστηκε πως είναι Υιός Θεού».
8 Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτόν το λόγο, φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. 9 Μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του 'δωσε απόκριση. 10Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Σ' εμένα δεν αποκρίνεσαι; Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία να σε σταυρώσω, όπως έχω και εξουσία να σε αφήσω ελεύθερο;» 110 Ιησούς του αποκρίθηκε: «Δεν θα είχες καμία εξουσία πάνω μου, αν δεν σου είχε δοθεί από το Θεό γι' αυτό, εκείνος που με παρέδωσε σ' εσένα έχει μεγαλύτερο κρίμα από το δικό σου». 12 Ο Πιλάτος, ακούγοντας αυτά τα λόγια, προσπάθησε για άλλη μια φορά να βρει τρόπο να τον αφήσει ελεύθερο· οι Ιουδαίοι όμως κραύγαζαν κι έλεγαν: «Αν ελευθερώσεις αυτόν, δεν μπορείς να είσαι φίλος του αυτοκράτορα· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά, είναι εχθρός του αυτοκράτορα».
13 Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού κι ο ίδιος κάθισε στην έδρα του δικαστή, στο τόπο που ονομάζεται Λιθόστρωτο —στα εβραϊκά «Γαββαθά». 14 Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Λέει λοιπόν ο Πιλάτος στους Ιουδαίους: «Να ο βασιλιάς σας!» 15 Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν με κραυγές: «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Τον βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε άλλον βασιλιά, εκτός από τον αυτοκράτορα». 16 Τότε κι ο Πιλάτος τους τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.» (10)
ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Πολλοί καλοπροαίρετοι μελετητές, που έχουν σκύψει με πολύ ενδιαφέρον στην σωκρατική, αλλά και στην χριστιανική αντίληψη της ζωής των, όταν κάνουν σύγκριση μεταξύ Σωκράτη και Ιησού λέγουν ορισμένα πράγματα τα οποία δεν βρίσκουν σύμφωνο όχι μόνο τον γράφοντα, αλλά και εκατομμύρια άλλους πιστούς χριστιανούς.
Επειδή, λοιπόν, το θέμα είναι πολύ σοβαρό, σπεύδουμε, εν τω μέτρω του δυνατού, να αποκαταστήσουμε την ιστορική αλήθεια απαριθμώντας ένα προς ένα τα σημαντικότερα επιχειρήματα , που προβάλουν οι αυστηροί κριτές της ζωής είτε του Σωκράτους είτε του Ιησού.
1.Λέγουν ότι ο Σωκράτης ήταν ανώτερος από τον Χριστό διότι ο Σωκράτης, δια του θανάτου του, δεν περίμενε κάποια αναταπόδοση (π.χ. φωτοστέφανο δόξης, παράδεισο κλπ), ενώ ο Χριστός ανέμενε τον μετά θάνατον στέφανον της δόξης του Πατρός Του.
Το ως άνω επιχείρημα είναι έωλο, διότι ούτε ο Χριστός ανέμενε την μετά θάνατον επιβράβευσή του αφού ούτως ή άλλως, εγνώριζε ότι ήταν Θεός και ως εκ τούτου δεν υπήρχε λόγος να περιμένει κάτι που εκ των πραγμάτων είχε πριν κατέλθει στη Γη. Κατά συνέπειαν ό,τι έπραξε ο Χριστός, το έκανε χάριν της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και μόνον για τον άνθρωπο και δεν υπήρξε κανενός είδους λεγόμενη υστεροβουλία!
Και το κυριότερο: Ο ίδιος ο Σωκράτης όχι μόνο δείχνει να επιθυμεί τον θάνατο, αλλά, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, προς το τέλος της Απολογίας του, τι δεν θα έδινε κανείς να βρίσκεται δίπλα σε ιστορικές μορφές όπως, για παράδειγμα ο Ορφέας, ο Όμηρος και άλλοι.
Ας δούμε το απόσπασμα:
«Αν κάποιος, φτάνοντας στον Αδη και έχοντας απαλλαγεί από αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, βρει τους αληθινούς δικαστές που λένε ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό, τον Τριπτόλεμο και τους άλλους από τους ημίθεους που υπήρξαν δίκαιοι όσο έζησαν, θα άξιζε λίγο μια τέτοια αναχώρηση; Και, πάλι, ποιος από σας δεν θα έδινε οτιδήποτε για να βρεθεί κοντά στον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο; Εγώ πάντως πολλές φορές δέχομαι να θανατωθώ, αν όλα αυτά αληθεύουν.» (Πλάτωνος Απολογία Σωκράτους 40e 7-41a 8)
2. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Σωκράτης επέδειξε ανωτερότητα απέναντι του Ιησού, σε σχέση και των δύο προς τον θάνατο, αφού ο Σωκράτης ήταν γαλήνιος και ατάραχος, ενώ ο Χριστός διακατεχόταν από μεγάλη αγωνία: «και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22, 44).
Δεν θα περάσουμε στην εικoτολογία ή στα υποθετικά ερωτήματα του τύπου «δεν γνωρίζουμε πώς θα συμπεριφερόταν ο Σωκράτης αν ήταν κι αυτός 33 ετών, όπως ο Χριστός και όχι 70 χρόνων, όπως ο ίδιος (11), άρα έτσι κι αλλιώς ο μεγάλος Αθηναίος φιλόσοφος, σαν κατάδικος, ούτως ή άλλως ήταν φυσιολογικά τελειωμένος – κάτι που ο ίδιος ο Σωκράτης ισχυρίσθηκε και στη δίκη του (12)».
Το ως άνω επιχείρημα των επικριτών του Ιησού, που έχει να κάνει με την αγωνία του Χριστού, αν και αληθοφανής, εν τούτοις στερείται βάθρου ουσιαστικής δικαιολογίας διότι ο Ιησούς Χριστός, τουλάχιστον ως Θεός, εγνώριζε τι τον περίμενε στη συνέχεια (σύλληψη, δίκες, μαστιγώσεις, δαρμοί, προπηλακισμοί, εμπτυσμοί, στέφανος εξ ακανθών, επώδυνη μεταφορά σταυρού, σταύρωση, λογχισμοί κλπ ) κάτι που δεν αντιμετώπιζε ο Σωκράτης ο οποίος, εκ των πραγμάτων, ήταν νηφάλιος, αφού το μόνον που είχε να κάνει ήταν να πιει το κώνειο και όχι να βάλει καρφιά στο σώμα του! Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προβάλουν οι επικριτές του Ιησού είναι αβάσιμο.
3. Ορισμένοι κριτές της συμπεριφοράς Σωκράτη και Ιησού λέγουν πως ο Σωκράτης επέδειξε μία ανωτερότητα απέναντι του θανάτου, σε σχέση με αυτήν που επέδειξε ο Χριστός, διότι ήπιε με νηφαλιότητα το κώνειο και δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε στιγμή, για να είναι πιστός στους νόμους της πατρίδας του. Τουναντίον ο Χριστός στον Κήπο της Γεθσημανής «λύγισε» και είπε το περίφημο εκείνο: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ. 26, 39)
Αν και δεν είμεθα απολογητές του Χριστιανισμού, ωστόσο θα δεχθούμε καλοπροαίρετα την κριτική αυτή και δεν θα περάσουμε στην αντίληψη εκείνων που πιστεύουν ότι ορισμένοι επικριτές είναι υπέρ του δέοντος αυστηροί και μάλιστα, προκειμένου να προπαγανδίσουν τις ιδέες τους, δεν διστάζουν ν αποσιωπήσουν ακόμη και κείμενα του Ευαγγελίου. Και τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά.
Εμείς, βεβαίως, θα σταθούμε στο υποτιθέμενο «λύγισμα» του Ιησού και θα διαφωνήσουμε με τους καλοπροαίρετους επικριτές του, αφού η συνέχεια της παραπάνω φράσεως του Ιησού Χριστού είναι αποστομωτική, δεδομένου ότι λέει επί λέξει τα εξής: «πλην ουχ’ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως επιθυμείς συ). Τα ίδια ακριβώς αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο 14ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του.
Τούτο, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον σημαίνει ότι ο Χριστός απεδέχθη αμέσως τον θάνατό Του, ώστε να είναι πιστός ακόμη και στους θεϊκούς και όχι μόνο στους νόμους της πατρίδας του (13)
4. Οι επικριτές του Ιησού λέγουν ότι ο Σωκράτης απέδειξε την ανωτερότητά του απέναντι του Ιησού Χριστού και μέσω της διδασκαλίας του Αθηναίου φιλοσόφου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ηθικός χαρακτήρας των μαθητών του που δεν άφησαν τον Σωκράτη ούτε στιγμή μονάχο του, ακόμη και μέσα στη φυλακή, ενώ στην περίπτωση του Ιησού δεν είχαμε κάτι ανάλογο, αφού όλοι οι μαθητές του Ιησού Τον εγκατέλειψαν.
Σ’ αυτό το συμπέρασμα θα καταλήξει όποιος διαβάσει επιφανειακά όχι μόνον τα αρχαία ελληνικά, αλλά και τα βιβλικά κείμενα. Υπάρχουν, όμως ορισμένα πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί και είναι καλό να τα απαριθμήσουμε:
α) Ο Σωκράτης δεν είναι βέβαιον ότι έπλασε όλους τους μαθητές του δυναμικούς και ηθικούς χαρακτήρες, δεδομένου ότι έχουμε πολλές ενστάσεις για την συμπεριφορά ορισμένων εξ αυτών. Το γεγονός και μόνον ότι μερικοί μαθητές του Σωκράτη προέτρεπαν τον διδάσκαλό τους να δραπετεύσει από την φυλακή, αυτό και μόνο, ως παράδειγμα, σημαίνει ότι δεν ήσαν ηθικώς τέλειοι και ασφαλώς επέδειξαν ασέβεια απέναντι των νόμων της πατρίδος!
Χάριν και μόνον της ιστορίας, λοιπόν, μας δίδεται η ευκαιρία να θυμίσουμε στους καλοπροαίρετους αναγνώστες, τι έλεγε σε μία επιστολή της η εταίρα Θαΐδα προς τον όψιμο μελετητή της φιλοσοφίας και πρώην αγαπητικό της Ευθύδημο, η οποία, σχολιάζοντας την συμπεριφορά των εταιρών -και μάλιστα της Ασπασίας- απέναντι του Σωκράτους, έγραφε τα εξής: «σύγκρινον, εάν θέλης, Ασπασίαν την Εταίραν και Σωκράτην τον σοφιστήν και σκέψου ποίος εκ των δύο εμόρφωσε καλλιτέρους άνδρας. Της μεν μιας θα ίδης μαθητήν τον Περικλέα, του δε άλλου τον Κριτίαν (που έγινε τύραννος)»!.. (14).
Ο Ιησούς, παρά το γεγονός ότι έζησε σε μία εντελώς διαφορετική εποχή, που δεν ήταν η ελεύθερη αρχαία Αθήνα, αλλά η σκλαβωμένη από Ρωμαίους Παλαιστίνη και έχοντάς του απέναντι ένα πολύ σκληρό ιερατείο Ιουδαίων, Φαρισαίων και υποκριτών, εν τούτοις διαμόρφωσε ηθικώς τέλειους χαρακτήρες μαθητών, με εξαίρεση του προδότη Ιούδα, του οποίου ήταν γνωστή – και ύποπτη, ασφαλώς- η πορεία του.
Ο Χριστός, για να συνεχίσουμε το θέμα μας, είναι βέβαιον ότι ουδέποτε σκέφθηκε να δραπετεύσει από την πατρίδα του, όπως ακριβώς και ο Σωκράτης, που δεν θέλησε ούτε στιγμή να παραβεί τους νόμους της πολιτείας και πάντα συμμορφωνόταν μ’ αυτούς.
Το ίδιο, όμως, έπραξε και ο Χριστός, που όχι μόνον ήταν νομοταγής, αλλά την ώρα που ο μαθητής του Πέτρος έκοψε με ένα μαχαίρι το δεξί αυτί του Μάλχου, ενός δούλου του αρχιερέως, ο Χριστός αντέδρασε αμέσως και είπε προς τον Πέτρο: «βάλε την μάχαιραν εις την θήκην το ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο πατήρ ου μη πίω αυτό;» (Πέτρο, βάλε το μαχαίρι στη θήκη του το ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας μου δεν πρέπει να το πιω;) (15)
β) Ο Ιησούς δεν έμεινε ποτέ μονάχος από μαθητές. Ως γνωστόν ορισμένοι εξ αυτών τον ακολούθησαν μέχρι την Σταύρωσή Του, όπως για παράδειγμα ο Ιωάννης, που ήταν κάτω από τον σταυρωθέντα Ιησού μαζί με την Μητέρα του Κυρίου!
Ωστόσο, ακόμη και στις δύσκολες στιγμές του Ιησού υπήρχαν μαθητές που τον υποστήριζαν σε κάθε ενέργειά Του. Ακόμη και στον Κήπο της Γεθσημανής, όπως γράφουν τουλάχιστον όλοι οι Ευαγγελιστές, ο Ιησούς αμέσως μετά την προσευχή του, πήγε τρεις φορές και τους βρήκε να είναι εκεί στη θέση τους και από την θλίψη τους να κοιμούνται. Αμέσως δε τους έδωσε θάρρος λέγοντάς τους: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής» (16)
γ) Πολλοί επικριτές του Ιησού, για να δείξουν την ανωτερότητα του Σωκράτη, λέγουν ότι ο Αθηναίος φιλόσοφος υπηρέτησε την πατρίδα του, ενώ ο Χριστός δεν έπραξε κάτι παρόμοιο (!). Κι όχι μόνον… Στη μάχη της Ποτίδαιας (431 π.Χ.) ο Σωκράτης, παρά το γεγονός ότι την ημέρα πολεμούσε, επί μία ολόκληρη νύκτα είχε επικοινωνία με τον θεό. Και το ερώτημα: «Έπραξε τα ίδια ο Χριστός;»
Ελπίζω ότι η ως άνω επιχειρηματολογία είναι εκ του πονηρού διότι είναι γνωστόν ότι οι Ρωμαίοι δεν θα μπορούσαν να δεχθούν Εβραίους πολίτες στον στρατό τους, αφού η Παλαιστίνη, κατά τους χρόνους που έζησε ο Χριστός, ήταν κάτω απ’ την κυριαρχία τους.
Βεβαίως και ο Χριστός δεν πολεμούσε, αν και «πολέμησε» για τις ανθρώπινες ιδέες Του. Και ασφαλώς δεν ήταν φιλικά διακείμενος με όλους τους στρατούς του κόσμου, ένας άνθρωπος κατ’ εξοχήν ειρηνοποιός! Και πώς θα γινόταν διαφορετικά αφού η βάση της Διδασκαλίας του ήταν η αγάπη προς τον συνάνθρωπό του έστω και αν αυτός ήταν ο εχθρός του: Άλλωστε τι διεκήρυττε ο ίδιος; «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσι υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (17).
Το ερώτημα, όμως, που απευθύνουμε, λοιπόν, προς τους επικριτές του Ιησού, αλλά και σε όλους εκείνους τους ενσυνείδητους ή επαγγελματίες πολεμοχαρείς είναι το εξής:
-Και η Ελλάδα διαθέτει στρατό και μάλιστα για πολλούς αιώνες πέρασε «δια πυρός και σιδήρου» από τόσους και τόσους πολέμους. Πώς γίνεται, όμως, και πλημμυρίσαμε σήμερα από τόσες χιλιάδες και εκατομμύρια αλλοεθνείς, ώστε να «τρυπήσουν» τα σύνορά μας και η Ελλάδα να γεμίσει από «κάθε καρυδιάς καρύδια»;
Ας τ’ αφήσουμε αυτά και ας φιλοσοφήσουμε με νηφαλιότητα και ηρεμία. Εάν θέλουμε να βρούμε σε τι ομοιάζουν και σε τι διαφέρουν ο Σωκράτης με τον Ιησού, ένα είναι βέβαιον: Ο Σωκράτης ήταν άνθρωπος και ο Ιησούς Θεός!
Ιδού η μεγάλη αλήθεια!
Ιδού η μεγάλη διαφορά!…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Πρόκειται για τον μεγάλο Έλληνα και σύγχρονο φιλόσοφο, Ανδρέα Ηλία Μιχαλόπουλο, συγγραφέα 110 βιβλίων φιλοσοφικού περιεχομένου (!), πνευματικό πατέρα του γράφοντος..
2. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 19b 4
3. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 24b 8
4. Βλέπε: «Τα “υπό γης και ουράνια” διδάγματα του Σωκράτους!..»
5. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 27a 6
6. Bλέπε: «Ο μονοθεϊσμός του Σωκράτους»
7. Βλέπε: «Η αθανασία της ψυχής και ο Σωκράτης!»
8. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους, τελευταία παράγραφος.
9. «Η Αγία Γραφή (Καινή Διαθήκη)», Νεοελληνική απόδοση, Εκδόσεις Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας.
10. Όπως παραπάνω.
11 νυν πρώτον επί το δικαστήριον αναβέβηκα, έτη γεγονός εβδομήκοντα…» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 17d 3 )
12 «οράτε γαρ δη την ηλικίαν ότι πόρρω ήδη εστί του βίου θανάτου εγγύς» (Αν περιμένατε, όμως, λίγο καιρό, αυτό θα είχε γίνει. Γιατί βλέπετε την ηλικία μου, ότι είναι πολύ προχωρημένη και ότι ο θάνατος με πλησιάζει) (Πλάτωνος, Απολογία 38c 6)
13 Ότι ο Χριστός σεβόταν τους νόμους της πατρίδας του το επιβεβαιώνει αμέσως με την απάντηση που δίνει στους Φαρισαίους που πήγαν να τον παγιδεύσουν μέσω των μαθητών τους για να στραφεί εναντίον του Καλίσαρος, λέγοντας επί λέξει τα εξής: «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21).
14 Αλκίφρονος, Επιστολαί, Βιβλίον Δ΄, Επιστολή 7, 7,1.
15 Ιω. 18, 13.
16 Ματθ. 26, 41.
17 Ματθ. 5, 43-44.
2. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 19b 4
3. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 24b 8
4. Βλέπε: «Τα “υπό γης και ουράνια” διδάγματα του Σωκράτους!..»
5. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 27a 6
6. Bλέπε: «Ο μονοθεϊσμός του Σωκράτους»
7. Βλέπε: «Η αθανασία της ψυχής και ο Σωκράτης!»
8. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους, τελευταία παράγραφος.
9. «Η Αγία Γραφή (Καινή Διαθήκη)», Νεοελληνική απόδοση, Εκδόσεις Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας.
10. Όπως παραπάνω.
11 νυν πρώτον επί το δικαστήριον αναβέβηκα, έτη γεγονός εβδομήκοντα…» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 17d 3 )
12 «οράτε γαρ δη την ηλικίαν ότι πόρρω ήδη εστί του βίου θανάτου εγγύς» (Αν περιμένατε, όμως, λίγο καιρό, αυτό θα είχε γίνει. Γιατί βλέπετε την ηλικία μου, ότι είναι πολύ προχωρημένη και ότι ο θάνατος με πλησιάζει) (Πλάτωνος, Απολογία 38c 6)
13 Ότι ο Χριστός σεβόταν τους νόμους της πατρίδας του το επιβεβαιώνει αμέσως με την απάντηση που δίνει στους Φαρισαίους που πήγαν να τον παγιδεύσουν μέσω των μαθητών τους για να στραφεί εναντίον του Καλίσαρος, λέγοντας επί λέξει τα εξής: «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21).
14 Αλκίφρονος, Επιστολαί, Βιβλίον Δ΄, Επιστολή 7, 7,1.
15 Ιω. 18, 13.
16 Ματθ. 26, 41.
17 Ματθ. 5, 43-44.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.