Γύρω απ’ αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα, το Θείο και το ανθρώπινο, ο Καζαντζάκης υφαίνει έναν δικό του μύθο, παίρνοντας το μεγάλο ρίσκο. Ο Καζαντζάκης μνημονεύει τους νόμους και τους προφήτες που μιλούν διαρκώς για ενάρετους, άσπιλους και αμόλυντους ανθρώπους.... Που επικαλούνται έναν άνθρωπο που δεν υπήρξε, δεν υπάρχει κι ούτε θα υπάρξει ποτέ· έναν Θεό τιμωρό και εκδικητικό· έναν Θεό που αντί να τον υμνούν και να τον δοξάζουν πραγματικά, μάλλον τον μικραίνουν και τον δυσφημούν. Εκείνος στον Τελευταίο πειρασμό αποφασίζει να μιλήσει για τον άνθρωπο όπως είναι. Τον άνθρωπο που ο ίδιος πιστεύει και αγαπά πραγματικά, και το αποδεικνύει δίνοντάς του την επιλογή να κάνει την πορεία από το ένα άκρο στο άλλο. Να βυθιστεί στην αμαρτία και να εξαγνιστεί χάρη στη δική του θέληση, σε συνδυασμό με την αγάπη του Θεού και την επιθυμία του να του δώσει κι άλλες ευκαιρίες.
Μιλά για το Θεό που τον νιώθει κοντά του, «σπιτίσιο», «κοντινό», όπως βάζει να τον περιγράψει η γριά που συναντά ο Ιησούς στον δρόμο του προς το μοναστήρι στην έρημο: «… ο Θεός δε βρίσκεται στα μοναστήρια, βρίσκεται στα σπίτια των ανθρώπων! Όπου άνδρας και γυναίκα, εκεί και ο Θεός, όπου παιδιά κι έγνοιες και μαγερέματα και καβγάδες και φιλιωμοί, εκεί και ο Θεός. Μην ακούς τι λεν οι μουνούχοι. Τα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Αυτός που σου λέω εγώ, ο σπιτίσιος όχι ο μοναστηρίσιος, είναι ο αληθινός Θεός. Αυτόν να προσκυνάς. Ο άλλος για τους μουνούχους και τους τεμπέληδες…» Όπως τον αισθάνεται ο Ανδρέας από την ώρα που ακολουθά τον Δάσκαλο. «… Κι ο Ανδρέας ακολουθούσε τον καινούργιο δάσκαλο, και μέρα με τη μέρα ο κόσμος άλλαζε, γλύκαινε. Όχι ο κόσμος, η καρδιά του! Δεν ήταν πια αμαρτία το φαΐ και το γέλιο, η γης στερεώθηκε κι ο ουρανός σκύβει από πάνω της σαν πατέρας. Κι η μέρα του Κυρίου δεν είναι μέρα οργής και πυρκαγιάς, δεν είναι το τέλος του κόσμου. Είναι ο θέρος, ο τρύγος, ο γάμος, ο χορός. Είναι η ακατάπαυτη ανανεούμενη παρθενιά του κόσμου. Κάθε μέρα που ξημερώνει ξανακαινουριώνει η γης, και της ξαναδίνει ο θεός το λόγο του να την κρατάει στην άγια απαλάμη του…»
Η λαχτάρα της φίλιωσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου: ποιος, άραγε, καταλληλότερος για να πετύχει αυτή τη φίλιωση, αν όχι αυτός που είχε τη δυαδική υπόσταση; Αυτός, ο Υιός του Θεού και, ταυτόχρονα, ο Υιός του ανθρώπου;
....Είναι Αγάπη, Φώς καί Γνώση, αλλά είναι ΚΑΙ Δικαιοσύνη...μήν τό ξεχνάμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή