Το Οικογενειακό Δικαστήριο της Βαϊμάρης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα – που πλέον απαγορεύονται – συνιστούσαν παρόντα κίνδυνο για την ψυχική, σωματική και ψυχολογική ευημερία των παιδιών σε τέτοιο βαθμό ώστε, αν συνεχιζόταν χωρίς παρέμβαση, υπήρχε μεγάλη βεβαιότητα ότι θα προκαλούνταν σημαντική βλάβη....
«Δεν μπορεί να επιβληθεί ένας (τακτικός) εξαναγκασμός σε μαζικό έλεγχο ασυμπτωματικών ατόμων, δηλαδή υγιών ατόμων, για τα οποία δεν υπάρχει ιατρική ένδειξη, διότι είναι δυσανάλογος σε σχέση με το αποτέλεσμα που μπορεί να επιτευχθεί. Παράλληλα, ο τακτικός εξαναγκασμός σε εξέταση θέτει τα παιδιά υπό ψυχολογική πίεση, διότι με τον τρόπο αυτό δοκιμάζεται συνεχώς η ικανότητά τους να παρακολουθούν το σχολείο».
Απόδοση: Ελλήνων Αφύπνιση
Σε συνοπτικές διαδικασίες (Ref.: 9 F 148/21), το Οικογενειακό Δικαστήριο της Βαϊμάρης αποφάσισε στις 8 Απριλίου 2021 να απαγορεύσει σε δύο σχολεία της Βαϊμάρης με άμεση ισχύ να απαιτούν από τους μαθητές να φορούν καλύμματα μύτης-στόματος οποιουδήποτε είδους (ιδίως “ειδικευμένες” μάσκες όπως οι μάσκες FFP2)- απαγόρευσε επίσης στα σχολεία να απαιτούν τη συμμόρφωση με την τήρηση των ελάχιστων αποστάσεων AHA– και τους απαγόρευσε επίσης να απαιτούν από τους μαθητές να υποβάλλονται σε ταχείες εξετάσεις SARS–CoV-2. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η διδασκαλία στην τάξη πρέπει να γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο [δηλαδή όχι εξ αποστάσεως].
Επισυνάπτεται εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης (συμπεριλαμβανομένων τριών γνωμοδοτήσεων εμπειρογνωμόνων).
Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται στοιχεία σε γερμανικό δικαστήριο
σχετικά με την επιστημονική λογική και αναγκαιότητα των μέτρων που
επιβλήθηκαν κατά του Κορωνοϊού. Ως πραγματογνώμονες κατέθεσαν ο γιατρός
δημόσιας υγείας Prof. Dr. med Ines Kappstein, ο
ψυχολόγος Prof. Dr. Christof Kuhbandner και ο
βιολόγος Prof. Dr. rer. biol. hum. Ulrike Kämmerer.
Η δικαστική διαδικασία αφορά υπόθεση προστασίας παιδιών σύμφωνα με το άρθρο 1666 παράγραφοι 1 και 4 του γερμανικού αστικού κώδικα (BGB). Η διαδικασία κινήθηκε από μια μητέρα για τους δύο γιους της, ηλικίας 14 και 8 ετών, ενώπιον του Δημοτικού Δικαστηρίου – Οικογενειακό Τμήμα. Υποστήριξε ότι τα παιδιά της υφίστανται σωματική, ψυχολογική και εκπαιδευτική βλάβη χωρίς κανένα όφελος για τα παιδιά ή για τρίτους. Παράλληλα, παραβιάζονταν πολλά δικαιώματα των παιδιών και των γονέων τους που απορρέουν από το νόμο, το σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις.
Η διαδικασία βάσει του άρθρου 1666 του Αστικού Κώδικα μπορεί να κινηθεί αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από πρόταση οποιουδήποτε προσώπου, είτε εάν, για το συμφέρον του παιδιού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρέμβαση είναι αναγκαία σύμφωνα με το άρθρο 1697α του Αστικού Κώδικα, ελλείψει τέτοιας πρότασης.
Αφού εξέτασε την πραγματική και νομική κατάσταση και αξιολόγησε τις
γνωμοδοτήσεις των εμπειρογνωμόνων, το Οικογενειακό Δικαστήριο της
Βαϊμάρης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα – που πλέον απαγορεύονται –
συνιστούσαν παρόντα κίνδυνο για την ψυχική, σωματική και ψυχολογική
ευημερία των παιδιών σε τέτοιο βαθμό ώστε, αν συνεχιζόταν χωρίς
παρέμβαση, υπήρχε μεγάλη βεβαιότητα ότι θα προκαλούνταν σημαντική βλάβη.
Ο δικαστής διευκρίνισε: «Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι παρών εδώ. Διότι
για τα παιδιά όχι μόνο κινδυνεύει η διανοητική, σωματική και ψυχολογική
τους ευημερία από την υποχρέωση να φορούν μάσκες προσώπου κατά τη
διάρκεια των σχολικών ωρών και να κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους και από
άλλα πρόσωπα, αλλά έχουν ήδη υποστεί βλάβη.
Παράλληλα, παραβιάζονται πολλά δικαιώματα των παιδιών και των γονέων
τους που απορρέουν από το νόμο, το σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις.
Αυτό ισχύει ιδίως για το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της
προσωπικότητας και στη σωματική ακεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 του
βασικού νόμου, καθώς και για το δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 6 του
βασικού νόμου, στη γονική ανατροφή και φροντίδα (επίσης όσον αφορά τα
μέτρα υγειονομικής περίθαλψης και τα “αντικείμενα” που πρέπει να
μεταφέρουν τα παιδιά)….»
Με την απόφασή του, ο δικαστής επιβεβαίωσε την άποψη της μητέρας: «Τα παιδιά υφίστανται σωματική, ψυχολογική και εκπαιδευτική βλάβη, ενώ τα δικαιώματά τους παραβιάζονται χωρίς κανένα όφελος για τα ίδια τα παιδιά ή για τρίτους».
Σύμφωνα με το δικαστήριο, οι διευθυντές των σχολείων, οι εκπαιδευτικοί και άλλοι δεν μπορούσαν να επικαλεστούν τους περιφερειακούς κρατικούς κανονισμούς [δηλ. του “κρατιδίου”], στους οποίους βασίζονται τα μέτρα, διότι αυτοί είναι αντισυνταγματικοί και συνεπώς άκυροι. Αιτιολογία: παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, που εδράζεται στο συνταγματικό κράτος δικαίου (άρθρα 20, 28 του βασικού νόμου).
«Σύμφωνα με την αρχή αυτή, γνωστή και ως απαγόρευση της υπερβολής, τα μέτρα που αποσκοπούν στην επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού πρέπει να είναι κατάλληλα, αναγκαία και αναλογικά υπό στενή έννοια – δηλαδή: κατά τη στάθμιση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων τους. Τα επίμαχα μέτρα δεν είναι τεκμηριωμένα, κατά παράβαση του άρθρου 1 παράγραφος 2 του IfSG, και είναι ήδη ακατάλληλα για την επίτευξη του θεμελιωδώς νόμιμου σκοπού που επιδιώκουν, δηλαδή την αποφυγή υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας ή τη μείωση της συχνότητας μόλυνσης από τον ιό SARS-CoV- 2. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είναι, αυστηρά μιλώντας, δυσανάλογα, διότι τα σημαντικά μειονεκτήματα/παράπλευρες απώλειες που προκαλούνται από αυτά δεν αντισταθμίζονται από κάποιο αναγνωρίσιμο όφελος για τα ίδια τα παιδιά ή για τρίτους», δήλωσε ο δικαστής.
Ο δικαστής διευκρίνισε: «Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι οι εμπλεκόμενοι που θα πρέπει να δικαιολογήσουν την αντισυνταγματικότητα των επεμβάσεων στα δικαιώματά τους, αλλά, αντίθετα, το ελεύθερο κράτος της Θουριγγίας, το οποίο με τις διατάξεις του κρατικού δικαίου έχει επέμβει στα δικαιώματα των εμπλεκομένων, θα πρέπει να αποδείξει με τα απαραίτητα επιστημονικά στοιχεία ότι τα μέτρα που προβλέπει είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και, αν ναι, ότι είναι αναλογικά. Μέχρι στιγμής, αυτό δεν έχει γίνει ούτε στο ελάχιστο».
ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΩΦΕΛΕΙΑΣ ΑΠΌ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΜΑΣΚΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΡΙΤΟΥΣ
Με την αξιολόγησή της των πλήρων διεθνών δεδομένων σχετικά με τις
μάσκες η εμπειρογνώμονας καθηγήτρια Kappstein έπεισε το Δικαστήριο ότι
τα επιστημονικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν την ιδέα της
αποτελεσματικότητας των μασκών για τους υγιείς ανθρώπους που κυκλοφορούν
σε δημόσιο χώρο.
Η απόφαση αναφέρει: «Ομοίως, η “προστασία τρίτων” και η “μη αντιληπτή μετάδοση”, που χρησιμοποίησε το RKI [Ινστιτούτο Robert-Koch] για να δικαιολογήσει την “επαναξιολόγησή” του, δεν υποστηρίζονται από επιστημονικά στοιχεία. Η αληθοφάνεια, οι μαθηματικές εκτιμήσεις και οι υποκειμενικές εκτιμήσεις σε άρθρα γνώμης δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις κλινικές επιδημιολογικές μελέτες με βάση τον πληθυσμό. Οι πειραματικές μελέτες σχετικά με την απόδοση φιλτραρίσματος των μασκών και οι μαθηματικές εκτιμήσεις δεν είναι κατάλληλες για να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα στην πραγματική ζωή. Ενώ οι διεθνείς υγειονομικές αρχές υποστηρίζουν τη χρήση μάσκας σε δημόσιους χώρους, λένε επίσης ότι δεν υπάρχουν στοιχεία από επιστημονικές μελέτες που να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο.
Πράγματι, όλα τα επί του παρόντος διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι οι μάσκες δεν έχουν καμία επίδραση στη συχνότητα της μόλυνσης. Καμία από τις δημοσιεύσεις που αναφέρονται ως αποδεικτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των μασκών σε δημόσιους χώρους δεν επιτρέπει αυτό το συμπέρασμα. Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη μελέτη της Jena, όπως εξηγεί λεπτομερώς η εμπειρογνώμονας στην έκθεσή της.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μελέτη της Jena – όπως και η
συντριπτική πλειονότητα των άλλων μελετών, μια καθαρά μαθηματική μελέτη
εκτίμησης ή μοντελοποίησης, βασισμένη σε θεωρητικές υποθέσεις χωρίς
πραγματική ανίχνευση επαφών, και με συγγραφείς από τον τομέα της
μακροοικονομίας χωρίς επιδημιολογικές γνώσεις – δεν λαμβάνει υπόψη την
καθοριστική επιδημιολογική περίσταση, όπως εξήγησε λεπτομερώς ο
εμπειρογνώμονας, ότι τα επίπεδα μόλυνσης είχαν ήδη μειωθεί σημαντικά
πριν από την καθιέρωση της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας στην Jena στις 6
Απριλίου 2020 (περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα σε ολόκληρη τη Γερμανία)
και ότι δεν υπήρχε πλέον καμία σχετική επίπτωση μόλυνσης στην Jena ήδη
από τα τέλη Μαρτίου 2020»
Οι μάσκες δεν είναι μόνο άχρηστες, αλλά και επικίνδυνες, αποφαίνεται το Δικαστήριο:
« Κάθε μάσκα, όπως εξήγησε η εμπειρογνώμονας, πρέπει, για να είναι
καταρχήν αποτελεσματική, να φοριέται σωστά. Οι μάσκες μπορούν να
αποτελέσουν κίνδυνο μόλυνσης αν τις αγγίξει κανείς. Ωστόσο, πρώτον, οι
άνθρωποι δεν τις φορούν σωστά- δεύτερον, οι άνθρωποι συχνά αγγίζουν τις
μάσκες με τα χέρια τους. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί και στους πολιτικούς
που εμφανίζονται στην τηλεόραση. Ο πληθυσμός δεν καθοδηγήθηκε πώς να
χρησιμοποιεί σωστά τις μάσκες, δεν εξηγήθηκε πώς να πλένει τα χέρια του
όταν βγαίνει & κυκλοφορεί ή πώς να κάνει αποτελεσματική απολύμανση
των χεριών. Επιπλέον, δεν εξηγήθηκε γιατί η υγιεινή των χεριών είναι
σημαντική και ότι πρέπει να προσέχει κανείς να μην αγγίζει με τα χέρια
του τα μάτια, τη μύτη και το στόμα του. Ο πληθυσμός αφέθηκε ουσιαστικά
μόνος του με τις μάσκες. Ο κίνδυνος μόλυνσης όχι μόνο δεν μειώνεται με
τη χρήση των μασκών αλλά αυξάνεται με τον λανθασμένο χειρισμό της
μάσκας. Στην πραγματογνωμοσύνη της, η πραγματογνώμονας το εκθέτει αυτό
με εξίσου λεπτομερή τρόπο όπως και το γεγονός ότι και για ποιους λόγους
είναι “μη ρεαλιστικό” να επιτευχθεί ο κατάλληλος χειρισμός των μασκών
από τον πληθυσμό».
Η απόφαση συνεχίζει λέγοντας:
“Η μετάδοση του SARS-CoV-2 μέσω “αερολυμάτων”, δηλαδή μέσω του αέρα, είναι ιατρικά απίθανη και επιστημονικά αναπόδεικτη. Πρόκειται για μια υπόθεση που προέρχεται κυρίως από φυσικούς του αερολύματος, των οποίων η ειδικότητα, αναφέρει ο εμπειρογνώμονας, όπως είναι λογικό δεν τους επιτρέπει να αξιολογούν ιατρικά συμφραζόμενα. Η θεωρία των “αερολυμάτων” είναι εξαιρετικά επιβλαβής για τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις και οδηγεί τους ανθρώπους να μην αισθάνονται πλέον ασφαλείς σε κανέναν εσωτερικό χώρο, ενώ ορισμένοι φοβούνται ακόμη και μόλυνση από “αερολύματα” εκτός κτιρίων. Σε συνδυασμό με την ιδέα της “απαρατήρητης” μετάδοσης, η θεωρία του “αερολύματος” οδηγεί τους ανθρώπους να βλέπουν κίνδυνο μόλυνσης σε κάθε συνάνθρωπό τους.
Οι αλλαγές στην πολιτική για τις μάσκες, πρώτα υφασμάτινες μάσκες το 2020, και στη συνέχεια από τις αρχές του 2021 είτε μάσκες OP είτε μάσκες FFP2, στερούνται σαφούς αιτιολογίας. Παρόλο που οι μάσκες OP και οι μάσκες FFP είναι και οι δύο ιατρικές μάσκες, έχουν διαφορετικές λειτουργίες και επομένως δεν είναι εναλλάξιμες. Είτε οι ίδιοι οι πολιτικοί που έλαβαν αυτές τις αποφάσεις δεν κατάλαβαν για ποιο λόγο είναι βασικά κατάλληλος ο τύπος της μάσκας, είτε δεν τους ενδιέφερε αυτό, αλλά μόνο η συμβολική αξία της μάσκας. Από την άποψη του εμπειρογνώμονα, οι αποφάσεις των πολιτικών για τις μάσκες δεν είναι κατανοητές και, για να το θέσουμε ήπια, μπορούν να χαρακτηριστούν ως απίθανες.
Ο εμπειρογνώμονας επισημαίνει περαιτέρω ότι, εκτός από την ιατρική περίθαλψη ασθενών, δεν υπάρχουν επιστημονικές μελέτες σχετικά με την κοινωνική απόσταση. Συνοψίζοντας, κατά τη γνώμη της και κατά την πεποίθηση του δικαστηρίου, μόνο οι ακόλουθοι κανόνες μπορούν να καθιερωθούν:
Η τήρηση απόστασης περίπου 1,5 m (1 – 2 m) κατά τη διάρκεια των προσωπικών συναντήσεων όταν ένα από τα δύο πρόσωπα έχει συμπτώματα κρυολογήματος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια λογική προφύλαξη. Ωστόσο, δεν είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο- υπάρχουν μόνο ενδείξεις – ή μπορεί να ειπωθεί ότι είναι εύλογο – ότι είναι ένα αποτελεσματικό μέτρο προστασίας από την επαφή με παθογόνους μικροοργανισμούς μέσω σταγονιδίων αναπνευστικής έκκρισης, εάν το πρόσωπο που έρχεται σε επαφή έχει συμπτώματα κρυολογήματος.
Η τήρηση αποστάσεων με όλους και όλα, ωστόσο, δεν είναι αποτελεσματικός τρόπος για την προστασία του ατόμου εάν το άλλο άτομο έχει κρυολόγημα.
Η διατήρηση αποστάσεων γύρω-γύρω ή ακόμα και μόνο μιας απόστασης πρόσωπο με πρόσωπο περίπου 1,5 m (1 – 2 m), αν κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν έχει σημάδια κρυολογήματος, δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά δεδομένα. Ωστόσο, αυτό δυσχεραίνει σημαντικά τη συμβίωση των ανθρώπων και ιδιαίτερα την ανέμελη επαφή μεταξύ των παιδιών, χωρίς κανένα αναγνωρίσιμο όφελος όσον αφορά την προστασία από τις λοιμώξεις.
Οι στενές επαφές, δηλαδή κάτω από 1,5 m (1 – 2 m), μεταξύ μαθητών ή μεταξύ δασκάλων και μαθητών ή μεταξύ συναδέλφων στην εργασία κ.λπ. δεν αποτελούν κίνδυνο, ακόμη και αν ένα από τα δύο άτομα που έρχονται σε επαφή έχει συμπτώματα κρυολογήματος, διότι η διάρκεια αυτών των επαφών στο σχολείο ή ακόμη και μεταξύ ενηλίκων, κάπου σε δημόσιο χώρο, είναι πολύ μικρή για να συμβεί μετάδοση με σταγονίδια. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από μελέτες από νοικοκυριά όπου, παρά τη στενή συμβίωση με πολυάριθμες δερματικές και βλεννογονικές επαφές, ελάχιστα μέλη του νοικοκυριού αρρωσταίνουν όταν ένα από αυτά έχει λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος».
Το Δικαστήριο δέχεται επίσης την εκτίμηση της καθηγήτριας Kappstein σχετικά με τα ποσοστά μετάδοσης των συμπτωματικών, προσυμπτωματικών και ασυμπτωματικών ατόμων.
«Αναφέρει ότι η προσυμπτωματική μετάδοση είναι πιθανή, αλλά όχι αναπόφευκτη. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι σημαντικά χαμηλότερα όταν αξιολογούνται πραγματικά σενάρια επαφής από ό,τι όταν χρησιμοποιείται μαθηματική μοντελοποίηση.
Από μια συστηματική ανασκόπηση με μετα-ανάλυση σχετικά με τη μετάδοση του κορονοϊού σε νοικοκυριά που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2020, η καθηγήτρια αντιπαραβάλλει ένα υψηλότερο, αλλά όχι υπερβολικό, ποσοστό μετάδοσης 18% για τα συμπτωματικά κρούσματα δείκτη με μια εξαιρετικά χαμηλή μετάδοση μόλις 0,7% για τα ασυμπτωματικά κρούσματα. Η πιθανότητα να μεταδίδουν τον ιό ασυμπτωματικοί άνθρωποι, οι οποίοι προηγουμένως αναφέρονταν ως υγιείς άνθρωποι, δεν έχει επομένως νόημα».
Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο αναφέρει:
« Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι μάσκες προσώπου διαφόρων τύπων μπορούν να μειώσουν καθόλου ή έστω αισθητά τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2. Η δήλωση αυτή ισχύει για άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εφήβων, καθώς και για ασυμπτωματικά, προσυμπτωματικά και συμπτωματικά άτομα.
Ακόμη και μετά τα εκτενή πορίσματα του εμπειρογνώμονα καθηγητή Dr. Kuhbandner, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, “δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα επιστημονικά στοιχεία υψηλής ποιότητας που να αποδεικνύουν ότι ο κίνδυνος μόλυνσης μπορεί να μειωθεί σημαντικά με τη χρήση μάσκας προσώπου. Σύμφωνα με το πόρισμα του εμπειρογνώμονα, οι συστάσεις του RKI και η κατευθυντήρια γραμμή S3 των επαγγελματικών εταιρειών βασίζονται σε μελέτες παρατήρησης, εργαστηριακές μελέτες σχετικά με την επίδραση του φίλτρου και μελέτες μοντελοποίησης, οι οποίες παρέχουν μόνο χαμηλά ή πολύ χαμηλά αποδεικτικά στοιχεία, επειδή η υποκείμενη μεθοδολογία των εν λόγω μελετών δεν επιτρέπει την εξαγωγή πραγματικά έγκυρων συμπερασμάτων σχετικά με την επίδραση των μασκών στην καθημερινή ζωή ή στα σχολεία. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των επιμέρους μελετών είναι ανομοιογενή και ορισμένες πιο πρόσφατες μελέτες παρατήρησης παρέχουν αντιφατικά ευρήματα».
Ο δικαστής δηλώνει:
“Η έρευνα για τις μάσκες δεν έχει καμία σχέση με την αποτελεσματικότητα της μάσκας: “Επιπλέον, η επιτεύξιμη έκταση της μείωσης του κινδύνου μόλυνσης με τη χρήση μάσκας στα σχολεία είναι πολύ χαμηλή, επειδή οι μολύνσεις εμφανίζονται πολύ σπάνια στα σχολεία ακόμη και χωρίς μάσκες. Κατά συνέπεια, η απόλυτη μείωση του κινδύνου είναι τόσο μικρή ώστε να μην μπορεί να καταπολεμηθεί μια πανδημία με σχετικό τρόπο… Σύμφωνα με τις εξηγήσεις του εμπειρογνώμονα, τα σημερινά υποτιθέμενα αυξανόμενα ποσοστά μόλυνσης μεταξύ των παιδιών είναι πολύ πιθανό να οφείλονται στο γεγονός ότι ο αριθμός των εξετάσεων μεταξύ των παιδιών αυξήθηκε σημαντικά τις προηγούμενες εβδομάδες. Δεδομένου ότι ο κίνδυνος μόλυνσης στα σχολεία είναι πολύ χαμηλός, ακόμη και μια πιθανή αύξηση του ποσοστού μόλυνσης από τη νέα παραλλαγή του ιού B.1.1.7, στην τάξη μεγέθους που υποτίθεται στις μελέτες, δεν αναμένεται να αυξήσει σημαντικά τη διάδοση του ιού στα σχολεία. Αυτό το μικρό όφελος αντισταθμίζεται από τις πολυάριθμες πιθανές παρενέργειες όσον αφορά τη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική ευημερία των παιδιών, από τις οποίες θα έπρεπε να υποφέρουν πολλά παιδιά προκειμένου να αποτραπεί μια μόνο μόλυνση. Ο εμπειρογνώμονας τις παρουσιάζει αναλυτικά, μεταξύ άλλων, με βάση το μητρώο παρενεργειών που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Monatsschrift Kinderheilkunde”.
Η ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ PCR ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΑΧΕΩΝ ΤΕΣΤ (RapidTests) ΓΙΑ ΤΗ ΜEΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠIΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΛΟIΜΩΞΗΣ
Σχετικά με το θέμα του τεστ PCR, το Δικαστήριο γράφει:
« Η πραγματογνώμονας Prof. Dr. med. Kappstein έχει ήδη επισημάνει στην κατάθεσή της ότι η δοκιμή PCR μπορεί να ανιχνεύσει μόνο γενετικό υλικό, αλλά όχι εάν το RNA προέρχεται από ιούς που είναι ικανοί να μολυνθούν και, επομένως, ικανοί να πολλαπλασιαστούν (δηλ. ικανοί να αναπαραχθούν).
O μάρτυρας εμπειρογνώμονας Prof. Dr. rer. biol. hum. Kämmerer επιβεβαίωσε, στην κατάθεσή του για τη μοριακή βιολογία, ότι μια εξέταση PCR -ακόμη και αν διενεργηθεί σωστά- δεν μπορεί να παράσχει καμία πληροφορία σχετικά με το αν ένα άτομο έχει μολυνθεί από ενεργό παθογόνο ή όχι.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το τεστ δεν μπορεί να διακρίνει μεταξύ “νεκρής” ύλης, π.χ. ενός εντελώς αβλαβούς τμήματος γονιδιώματος ως απομεινάρι της καταπολέμησης ενός κρυολογήματος ή μιας γρίπης από το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού (τέτοια τμήματα γονιδιώματος μπορούν να βρεθούν ακόμη και πολλούς μήνες μετά την “αντιμετώπιση” του προβλήματος από το ανοσοποιητικό σύστημα) και “ζωντανής” ύλης, δηλαδή ενός “φρέσκου” ιού ικανού να αναπαραχθεί.
Για παράδειγμα, η PCR χρησιμοποιείται επίσης στην εγκληματολογία για την ενίσχυση υπολειμματικού DNA από υπολείμματα μαλλιών ή άλλα ιχνοστοιχεία με τη βοήθεια της PCR κατά τρόπο ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί η γενετική προέλευση ενός [υποτιθέμενου] δράστη ή δραστών (“γενετικό αποτύπωμα”).
Ακόμη και αν όλα γίνουν “σωστά” κατά τη διενέργεια της PCR, συμπεριλαμβανομένων όλων των προπαρασκευαστικών βημάτων (σχεδιασμός και καθιέρωση PCR, συλλογή δείγματος, προετοιμασία και εκτέλεση PCR), και η εξέταση είναι θετική, δηλαδή ανιχνεύει μια αλληλουχία γονιδιώματος που μπορεί να υπάρχει και σε μία ή ακόμη και στη συγκεκριμένη αλληλουχία του ιού “corona” (SARS-CoV-2), αυτό δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, ότι το άτομο που εξετάστηκε θετικά έχει μολυνθεί από έναν αναπαραγόμενο SARS-CoV-2 και επομένως είναι μολυσματικό = επικίνδυνο για άλλα άτομα.
Αντίθετα, για να διαπιστωθεί μια ενεργός λοίμωξη με SARS-CoV-2, πρέπει να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω -και μάλιστα ειδικές- διαγνωστικές μέθοδοι, όπως η απομόνωση των αναπαραγόμενων ιών.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, κατ’ αρχήν, είναι αδύνατον να ανιχνευθεί μια μόλυνση από τον ιό SARS-CoV-2 με τη δοκιμασία PCR, τα αποτελέσματα μιας δοκιμασίας PCR, σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα καθηγητή Dr. Kämmerer, εξαρτώνται από μια σειρά παραμέτρων που, πρώτον, προκαλούν σημαντικές αβεβαιότητες και, δεύτερον, μπορούν να χειραγωγηθούν κατά τρόπο ώστε να προκύψουν πολλά ή λίγα (φαινομενικά) θετικά αποτελέσματα.
Από αυτές τις πηγές σφάλματος, μπορούν να αναφερθούν δύο εντυπωσιακές.
Η μία από αυτές είναι ο αριθμός των γονιδίων-στόχων που πρέπει να ελεγχθούν. Οι κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ τα μείωσαν από μια αρχική ακολουθία τριών σε ένα μόνο. Ο πραγματογνώμονας υπολόγισε ότι η χρήση ενός μόνο γονιδίου-στόχου προς εξέταση σε έναν μικτό πληθυσμό 100.000 δοκιμών, χωρίς ούτε ένα άτομο να έχει πράγματι μολυνθεί, θα είχε ως αποτέλεσμα την καταμέτρηση 2.690 ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων- αυτό βασίζεται σε ένα μέσο ποσοστό σφάλματος που προσδιορίστηκε σε μια διεργαστηριακή σύγκριση. Η χρήση τριών γονιδίων-στόχων θα είχε ως αποτέλεσμα μόνο δέκα ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
Αντιθέτως, υπάρχει η πιθανότητα η επαφή πρόσωπο με πρόσωπο, η οποία γίνεται συχνότερη όταν φοράτε μάσκα, να αυξάνει τον κίνδυνο να έρθει ο ίδιος σε επαφή με το παθογόνο ή να φέρει σε επαφή με αυτό συνανθρώπους του. Για τον φυσιολογικό πληθυσμό, δεν υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης ούτε στον δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα που θα μπορούσε να μειωθεί με τη χρήση μάσκας προσώπου (ή άλλων μέτρων). Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η συμμόρφωση με τους κανονισμούς κοινωνικής αποστασιοποίησης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο μόλυνσης. Αυτό ισχύει για άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εφήβων».
Εάν οι 100.000 δοκιμές που διενεργήθηκαν ήταν αντιπροσωπευτικές 100.000 πολιτών μιας πόλης ή μιας περιοχής για μια περίοδο επτά ημερών, αυτή η μείωση του αριθμού των γονιδίων-στόχων που χρησιμοποιήθηκαν θα είχε από μόνη της ως αποτέλεσμα μια διαφορά 10 ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων έναντι 2.690 ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων όσον αφορά την “ημερήσια επίπτωση” και, ανάλογα με αυτήν, τη σοβαρότητα των περιορισμών στην ελευθερία των πολιτών.
Εάν για την ανάλυση με PCR είχε χρησιμοποιηθεί σταθερά ο σωστός “αριθμός-στόχος” των τριών ή ακόμη καλύτερα (όπως π.χ. στην Ταϊλάνδη) έως και έξι γονιδίων, το ποσοστό των θετικών δοκιμών και συνεπώς η “7ήμερη επίπτωση” θα είχε σχεδόν μηδενιστεί.
Επιπλέον, η λεγόμενη τιμή Ct, δηλαδή ο αριθμός των βημάτων ενίσχυσης/διπλασιασμού μέχρι τα οποία η εξέταση εξακολουθεί να θεωρείται “θετική”, αποτελεί πρόσθετη πηγή σφάλματος.
Ο πραγματογνώμονας επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την ομόφωνη επιστημονική γνώμη, όλα τα “θετικά” αποτελέσματα που ανιχνεύονται μόνον από την τιμή Ct του 35 και πάνω δεν έχουν καμία επιστημονική (δηλαδή καμία τεκμηριωμένη) βάση. Στο εύρος Ct 26-35, η εξέταση μπορεί να θεωρηθεί θετική μόνο εάν ταυτίζεται με την καλλιέργεια του ιού. Ωστόσο, η δοκιμή RT–qPCR για την ανίχνευση του SARS–CoV-2, η οποία διαδόθηκε παγκοσμίως με τη βοήθεια του ΠΟΥ, ορίστηκε (και μετά από αυτήν, όλες οι άλλες δοκιμές που βασίζονται σε αυτήν ως πρότυπο) σε 45 κύκλους χωρίς να ορίζεται μια τιμή Ct για το “θετικό”.
Επιπλέον, κατά τη χρήση του τεστ RT–q–PCR πρέπει να τηρείται η ενημερωτική ανακοίνωση του ΠΟΥ για τους χρήστες IVD 2020/05 (αριθ. 12 των νομικών σημειώσεων του δικαστηρίου). Κατά συνέπεια, εάν το αποτέλεσμα της εξέτασης δεν αντιστοιχεί στα κλινικά ευρήματα σχετικά με ένα εξεταζόμενο άτομο, πρέπει να ληφθεί νέο δείγμα και να πραγματοποιηθεί περαιτέρω εξέταση, καθώς και διαφορική διάγνωση- μόνο τότε, σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες, μπορεί να θεωρηθεί μια εξέταση θετική. Σύμφωνα με την έκθεση εμπειρογνωμόνων, οι ταχείες αντιγονικές δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για μαζικές δοκιμές δεν μπορούν να παράσχουν καμία πληροφορία σχετικά με τη μολυσματικότητα, καθώς μπορούν να ανιχνεύσουν μόνο πρωτεϊνικά συστατικά χωρίς καμία σχέση με έναν άθικτο, αναπαραγώγιμο ιό.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της μολυσματικότητας των εξεταζόμενων ατόμων, η θετική δοκιμή που διενεργείται σε κάθε περίπτωση (παρόμοια με την RT–qPCR) θα πρέπει να συγκριθεί ξεχωριστά με την καλλιεργησιμότητα των ιών από το δείγμα δοκιμής, πράγμα αδύνατο υπό τις εξαιρετικά μεταβλητές και μη επαληθεύσιμες συνθήκες δοκιμής.
Τέλος, ο πραγματογνώμονας επισημαίνει ότι η χαμηλή ειδικότητα των δοκιμών προκαλεί υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, τα οποία οδηγούν σε περιττές συνέπειες για το προσωπικό (καραντίνα) και την κοινωνία (π.χ. κλειστά σχολεία, “αναφορές επιδημίας”), μέχρι να αποδειχθούν ψευδείς συναγερμοί. Το σφάλμα, δηλαδή ο μεγάλος αριθμός ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, είναι ιδιαίτερα υψηλό στις εξετάσεις σε άτομα που δεν έχουν συμπτώματα.
Πρέπει να σηµειωθεί ότι, κατ’ αρχήν, ούτε το τεστ PCR ούτε το γρήγορο τεστ αντιγόνου µπορούν να ανιχνεύσουν µια µόλυνση από τον ιό SARS–CoV-2, όπως αποδείχθηκε από τον πραγµατογνώµονα. Επιπλέον, πέραν των προαναφερθέντων, υπάρχουν και άλλες πηγές σφαλμάτων, οι οποίες αναφέρονται στη γνωμοδότηση της εμπειρογνώμονος ως έχουσες σοβαρές επιπτώσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε κατά διάνοια δυνατή η επαρκής ανίχνευση της λοίμωξης από τον ιό SARS–CoV-2 στη Θουριγγία (και σε εθνικό επίπεδο).
Εν πάση περιπτώσει, ο όρος “κρούσμα” χρησιμοποιείται καταχρηστικά από την εκτελεστική εξουσία του ομόσπονδου κρατιδίου. Ο όρος “κρούσμα” σημαίνει στην πραγματικότητα την εμφάνιση νέων κρουσμάτων σε μια καθορισμένη ομάδα ατόμων (επανειλημμένα εξετασθέντων και, εάν είναι απαραίτητο, ιατρικώς εξετασθέντων) σε μια καθορισμένη χρονική περίοδο, βλ. αριθ. 11 των νομικών σημειώσεων του Δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, απροσδιόριστες ομάδες ατόμων εξετάζονται σε απροσδιόριστες χρονικές περιόδους, έτσι ώστε αυτό που παρουσιάζεται ως ” κρούσμα ” είναι απλώς δεδομένα αναφοράς, καθαρά και ξάστερα.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με μελέτη μετα-ανάλυσης του ιατρού και στατιστικολόγου Ιωάννη Ιωαννίδη, ενός από τους πλέον αναφερόμενους επιστήμονες παγκοσμίως, η οποία δημοσιεύθηκε σε δελτίο του ΠΟΥ τον Οκτώβριο του 2020, το ποσοστό θνησιμότητας από τη μόλυνση είναι 0,23%, το οποίο δεν είναι υψηλότερο από εκείνο των μέτριας σοβαρότητας επιδημιών γρίπης.
Ο Ιωαννίδης κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα, σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2021, ότι τα λουκέτα δεν έχουν κανένα σημαντικό όφελος.
ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΏΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΥ ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΑ ΤΑΧΕΙΑ ΤΕΣΤ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό ως μέρος του γενικού
δικαιώματος στην προσωπική ζωή σύμφωνα με το άρθρο 2(1) του βασικού
νόμου είναι το δικαίωμα του ατόμου να καθορίζει, κατ’ αρχήν, το ίδιο για
τον εαυτό του, την αποκάλυψη και τη χρήση των πληροφοριών που αφορούν
το πρόσωπό του. Τέτοιες προσωπικές πληροφορίες περιλαμβάνουν επίσης το
αποτέλεσμα μιας εξέτασης. Επιπλέον, ένα τέτοιο αποτέλεσμα αποτελεί
προσωπικό “δεδομένο” υγείας κατά την έννοια του κανονισμού για την
προστασία δεδομένων (DSGVO) και δεν αφορά, κατ’ αρχήν, άλλους.
Αυτή η καταπάτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι επίσης αντισυνταγματική. Και τούτο διότι, δεδομένης της πρακτικής διαδικασίας των εξετάσεων στα σχολεία, φαίνεται αναπόφευκτο ότι πολυάριθμα άλλα άτομα (συμμαθητές, εκπαιδευτικοί, άλλοι γονείς) θα λάβουν, για παράδειγμα, γνώση οποιουδήποτε “θετικού” αποτελέσματος της εξέτασης.
Αυτό ισχύει αναλόγως εάν παρόμοιοι φραγμοί δοκιμασίας υψώνονται για την πρόσβαση σε αγορές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Επιπλέον, η υποχρεωτική εξέταση των μαθητών σύμφωνα με την περιφερειακή [δηλ. ομοσπονδιακή] νομοθεσία δεν δικαιολογείται από τον νόμο περί προστασίας από τις λοιμώξεις (IfSG) – ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο ίδιος ο νόμος αυτός υπόκειται σε σημαντικές συνταγματικές αντιρρήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 28 του IfSG, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας με τον τρόπο που ορίζεται σε αυτό, εάν εντοπιστούν “άρρωστα άτομα, άτομα που είναι ύποπτα για ασθένεια, άτομα που είναι ύποπτα για μόλυνση ή για μεταφορά μικροβίων”. Σύμφωνα με το άρθρο 29 IfSG, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να υποβληθούν σε παρακολούθηση και πρέπει στη συνέχεια να ανεχθούν τις απαραίτητες εξετάσεις.
Με την απόφασή του της 2ας Μαρτίου 2021, αρ. πρ.: 20 NE 21.353, το Βαυαρικό Διοικητικό Εφετείο αρνήθηκε να θεωρήσει εξαρχής τους εργαζόμενους σε οίκους ευγηρίας ως ασθενείς, ύποπτους για ασθένεια ή φορείς. Αυτό πρέπει να ισχύει και για τους μαθητές. Ακόμα και ο χαρακτηρισμός ως “ύποπτος για μόλυνση” αποκλείεται.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, όποιος, με επαρκή βεβαιότητα, έχει έρθει σε επαφή με μολυσμένο άτομο, θεωρείται ύποπτος μόλυνσης κατά την έννοια του § 2 αριθ. 7 IfSG– μια απομακρυσμένη πιθανότητα δεν αρκεί. Είναι απαραίτητο η υπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει προσλάβει παθογόνους παράγοντες να είναι πιο πιθανή από το αντίθετο. Το κριτήριο για την υποψία μόλυνσης είναι, αποκλειστικά, η πιθανότητα μιας παρελθούσας διαδικασίας μόλυνσης, βλ. απόφαση της 22.03.2012 – 3 C 16/11 – juris marginal no. 31 επ. Το BayVGH, ό.π., το απέρριψε για τους εργαζόμενους σε νοσηλευτικά επαγγέλματα. Τίποτε διαφορετικό δεν ισχύει για τους μαθητές”.
4 ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΏΝ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΦΟΙΤΗΣΗ
Σχετικά με το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση, ο δικαστής αναφέρει:
«Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Land [δηλαδή του ομοσπονδιακού κράτους], τα παιδιά σχολικής ηλικίας δεν υπόκεινται μόνο στον νόμο περί υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αλλά έχουν επίσης νόμιμο δικαίωμα στην εκπαίδευση και τη σχολική φοίτηση. Αυτό προκύπτει επίσης από τα άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία αποτελεί εφαρμοστέο δίκαιο στη Γερμανία.
Σύμφωνα με αυτά, όλα τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης οφείλουν όχι μόνο να καταστήσουν υποχρεωτική και δωρεάν τη φοίτηση στο δημοτικό σχολείο για όλους, αλλά και να προωθήσουν την ανάπτυξη διαφόρων μορφών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης γενικού και επαγγελματικού χαρακτήρα, να καταστήσουν την εκπαίδευση αυτή διαθέσιμη και προσιτή σε όλα τα παιδιά και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως η καθιέρωση δωρεάν εκπαίδευσης και η παροχή οικονομικής υποστήριξης σε περιπτώσεις ανάγκης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τηρούνται οι εκπαιδευτικοί στόχοι που περιέχονται στο άρθρο 29 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο δικαστής συνόψισε την απόφασή του ως εξής:
« Ο εξαναγκασμός που επιβάλλεται στους μαθητές να φορούν μάσκες και να κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους και από τρίτα πρόσωπα βλάπτει τα παιδιά σωματικά, ψυχολογικά, εκπαιδευτικά και στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, χωρίς να αντισταθμίζεται από κάτι περισσότερο από ένα, στην καλύτερη περίπτωση, οριακό όφελος για τα ίδια τα παιδιά ή για τρίτα πρόσωπα. Τα σχολεία δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην “πανδημία”.
Οι δοκιμές PCR και οι ταχείες δοκιμές που χρησιμοποιούνται δεν είναι, κατ’ αρχήν, κατάλληλες από μόνες τους για την ανίχνευση μιας “μόλυνσης” από τον ιό SARS-CoV-2. Αυτό είναι ήδη σαφές από τους υπολογισμούς του ίδιου του Ινστιτούτου Robert Koch, όπως εξηγείται στις εκθέσεις εμπειρογνωμόνων. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του RKI, όπως εξηγεί η εμπειρογνώμονας καθηγήτρια Dr. Kuhbandner, η πιθανότητα να μολυνθεί κανείς πραγματικά όταν λαμβάνει θετικό αποτέλεσμα σε μαζικές εξετάσεις με ταχεία τεστ, ανεξάρτητα από συμπτώματα, είναι μόνο δύο τοις εκατό σε μια επίπτωση 50 (ειδικότητα τεστ 80%, ευαισθησία τεστ 98%). Αυτό θα σήμαινε ότι, για κάθε δύο πραγματικά θετικά αποτελέσματα ταχείας εξέτασης, θα υπήρχαν 98 ψευδώς θετικά αποτελέσματα ταχείας εξέτασης, τα οποία θα έπρεπε στη συνέχεια να επανεξεταστούν με εξέταση PCR.
Δεν μπορεί να επιβληθεί ένας (τακτικός) εξαναγκασμός σε μαζικό έλεγχο ασυμπτωματικών ατόμων, δηλαδή υγιών ατόμων, για τα οποία δεν υπάρχει ιατρική ένδειξη, διότι είναι δυσανάλογος σε σχέση με το αποτέλεσμα που μπορεί να επιτευχθεί. Παράλληλα, ο τακτικός εξαναγκασμός σε εξέταση θέτει τα παιδιά υπό ψυχολογική πίεση, διότι με τον τρόπο αυτό δοκιμάζεται συνεχώς η ικανότητά τους να παρακολουθούν το σχολείο».
Τέλος, ο δικαστής σημειώνει:
« Με βάση έρευνες στην Αυστρία, όπου δεν φοριούνται μάσκες στα δημοτικά σχολεία, αλλά διεξάγονται ταχύρρυθμα τεστ τρεις φορές την εβδομάδα σε όλη τη χώρα, ο πραγματογνώμονας καθηγητής Dr. Kuhbandner καταλήγει: “100.000 μαθητές δημοτικού σχολείου θα έπρεπε να ανεχθούν όλες τις παρενέργειες της χρήσης μάσκας για μια εβδομάδα, προκειμένου να αποτραπεί μόλις μία μόλυνση ανά εβδομάδα”. “
Το να αποκαλέσουμε αυτό το αποτέλεσμα απλώς δυσανάλογο θα ήταν μια εντελώς ανεπαρκής περιγραφή. Αντίθετα, δείχνει ότι ο νομοθέτης του κρατιδίου [δηλαδή του ομοσπονδιακού κράτους που ρυθμίζει αυτόν τον τομέα έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα σε πρωτοφανή βαθμό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.