Την γενοκτονία των Ελλήνων στην Τουρκία την χρηματοδότησε η Deutsche Bank με Ελληνικά χρήματα. Μια ιστορική αλήθεια για τους «φίλους» κι «εταίρους» Γερμανούς που κατέστρεψαν τον Ελληνισμό στην Τουρκία εκμεταλλευόμενοι την ικανότητα για εμπόριο και πολιτισμό, των Ελλήνων....
Το 1914 ξεκίνησε ο πρώτος διωγμός των Ρωμιών στα παράλια της Μικρασίας, με τη σφαγή της Φώκαιας.
Το τραπεζικό deal και η ίδρυση της Deutsche Bank
Η διείσδυση της Γερμανίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της Τουρκίας ξεκίνησε ήδη από το 1867, όταν ιδρύεται στην Τουρκία σχολή διδασκαλίας της γερμανικής γλώσσας. Αργότερα κυκλοφορεί στη Γερμανία βιβλίο – οδηγός «Η Μικρά Ασία πεδίο γερμανικού εποικισμού».
Ο τότε «Κάιζερ» όπως έμεινε στην ιστορία, επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη και έχει θερμή συνάντηση με τον Σουλτάνο τον οποίο χαρακτηρίζει ως «φίλο» ενώ μοιράζει εκατοντάδες παράσημα στους τούρκους αξιωματούχου. Η στρατηγική της Γερμανίας αρχίζει και ξεδιπλώνεται σε οικονομικό επίπεδο, αρχής γενομένης από την μεγάλη δύναμη της εποχής, τους σιδηρόδρομους. Τα μεγάλα deal αρχίζουν, με την Τουρκία να αρχίζει να μεταβάλλεται σε γερμανικό προτεκτοράτο. Οι Γερμανοί πολύ σύντομα ελέγχουν πλέον όλο σχεδόν το σιδηροδρομικό δίκτυο. Σε βιβλίο της εποχής, γερμανού περιηγητή διατυπώνεται με σαφήνεια η άποψη πως «Η Τουρκία θα ζήσει διά της Γερμανίας».
Όλα αυτά περιγράφονται αναλυτικά από τον Μιχαήλ Ροδά, διευθυντή τότε του γραφείου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας της Σμύρνης, στο βιβλίο «πως η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμό της Τουρκίας». Ο Ροδάς έζησε όλα τα γεγονότα από πολύ κοντά και γράφει χαρακτηριστικά για την συνάντηση του Κάιζερ με τον Σουλτάνο και σημειώνει με νόημα πως «κολακεύτηκε υπερβολικά από την φιλία του Γερμανού».
Οι Γερμανοί θέλοντας να «μπουν» στο τραπεζοπιστωτικό σύστημα της περιοχής κάνουν τις απαραίτητες κινήσεις. Το 1904 φτάνει στην Ελλάδα εκπρόσωπος της Εθνικής Τράπεζας της Γερμανίας και πείθει τον τότε διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Στέφανο Στρέιτ να ιδρύσουν από κοινού, την Τράπεζα της Ανατολής. Βασικός όρος της συμφωνίας, η πλειοψηφία στο Συμβούλιο θα ήταν ελληνική. Η συμφωνία υλοποιήθηκε και η πρωτοφανής ανάπτυξη της τράπεζας, αφού το ελληνικό εμπόριο ήκμαζε, οδηγεί σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Εκεί οι Γερμανοί φαίνεται πως βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία και αθέτησαν την αρχική συμφωνία ζητώντας την πλειοψηφία στο συμβούλιο. Η ρήξη ήλθε, κάτι που δεν φαίνεται να πείραξε ιδιαίτερα τον «μεγάλο» Κάιζερ , που ήδη είχε μπει στο παιχνίδι της περιοχής και ήλεγχε το τραπεζικό σύστημα της Αιγύπτου και όλης της Τουρκίας.
Η ίδρυση της «νέας» τράπεζας ήταν γεγονός, αφού τότε γεννήθηκε η περίφημη Deutsche Bank, με τα αρχικά ελληνικά αρχικά κεφάλαια, η οποία ανοίγει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα 200 (!) υποκαταστήματα και αρχίζει να προσφέρει άφθονο χρήμα για επενδύσεις στην Τουρκία. Παράλληλα σε όλη την Τουρκία γίνεται μποικατάζ στα ελληνικά προϊόντα και το ελληνικό εμπόριο που γνώριζε άνθιση διώκεται.
Την γενοκτονία των Ελλήνων στην Τουρκία την χρηματοδότησε η Deutsche Bank με Ελληνικά χρήματα
«Όλη τη μέρα του Σαββάτου 13 Ιουνίου, μέχρι τις επτά περίπου το βράδυ, εκτυλίσσονται ταυτόχρονα οι σκηνές των δυο μεγάλων πράξεων του δράματος: η οικτρή έξοδος και η αναίσχυντη λεηλασία. Τρεις χιλιάδες οκτακόσιοι Έλληνες Οθωμανοί έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη με το πρώτο πλοίο και δυο χιλιάδες περίπου με το δεύτερο για τον Πειραιά. Τηλεγράφησα ήδη από το πρωί στη Σμύρνη για να μας στείλουν κι άλλα πλοία. Υπάρχουν επτά χιλιάδες Έλληνες στην Παλαιά Φώκαια (7.077, σύμφωνα με την επίσημη τουρκική στατιστική του 1913). Πρόσφυγες από τα γύρω χωριά ενώθηκαν μαζί τους. Τα δυο πρώτα πλοία δεν μπορούσαν να τους χωρέσουν. Δυο ρυμουλκά που έστειλε αμέσως ένας γενναιόδωρος Γάλλος της Σμύρνης, ο κ. Γκυφραί, φτάνουν υπό τη σημαία μας το απόγευμα και ξαναφεύγουν φορτωμένα για τη Μυτιλήνη»
Ο τρόμος εξαπλώνεται στα παράλια της Ιωνίας. 300.000 εκδιωγμένοι, βρίσκουν καταφύγιο αρχικά στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Στο εσωτερικό οι Χριστιανοί πιέζονται δεινώς, εξισλαμίζονται, κορίτσια μεταφέρονται με τη βία στα χαρέμια και νεαρά αγόρια πωλούνται για λίγα μετζήτια στην αγορά του Ικονίου, εκεί που γίνεται πραγματικό σκλαβοπάζαρο! Ολοκληρώνεται έτσι το πρώτο στάδιο της ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ των παραλίων και ο εμπνευστής του «λευκού θανάτου» Λίμαν Φον Σάντερς θέλησε να πάει να δει με τα μάτια του τα αποτελέσματα. Μετά το ταξίδι του αρχικά στη Σμύρνη και μετά στις παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας ο Λίμαν Φον Σάντερς, διαπίστωσε ότι είχαν παραμείνει στις εστίες τους αρκετές χιλιάδες Έλληνες διασκορπισμένοι και αγανακτισμένος λέει «ο πληθυσμός αυτός σε ενδεχόμενη εκστρατεία της Ελλάδος, μπορεί μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να οπλιστεί και να χρησιμοποιηθεί σα στρατός μάχης, συνεπώς επιβάλλεται να συμπληρωθεί το έργο του διωγμού»
Ο τρόμος και ο πανικός έχει κυριεύσει τους γηγενείς χριστιανικούς πληθυσμούς και τότε οι Γερμανοί βάζουν σε εφαρμογή το σχέδιο της αρπαγής των περιουσιών τους. Έτσι τα μικρά και μεγάλα καταστήματα στη Κωνσταντινούπολη και την Σμύρνη, περιέρχονται στην κατοχή τους. Η Deutsche Bank, ανοίγει τα χρηματοκιβώτιά της και παρέχει όλα τα μέσα στους Γερμανούς που καταφθάνουν με τα πλοία κατά χιλιάδες στα παράλια, με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση και να αγοράσουν τα εμπορικά καταστήματα των Ρωμιών.
Η ευκαιρία για τους Ρωμιούς φαντάζει μοναδική, αφού ο καθένας σκέπτεται ότι αν πουλήσει το κατάστημά του, θα μπορέσει να διαφύγει από τον κίνδυνο που αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να τα πουλήσουν, καταφεύγουν σε Γερμανούς εμπόρους ή σε άνεργους, ακόμα και σε ύποπτες γυναίκες και προτείνουν συνεταιρισμό με μόνο κεφάλαιο από μέρους τους τη χρήση του ονόματός. Έτσι οι Γερμανοί γίνονται κάτοχοι, εκατοντάδων καταστημάτων. Στο Πέρα, στον Γαλατά, στον φραγκομαχαλά της Σμύρνης εκεί που ο επισκέπτης έβλεπε στο παρελθόν στις επιγραφές των καταστημάτων τα ονόματα, Ιωαννίδης, Παπαδόπουλος, Αλεξανδρόπουλος κλπ, τώρα διαβάζει Κάρολος Φρανκλάιν, Ερρίκος Φριτς, Γουλιέλμος Χολβενστάιν κ.λπ.
Οι νεότουρκοι μας έσφαξαν, λήστεψαν τις περιουσίες και τα σπίτια στα χωριά και τις μικροκωμοπόλεις και οι Γερμανοί την ίδια εποχή άρπαξαν τα καταστήματα στις πόλεις με τον πλέον φανερό τρόπο, χρησιμοποιώντας τον ΤΡΟΜΟ και τον ΠΑΝΙΚΟ. Θα αναρωτηθεί κάποιος, μα πως κατάφεραν όλα αυτά οι Γερμανοί; Είναι πολύ απλό. Μπούκωσαν με χρυσό τους τούρκους ηγήτορες, όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά. Μίζες τότε, μίζες έως και σήμερα, αρκεί να γίνει πράξη το «Deutschland uber alles». Ο Γερμανισμός τους παρέχει όλα τα μέσα, αφού η Πανισλαμική πολιτκή είναι τέκνο της Παγγερμανικής» Ο Μιχαήλ Ροδάς, αναφέρει γλαφυρά πως όσα έγιναν και κατέληξαν σε αυτή την τραγωδία του ελληνισμού «γίνονταν χωρίς θόρυβο, με πρόγραμμα, με σύστημα και αφάνταστη υπομονή» τα διαχρονικά δηλαδή χαρακτηριστικά της πολιτικής των Γερμανών.
Οι Σύμμαχοι και Φίλοι μας, οι Δανειστές κι Εταίροι μας
Οι πανικόβλητοι Μικρασιάτες που συγκεντρώθηκαν στην προκυμαία, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επιβιβαστούν στα πλοία που ήταν συγκεντρωμένα στο λιμάνι της Σμύρνης και που εκείνες τις τραγικές στιγμές ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας που που υπήρχε. Αλλά οι ξένοι ναύτες τους εμπόδιζαν με κάθε τρόπο και τους έσπρωχναν στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να πνιγούν. Οι ναύαρχοι των πλοίων απωθούσαν ακόμα και τον άμαχο πληθυσμό που έφθανε με τις βάρκες στα πλοία για να σωθεί, μόνο και μόνο γιατί δεν ήθελαν τη δυσαρέσκεια με τον Κεμάλ.
Οι λίγοι δημοσιογράφοι, που βρισκότανε εκεί σιωπούσαν στις ανταποκρίσεις τους, εξαιτίας της απαίτησης συγκράτησης, που αξίωναν οι διπλωματικοί τους αντιπρόσωποι. Επιπλέον οι Τούρκοι στρατιώτες επέπεσαν πάνω στο πανικόβλητο πλήθος για να το απομακρύνουν από την παραλία, να το απωθήσουν προς τα πίσω, και ταυτόχρονα αποσπούσαν τις νταντάδες και τις γυναίκες για να τις βιάσουν και τελικώς να τις σκοτώσουν.
Όπως καταμαρτυρείται, «Οι Σύμμαχοι, και ιδιαιτέρως οι Άγγλοι, επέδειξαν, κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς, ανήκουστον αναισθησίαν. Τα πληρώματα των εν Σμύρνη ναυλαχούντων πολεμικών των, απέκοπτον τας χείρας και εύθραυον τας κεφαλάς των δυστυχών εκείνων Ελλήνων, που ενόμισαν ότι ημπορούσαν, αποφεύγοντες την τουρκικήν μάχαιραν, να εύρουν άσυλον και προσωρινήν φιλοξενίαν εις τα πολεμικά σκάφη. Έστρεψαν, μάλιστα, και τους προβολείς των πλοίων των επί της προκυμαίας της Σμύρνης, δια να απολαύσουν το μακάβριον και ανατριχιαστικόν θέαμα της ομαδικής σφαγής των Ελλήνων.
Και όμως θα ήρκουν τότε ελάχιστοι κανονιοβολισμοί των αγγλικών πλοίων δια να σωθή τουλάχιστον η πόλις και δια να προληφθούν αι σφαγαί και τα μαρτύρια τους πληθυσμού της, ως και του εις αυτής καταφυγόντως ελληνικού μικρασιατικού πληθυσμού. Αφ’ ετέρου οι Γάλλοι, εις τα Μουδιανιά, έρριψαν ζεματιστό νερό εις όσους απεπειράθησαν να ανέβουν επί των πλοίων των! Τέλος, ο Αμερικανός πρόξενος εν Σμύρνη, όταν πήγε τότε εις γεύμα όπου ήτο προσκεκλημένος και ο Γάλλος πρόξενος, τον ήκουσε να δικαιολογεί με απερίγραπτον κυνισμόν της επινράδυνσιν της αφίξεώς του: η λέμβος που τον έφερεν από το γαλλικόν πλοίον, προσέκρουσεν εις πτώματα Ελληνίδων γυναικών που έπλεον εις την παραλίαν!» Κι όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται σε άλλη μαρτυρία, «τόσα πολλά ήταν τα πτώματα που επέπλεαν στην παραλία, ώστε μπορούσες να περπατήσεις πάνω τους».
Η Διδώ Σωτηρίου, μέσα από τα «Ματωμένα χώματα», είναι το ίδιο γλαφυρή για την απάνθρωπη συμπεριφορά των «Συμμάχων»
«Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν νά ‘ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των Τσέτηδων!
– Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τούς κερατάδες!).
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι Τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες τού Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουν μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Άι Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει».
«Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι τής Αντάντ;
Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια τής χαράς για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»
Τελευταία μέρα Αυγούστου εν έτει 1922 δεν υπήρχε ελληνικός στρατός στην προαιώνια κοιτίδα 3.000 ετών Ελληνισμού της Μικράς Ασίας! Η Σμύρνη είχε παραδοθεί στις φλόγες (και στον συνωστισμό της Ρεμπούση) οι συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί της «καθ΄ημάς Ανατολής» ζούσαν την ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ τους … Οποιαδήποτε ομοιότητα με το σήμερα είναι απολύτως αληθινή.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μιχαήλ Ροδά «Πως η Γερμανία κατέστρεψε τον Ελληνισμό της Τουρκίας»
«Η Εξωτερική Ελλάς»
[…] Εις την εμπορικήν πρόοδόν του ο Ελληνισμός δεν συναντά μέχρι του 1900 κανένα εμπόδιο. Ο Τούρκος εξακολουθεί τον ύπνον του. Αρκεί εις τον χωρικόν η εργασία των αγρών. Ο υπάλληλος έχει εξασφαλίσει τα της ζωής του με το «μπαξίσι» και ο «μπέης» έχει το τακτικόν εισόδημα των τσιφλικίων. Από αιώνων ο Έλλην της Τουρκίας συναλλάσσεται αρμονικώτατα με τον Άγγλον και τον Γάλλον, προμηθεύεται από τας μεγάλας αγοράς της Αγγλίας και της Γαλλίας πλείστα είδη και ενισχύεται διαρκώς εις την επικράτησίν του. Το ομογενές στοιχείον, άνευ της εμπορικής και πολιτικής ακόμη συνδρομής των ανωτέρω Κρατών, δεν θα εκυριάρχει εν τη Ανατολή. Κατά τους μακρούς και μαύρους χρόνους της τυραννίας, χιλιάδες εμπόρων, διδασκάλων και εθναποστόλων, επροστατεύθησαν κάτω από την στέγην την Αγγλικήν ή Γαλλικήν.
Ουδέποτε ηκούσθη παράπονον ή υπεδείχθη κίνδυνος υπό επισήμων αντιπροσώπων της Ελλάδος, ούτε καν υπό ιδιωτών, περί συντριβής του Ελληνικού στοιχείου ή των εμπορικών αυτού συμφερόντων, εκ μέρους των Άγγλων ή των Γάλλων. Ο υπήκοος των δύο αυτών κρατών, εξήσκει το εμπόριόν του χωρίς συναγωνισμούς, άνευ προκαταλήψεως εναντίον μας, με ελευθερίαν υποβοηθητικήν κατά το πλείστον προς επικράτησίν μας. Δυστυχώς αι εμπορικαί συνθήκαι, μετά τον πόλεμον του 1897 και κυριώτατα από το 1900 και εντεύθεν, μετεβλήθησαν, διότι εις την Ανατολήν ενεφανίσθη δεινός συναγωνιστής, ακατάβλητος, εφωδιασμένος με όλα τα μέσα του πολέμου, προγραμματιστής και ικανός δι’ έντιμον ή μη εμπορικόν πόλεμον.
Ο Γερμανός.
Εξεστράτευσε με την εντολήν της εξοντώσεως και με την σημαίαν της επικρατήσεως εν Τουρκία, πολιτικής και εμπορικής, αντί πάσης θυσίας. Ό,τι εν Τουρκία εκυριάρχει είχε ζωήν και κίνησιν, έδιδεν εις τον τόπον τον τόνον της υπεροχής, έπρεπε να καταπέση, να συντριβή, να εξαφανισθή. Επάνω από τα πτώματα όλων, Ελλήνων, Γάλλων, Άγγλων και λοιπών επικρατούντων στοιχείων, έπρεπε να βαδίση ο Γερμανός και να επεκτείνη την επικράτησίν του προς τα μέρη όπου από αιώνας εργάζονται τιμιώτατα εκατομμύρια ανθρώπων.
Και το σχέδιον της εξοντώσεως ετέθη εις εφαρμογήν, ο πόλεμος εκηρύχθη αμείλικτος εκ μέρους αυτού του Αυτοκράτορος της Γερμανίας, ο οποίος μετεβλήθη εις παραγγελιοδόχον και εξεστράτευσε μέχρι της Ανατολής, καθ’ ην στιγμήν ο φίλος του Χαμήτ έχυνε ποταμούς αιμάτων χριστιανικών. Αι χείρες Σουλτάνου και Γερμανού Αυτοκράτορος κατά την απαισίαν και τραγικήν αυτήν στιγμήν, συνεσφίγγοντο αδελφικώτατα. (Από την έκδοση)
Περιεχόμενα
ΠΩΣ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΝ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΛΛΑΣ
ΒΕΡΟΛΙΝΟΝ – ΒΑΓΔΑΤΗ
Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΥΠΕΡΑΝΩ ΟΛΩΝ!!!
ΝΕΟΤΟΥΡΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΙΣΜΟΣ
Η ΠΡΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΕΔΗΛΩΘΗ ΑΠΟ ΤΟΥ 1908 – ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΑΖΗΜ ΒΕΗΝ
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ – ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΠΡΑΞΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ – ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΥΝ ΕΙΣ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ ΤΗΝ ΘΡΑΚΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ Μ. ΑΣΙΑΝ
ΑΠΕΡΑΝΤΟΝ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ
Η Αντιμετώπιση των Αγωνιστών του 1821
Η εφιαλτική, προδοτική κι επαίσχυντη από τους Κυβερνώντες, Αντιμετώπιση των Αγωνιστών του 1821. Κραυγαλέες περιπτώσεις οι θανατικές καταδίκες των πατριωτών στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (25 Μαΐου 1834) και Γιάννη Μακρυγιάννη (16 Μαρτίου 1853), του Νικολάου Πλαπούτα,...
Η εφιαλτική, προδοτική κι επαίσχυντη από τους Κυβερνώντες, Αντιμετώπιση των Αγωνιστών του 1821
Οι Βαυαροί, (Γερμανοί) που ήρθαν με τον Όθωνα και κυβέρνησαν την Ελλάδα απολυταρχικά επί τριάντα ολόκληρα χρόνια (1833-1862), θα περιφρονήσουν και θα αγνοήσουν και τους φτωχούς λαϊκούς αγωνιστές του ’21, που είχαν ποτίσει με ποταμούς αιμάτων το δέντρο της λευτεριάς και που τώρα ζητούσαν αποκατάσταση. Ορισμένες φορές η περιφρόνηση αυτή λαμβάνει την μορφή ωμής καταδίωξης και φυσικής εξόντωσης. Κραυγαλέες περιπτώσεις οι θανατικές καταδίκες των πατριωτών στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (25 Μαΐου 1834) και Γιάννη Μακρυγιάννη (16 Μαρτίου 1853), του Νικολάου Πλαπούτα, του Βαρβάκη κλπ. «Έτσι δυσαρεστημένη και αγανακτισμένη έσβησε η τάξη των αγωνιστών με το πέρασμα του χρόνου».
Το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο βρήκε την έκφρασή του στην λογοτεχνία της εποχής. Στην ποίηση, την πεζογραφία (δηλαδή κυρίως στα Απομνημονεύματα του Αγώνα) και το θέατρο. Οι προοδευτικοί λογοτέχνες του περασμένου αιώνα διεκτραγωδούν την οικονομική εξαθλίωση των αγωνιστών, οι οποίοι, φτωχοί και ρακένδυτοι, ζητιανεύουν για να ζήσουν και μερικοί πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα. Και το ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι, πέρα από τις ιδεολογικές και τεχνοτροπικές διαφορές τους, τα κείμενα αυτά συνδέονται μεταξύ τους με έναν κοινό ηθικό παρονομαστή, ιδιαίτερα ισχυρό και επίμονο. Απέναντι στο ίδιο φαινόμενο η αντίδραση συγγραφέων ποικιλότατης ιδιοσυγκρασίας και παιδείας, από τον Μακρυγιάννη ως τον Αλέξανδρο Σούτσο, διαμορφώνει μιαν ενιαία στάση: πικρή απογοήτευση και επαναστατική διαμαρτυρία.
* Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δε ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή κυβέρνηση. Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, τους προκάλεσε δε μεγάλη καταστροφή.
Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία. Στη μάχη αυτή πήρε και το όνομα τουρκοφάγος, καθώς, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, έσπασε τρεις σπάθες με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε. Στο τέλος της μάχης το χέρι του είχε μαρμαρώσει και δεν μπορούσε να αφήσει την σπάθα. (26 – 28 Ιουλίου 1822).
Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα. Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων). Η ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε το Νικηταρά το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Όταν αποφυλακίστηκε, ή υγεία του ήταν εξασθενημένη από τα βασανιστήρια που του έκαναν κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του. Έπασχε από ζάχαρο χωρίς να το γνωρίζει με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όραση του.
Βίωσε την αχαριστία και την αγνωμοσύνη της ελληνικής πολιτείας όταν του αρνήθηκε μια αξιοπρεπή σύνταξη ώστε να ζει αυτός και η οικογένεια του ευπρεπώς και αντί αυτού, του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας» στον ναό της Ευαγγελίστριας κάθε Παρασκευή. Το 1843 όταν ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει σύνταγμα στην Ελλάδα, του απομενήμηθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Πέθανε το 1849 σε ηλικία 68 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στο Κολοκοτρώνη όπως και έγινε. Νικηταρά – Νικηταρά πού’χεις στα πόδια σου φτερά και στην καρδιά ατσάλι
* Οδυσσέας Ανδρούτσος: Οι παλιές προστριβές του Ανδρούτσου με τους καλαμαράδες, όπως ονόμαζε τους πολιτικούς, και οι έντονες αντιδράσεις του, η τάση τέλος της Κυβέρνησης Κουντουργιώτη να τον παραγκωνίζει και να μην του χορηγεί τα απαιτούμενα χρήματα και εφόδια για τη συγκρότηση ισχυρού στρατού και στρατοπέδων στη Στερεά, είχαν απογοητεύσει τον Ανδρούτσο. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, η απροθυμία της κυβερνήσεως να τον βοηθήσει και ο κίνδυνος των επαρχιών της Στερεάς Ελλάδας από την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, τον είχαν κάνει στις αρχές Αυγούστου 1824 να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς για να βάλει ξανά καπάκια, μολονότι μόλις τον Απρίλιο, στη συνέλευση των Σαλώνων, είχε αποφασισθεί «κανένας στρατιωτικός να μην ημπορεί να βάλει τα λεγόμενα καπάκια».
Διαβλέποντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών, ο Ανδρούτσος αποσύρεται απογοητευμένος στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, στα βόρεια του Παρνασσού, κοντά στο χωριό Βελίτσα. Οι κινήσεις και οι διαθέσεις του όμως τον έκαναν περισσότερο ύποπτο στην κυβέρνηση, και κυρίως στον Κωλέττη και στους άλλους εχθρούς του, που ζητούσαν να διορίσουν άλλους καπεταναίους στη θέση του.
Η καχυποψία του ενισχύθηκε όταν έμαθε τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν τόσο πολύ τον Ανδρούτσο, ο οποίος θέλοντας να φοβίσει τους καλαμαράδες, ενώθηκε με τους Τούρκους με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας. Η συμφωνία που κλείστηκε τότε με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου «ήταν κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα καπάκια, ήταν μια πράξη απελπισίας που έφθανε στα όρια της προδοσίας». Ο πραγματικός της σκοπός φαίνεται από όσα γράφει ο Σπηλιάδης, «…αν εφάνη συνεννοούμενος με τον εχθρό δεν αποδείχνει άλλο ειμή ότι ηπείλει την κυβέρνησιν, και εν ταυτώ ηπάτα τους Τούρκους δια τον σκοπόν του »
Τότε η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την ύποπτη στάση του διόρισε στις 20 Φεβρουαρίου 1825 το παλιό πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα αρχηγό της εκστρατείας στην ανατολική Ελλάδα και του χορήγησε 140.000 γρόσια. Ο Γκούρας βάδισε προς τη Δόμβραινα και από εκεί στη Λειβαδιά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις τον ακολούθησαν καταπόδι και τον ανάγκασαν, αυτόν και τους 400 Τούρκους ντελήδες (ιππείς) που του είχε στείλει ο Ομέρ πασάς από τη Χαλκίδα, να υποχωρήσουν στη Χαιρώνεια και κατόπιν στην πατρίδα του Λιβανάτες. Στο μοναστήρι της Βελιβούς, μεταξύ 27 Μαρτίου- 7 Απριλίου, η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά, μετά από συνεννοήσεις με τον Νικόλαο Γκριτζιώτη, εγκατέλειψε κρυφά τους ντελήδες και παραδόθηκε στον Γκούρα που τον έστειλε με συνοδεία στην Αθήνα.
Μόλις έφθασε εκεί, τον έκλεισαν σε φυλακή στο κάτω μέρος του ψηλού Γουλά (πύργου) που υψωνόταν δεξιά στην είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Τότε έγινε απόπειρα απελευθέρωσης του Ανδρούτσου. Όταν ο Γκούρας ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στον Όσιο Λουκά, επειδή είχε ανάγκη από τρόφιμα και πολεμοφόδια για να αντιμετωπίσει τον Ντεμίρ πασά και τον Μουστάμπεη οι οποίοι είχαν μπει στα Σάλωνα, είχε στείλει τον παλαιό γραμματικό του Οδυσσέα Γεωργαντά να κάνει προμήθειες στο Λουτράκι. Εκεί θα συναντήσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, φίλο του Ανδρούτσου και τον Κώστα Μπότσαρη. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μόλις έμαθε τα γεγονότα σχετικά με τη φυλάκιση του Ανδρούτσου, εξοργίστηκε και «έβρισε τον Γκούρα παλιόβλαχο» Ο Καραϊσκάκης θα ξεκινήσει για το στρατόπεδο της Στερεάς για να απελευθερώσει τον φίλο του.
Ο Γκούρας θα οχυρωθεί εκεί και ο Καραϊσκάκης δεν θα μπορέσει να τον απελευθερώσει. Για να αποκλιμακώσει την ένταση η Διευθυντική Επιτροπή της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος έστειλε επιστολή στην έδρα της διοικήσεως γνωμοδοτώντας την μετάθεση του Γκούρα στο στρατόπεδο της Αθήνας και η κυβέρνηση να μαλακώσει τον Καραϊσκάκη. Περιμένοντας να δικαστεί ο Ανδρούτσος, στις 5 Ιουνίου μετά τα μεσάνυχτα, ο οπλαρχηγός Μαμούρης και Γκούρα, οργάνωσαν την δολοφονία του μεγάλου αγωνιστή.
Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι, ενεργώντας κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον θανάτωσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από τον Γουλά κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι τάχα ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε.
* Μπουμπουλίνα η Λασκαρίνα: Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (η κυβέρνηση των Καπεταναίων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία.
Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη,, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο. Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση.
Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και καθοδηγούμενη μόνο από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες όταν έρχεται όμως τότε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύεται την κόρη της πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες. Οι Κουτσαίοι ήταν πάρα πολύ πλούσια οικογένεια και πρόκριτοι των Σπετσών, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά. Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, Ευγενία Κούτση, ήταν ήδη λογοδοσμένη να πάρει κάποιον άλλον πλουσιότερο Σπετσιώτη. Οι δύο νέοι όμως αγαπιούνται, κλέβονται και πηγαίνουν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα.
Η Μπουμπουλίνα μαθαίνει το γεγονός και πάει και αυτή στο σπίτι να δει τι γίνεται, λίγο αργότερα καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά την διάρκεια μιας πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβολεί την Μπουμπουλίνα το βόλι την πετυχαίνει στο μέτωπο και την αφήνει αμέσως νεκρή. Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, δολοφονήθηκε ύπουλα σε μια γελοία συμπλοκή. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή. Η ελληνική πολιτεία έκλεισε την υπόθεση και δεν αναζήτησε τους δράστες.
* Μαντώ Μαυρογένους: Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά για την Ιταλία. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Nικόλαος Μαυρογένης ασχολήθηκε με το εμπόριο. Με την έναρξη της Επανάστασης πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά.
Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πώς, εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική αλλά και την Τουρκική. Μετά την Επανάσταση, απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο και έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πολύ φτωχή παραγκωνισμένη από την οικογένεια της και λησμονημένη από την πατρίδα που ελευθέρωσε.
* Πλαπούτας (ἢ Κολιόπουλος) Δημήτριος (Παλούμπα Γορτυνίας, 1786-1864) Φιλικός και οπλαρχηγός του 1821, στενός συνεργάτης του Θ. Κολοκοτρώνη. Μὲ τοὺς διωγμοὺς τῶν Τούρκων, πήγε στη Ζάκυνθο και κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό ὡς εκατόνταρχος. Επιστρέφοντας στὸ Μοριά, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στον ξεσηκωμό της Γορτυνίας. Μετά την απελευθέρωση ὑποστήριξε τὸν Ἰ. Καποδίστρια καὶ πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη. Εκλέχτηκε πληρεξούσιος Γορτυνίας στὴν Δ´ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους (1824).
Το 1832 ταξίδεψε στὸ Μόναχο μαζί με τον Κ. Μπότσαρη και Ἀ. Μιαούλη νια να υποβάλλουν χαιρετισμό στὸν πρίγκιπα Ὄθωνα, μέλλοντα βασιλιά της Ελλάδας. Το 1833 τον κατηγόρησαν, μαζὶ μὲ τον Θ. Κολοκοτρώνη ως υποπτο συνωμοσίας εναντίον της αντιβασιλείας, πριν από την ενηλικίωση τοῦ Όθωνα. Οἱ δυό αγωνιστές κλείστηκαν στις φυλακές τοῦ Ναυπλίου, δικάστηκαν καὶ καταδικάστηκαν σε θάνατο, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Με την ενηλικίωση τοῦ βασιλιά, τους δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκαν. Ἔγινε γερουσιαστής καὶ αποσύρθηκε στὴ γενέτειρά του με το βαθμό του αντιστράτηγου. Πέθανε απογοητευμένος στον οἰκογενειακὸ πύργο, που σώζεται ακόμη καὶ αποτελεί αξιοθέατο σημείο για τους επισκέπτες.
* Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
«Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;» αλλά, ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας».
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από εγκεφαλικό επεισόδιο, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα:
«Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Κίτσος Τζαβέλας: Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του δεύτερου, ανατέθηκε σ’ αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά.
Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του μάλιστα να καθαρίσει την Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή, διότι υπήρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι.
Όταν στην Ελλάδα ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών, μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, απογοητευμένος αποσύρθηκε. Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855 στην Αθήνα.
*Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχιστράτηγος Πελοποννήσου, το μυαλό της Επανάστασης: φυλακίστηκε από την αντιβασιλεία, καταδικάστηκε σε θάνατο, του δόθηκε χάρη από τον Όθωνα και πέθανε από συμφόρηση το 1843, σε ηλικία 73 χρόνων
* Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο δυναμικός αγωνιστής: πέθανε το 1849, άρρωστος, φτωχός και τυφλός σ” ένα ημιυπόγειο στον Πειραιά, ενώ η οικογένειά του «απέθνησκε της πείνης», σε ηλικία 68 χρόνων
* Γιάννης Μακρυγιάννης, πρωταγωνιστής στην Επανάσταση και την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα: πέθανε το 1864 από τις κακουχίες του αγώνα και την απομόνωση και τη φυλάκισή του, (1851 – 1854). Είχε καταδικαστεί σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, σε ηλικία 67 χρόνων
* Ανδρέας Μιαούλης, ναύαρχος: πέθανε το 1835 από φυματίωση , στο σπίτι του στην Αθήνα σε ηλικία 68 χρόνων
* Ανδρέας Λόντος, ο πλούσιος πρόκριτος των Καλαβρύτων και πρωταγωνιστής της 3ης Σεπτεμβρίου: αυτοκτόνησε «μη δυνάμενος να ανεχτεί την ένδοιάν του», το 1846 σε ηλικία 62 χρόνων
* Κίτσος Τζαβέλας, ο Σουλιώτης οπλαρχηγός: πέθανε στο Μεσολόγγι το 1855, από τη στενοχώρια του που δεν διαψεύστηκαν οι ελπίδες του για απελευθέρωση Ηπείρου – Θεσσαλίας στο κίνημα του 1854, σε ηλικία 55 χρόνων
* Μαντώ Μαυρογένους, η αρχόντισσα της Μυκόνου που έδωσε όλη της την περιουσία για τον Αγώνα: πέθανε φτωχή από τυφώδη πυρετό στην Πάρο το 1840, σε ηλικία 44 ετών
* Αλέξανδρος & Δημήτριος Υψηλάντης, άρχισαν και τέλειωσαν την Επανάσταση: το 1828 ο πρώτος στη Βιέννη, από άσθμα 36 χρόνων και το 1832 από στηθικό νόσημα ο δεύτερος στο Ναύπλιο, ούτε 40 ετών. Φαίνεται ότι οι Υψηλάντηδες έπασχαν από μια σπάνια κληρονομική ασθένεια που οδηγούσε σε θάνατο από αναπνευστικές λοιμώξεις (6 από τα 7 αδέρφια έπασχαν)
* Νικόλαος Κριεζώτης, ο ήρωας της Εύβοιας: πέθανε καταδιωγμένος από το οθωνικό καθεστώς, αυτοεξόριστος στη Σμύρνη το 1853, σε ηλικία 68 ετών
* Παναγιώτης Σέκερης, ο χρηματοδότης της Φιλικής Εταιρίας: πέθανε το 1830 πάμφτωχος στο Ναύπλιο, όπου διορίστηκε τελώνης, σε ηλικία 52 ετών
* Δολοφονήθηκαν (από Έλληνες): Οδυσσέας Ανδρούτσος, Πάνος Κολοκοτρώνης, Ιωάννης Καποδίστριας.
Στο ίδιο έργο θεατές να παίζεται από τα αρχαία χρόνια.
* Πυθαγόρας, φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης: 500 π.κ.ε. ετών 80 πέθανε (ή δολοφονήθηκε) στην εξορία από πείνα
* Μιλτιάδης, ο νικητής της μάχης του Μαραθώνα: 489 π.κ.ε. πέθανε ετών 65 στη φυλακή
* Αριστείδης ο Δίκαιος: 468 π.κ.ε. πέθανε ετών 72 στην εξορία από πείνα
* Θεμιστοκλής, ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας: 461 π.κ.ε. πέθανε ετών 66 στην εξορία
* Αισχύλος, κορυφαίος τραγικός ποιητής: 456 π.κ.ε. πέθανε ετών 69 στην εξορία
* Περικλής, ο πολιτικός του χρυσού αιώνα: 429 π.κ.ε. πέθανε ετών 66 παραιτήθηκε λόγω κατηγορίας
* Φειδίας, κορυφαίος γλύπτης: 429 π.κ.ε. πέθανε ετών 66 στη φυλακή
* Αναξαγόρας, φιλόσοφος και αστρονόμος: 428 π.κ.ε. πέθανε ετών 72 στην εξορία
* Ηρόδοτος, ο πατέρας της Ιστορίας: 429 π.κ.ε. πέθανε ετών 59 στην εξορία
* Ικτίνος, αρχιτέκτονας του Παρθενώνα: 420 π.κ.ε. πέθανε στην εξορία
* Σοφοκλής, κορυφαίος τραγικός ποιητής: 406 π.κ.ε. πέθανε ετών 90 στην εξορία από πείνα
* Ευριπίδης, κορυφαίος τραγικός ποιητής: 406 π.κ.ε. πέθανε ετών 74 στην εξορία
* Αλκιβιάδης, πολιτικός της Αθήνας: 404 π.κ.ε. πέθανε ετών 48 στην εξορία
* Σωκράτης, φιλόσοφος: 399 π.κ.ε. ετών 71 ήπιε το κώνειο
* Θουκυδίδης, ιστορικός 396 π.κ.ε. πέθανε ετών 64 στην εξορία
* Αριστοφάνης, κωμοδιογράφος: 385 π.κ.ε. ετών 61 πέθανε στην εξορία από πείνα
* Πλάτων, φιλόσοφος: 347 π.κ.ε. πέθανε ετών 80 στην εξορία
* Ισοκράτης, ρήτορας: 338 π.κ.ε. πέθανε ετών 99 στην εξορία
* Δημοσθένης, ρήτορας: 322 π.κ.ε. πέθανε ετών 62 ήπιε δηλητήριο
***
Φωτογραφία πρώτη «Η Ελλάς ευγνωμονούσα»
Σήμερα το πολιτικό τραβέλι της «πρώτης φορά γάμησε τα» που έβαλαν στην κυβέρνηση οι νεοραγιάδες έβγαλε από το προθυπουργικό γραφείο τον πίνακα «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» του Έλληνα ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη, που φιλοτεχνήθηκε το έτος 1858 κι ανήκει στο αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης. Πρόκειται για έργο με ιδιαίτερο συμβολισμό, αφού απεικονίζει την Ελλάδα με τη μορφή νέας στεφανωμένης γυναίκας, ενδεδυμένης αρχαιοπρεπώς, εν μέσω αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, να έχει σπάσει τις αλυσίδες της σκλαβιάς από τα πόδια της.
Τον συμβολισμό αυτό εκτίμησε ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και από το 1982, όταν το Μέγαρο Μαξίμου ορίστηκε ως πρωθυπουργική έδρα, ο πίνακας κοσμούσε τον τοίχο πίσω ακριβώς από το γραφείο του πρωθυπουργού. Έτσι, ο πίνακας έγινε ιδιαίτερα γνωστός, μέσω τηλεοπτικών μεταδόσεων και φωτογραφιών από συναντήσεις του πρωθυπουργού. Μέχρι το 2009, όλοι οι πρωθυπουργοί μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου διατήρησαν τον πίνακα στη θέση του. Το 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου στη θέση του έβαλε το έργο «Ατέρμονο Πεδίο – Δελφοί» του Ελληνοαμερικάνου εικαστικού Θεόδωρου Στάμου, ο οποίος θεωρείται εκπρόσωπος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Το «Ατέρμονο Πεδίο – Δελφοί» παρέμεινε στο πρωθυπουργικό γραφείο και κατά τα περάσματα από το Μέγαρο Μαξίμου των Λουκά Παπαδήμου και Παναγιώτη Πικραμμένου. Τον Ιούνιο του 2012, με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αντώνη Σαμαρά, το έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη επέστρεψε και πάλι στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά τον Ιανουάριο του 2015, ο νέος πρωθυπουργός των ραγιάδων Αλέξης Τσίπρας έβαλε στη θέση του τον πίνακα του εικαστικού Δημοσθένη Κοκκινίδη «Αντίθεση» (1980).
Η κατρακύλα στον μηδενισμό, στον βόρβορο και την σαπίλα γίνεται βήμα -βήμα, δηλ. πιάσ τ’ αυγό και κούρεψ’ το!!! στην νεοελληνική μπανανία της πολυπολιτισμικότητας και της πανούκλας.
Σήμερα νεοραγιάδες απόγονοι του Εφιάλτη κι όχι του ΛΕΩΝΙΔΑ, είστε ΝΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821 που πολέμησαν τον ΤΟΥΡΚΟ και το ΙΣΛΑΜ δεν το έβαλαν στα σπίτια τους !!!
Ας γνωρίζετε όμως παρασιτικοί, πανουκλιασμένοι νεοραγιάδες ότι, μετά την ΥΒΡΙΝ ακολουθεί η ΝΕΜΕΣΙΣ.
@Ιων Μάγγος /miastala.com 2009
Οι Βαυαροί, (Γερμανοί) που ήρθαν με τον Όθωνα και κυβέρνησαν την Ελλάδα απολυταρχικά επί τριάντα ολόκληρα χρόνια (1833-1862), θα περιφρονήσουν και θα αγνοήσουν και τους φτωχούς λαϊκούς αγωνιστές του ’21, που είχαν ποτίσει με ποταμούς αιμάτων το δέντρο της λευτεριάς και που τώρα ζητούσαν αποκατάσταση. Ορισμένες φορές η περιφρόνηση αυτή λαμβάνει την μορφή ωμής καταδίωξης και φυσικής εξόντωσης. Κραυγαλέες περιπτώσεις οι θανατικές καταδίκες των πατριωτών στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (25 Μαΐου 1834) και Γιάννη Μακρυγιάννη (16 Μαρτίου 1853), του Νικολάου Πλαπούτα, του Βαρβάκη κλπ. «Έτσι δυσαρεστημένη και αγανακτισμένη έσβησε η τάξη των αγωνιστών με το πέρασμα του χρόνου».
Το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο βρήκε την έκφρασή του στην λογοτεχνία της εποχής. Στην ποίηση, την πεζογραφία (δηλαδή κυρίως στα Απομνημονεύματα του Αγώνα) και το θέατρο. Οι προοδευτικοί λογοτέχνες του περασμένου αιώνα διεκτραγωδούν την οικονομική εξαθλίωση των αγωνιστών, οι οποίοι, φτωχοί και ρακένδυτοι, ζητιανεύουν για να ζήσουν και μερικοί πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα. Και το ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι, πέρα από τις ιδεολογικές και τεχνοτροπικές διαφορές τους, τα κείμενα αυτά συνδέονται μεταξύ τους με έναν κοινό ηθικό παρονομαστή, ιδιαίτερα ισχυρό και επίμονο. Απέναντι στο ίδιο φαινόμενο η αντίδραση συγγραφέων ποικιλότατης ιδιοσυγκρασίας και παιδείας, από τον Μακρυγιάννη ως τον Αλέξανδρο Σούτσο, διαμορφώνει μιαν ενιαία στάση: πικρή απογοήτευση και επαναστατική διαμαρτυρία.
* Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δε ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή κυβέρνηση. Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, τους προκάλεσε δε μεγάλη καταστροφή.
Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία. Στη μάχη αυτή πήρε και το όνομα τουρκοφάγος, καθώς, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, έσπασε τρεις σπάθες με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε. Στο τέλος της μάχης το χέρι του είχε μαρμαρώσει και δεν μπορούσε να αφήσει την σπάθα. (26 – 28 Ιουλίου 1822).
Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα. Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων). Η ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε το Νικηταρά το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Όταν αποφυλακίστηκε, ή υγεία του ήταν εξασθενημένη από τα βασανιστήρια που του έκαναν κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του. Έπασχε από ζάχαρο χωρίς να το γνωρίζει με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όραση του.
Βίωσε την αχαριστία και την αγνωμοσύνη της ελληνικής πολιτείας όταν του αρνήθηκε μια αξιοπρεπή σύνταξη ώστε να ζει αυτός και η οικογένεια του ευπρεπώς και αντί αυτού, του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας» στον ναό της Ευαγγελίστριας κάθε Παρασκευή. Το 1843 όταν ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει σύνταγμα στην Ελλάδα, του απομενήμηθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Πέθανε το 1849 σε ηλικία 68 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στο Κολοκοτρώνη όπως και έγινε. Νικηταρά – Νικηταρά πού’χεις στα πόδια σου φτερά και στην καρδιά ατσάλι
* Οδυσσέας Ανδρούτσος: Οι παλιές προστριβές του Ανδρούτσου με τους καλαμαράδες, όπως ονόμαζε τους πολιτικούς, και οι έντονες αντιδράσεις του, η τάση τέλος της Κυβέρνησης Κουντουργιώτη να τον παραγκωνίζει και να μην του χορηγεί τα απαιτούμενα χρήματα και εφόδια για τη συγκρότηση ισχυρού στρατού και στρατοπέδων στη Στερεά, είχαν απογοητεύσει τον Ανδρούτσο. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, η απροθυμία της κυβερνήσεως να τον βοηθήσει και ο κίνδυνος των επαρχιών της Στερεάς Ελλάδας από την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, τον είχαν κάνει στις αρχές Αυγούστου 1824 να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς για να βάλει ξανά καπάκια, μολονότι μόλις τον Απρίλιο, στη συνέλευση των Σαλώνων, είχε αποφασισθεί «κανένας στρατιωτικός να μην ημπορεί να βάλει τα λεγόμενα καπάκια».
Διαβλέποντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών, ο Ανδρούτσος αποσύρεται απογοητευμένος στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, στα βόρεια του Παρνασσού, κοντά στο χωριό Βελίτσα. Οι κινήσεις και οι διαθέσεις του όμως τον έκαναν περισσότερο ύποπτο στην κυβέρνηση, και κυρίως στον Κωλέττη και στους άλλους εχθρούς του, που ζητούσαν να διορίσουν άλλους καπεταναίους στη θέση του.
Η καχυποψία του ενισχύθηκε όταν έμαθε τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν τόσο πολύ τον Ανδρούτσο, ο οποίος θέλοντας να φοβίσει τους καλαμαράδες, ενώθηκε με τους Τούρκους με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας. Η συμφωνία που κλείστηκε τότε με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου «ήταν κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα καπάκια, ήταν μια πράξη απελπισίας που έφθανε στα όρια της προδοσίας». Ο πραγματικός της σκοπός φαίνεται από όσα γράφει ο Σπηλιάδης, «…αν εφάνη συνεννοούμενος με τον εχθρό δεν αποδείχνει άλλο ειμή ότι ηπείλει την κυβέρνησιν, και εν ταυτώ ηπάτα τους Τούρκους δια τον σκοπόν του »
Τότε η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την ύποπτη στάση του διόρισε στις 20 Φεβρουαρίου 1825 το παλιό πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα αρχηγό της εκστρατείας στην ανατολική Ελλάδα και του χορήγησε 140.000 γρόσια. Ο Γκούρας βάδισε προς τη Δόμβραινα και από εκεί στη Λειβαδιά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις τον ακολούθησαν καταπόδι και τον ανάγκασαν, αυτόν και τους 400 Τούρκους ντελήδες (ιππείς) που του είχε στείλει ο Ομέρ πασάς από τη Χαλκίδα, να υποχωρήσουν στη Χαιρώνεια και κατόπιν στην πατρίδα του Λιβανάτες. Στο μοναστήρι της Βελιβούς, μεταξύ 27 Μαρτίου- 7 Απριλίου, η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά, μετά από συνεννοήσεις με τον Νικόλαο Γκριτζιώτη, εγκατέλειψε κρυφά τους ντελήδες και παραδόθηκε στον Γκούρα που τον έστειλε με συνοδεία στην Αθήνα.
Μόλις έφθασε εκεί, τον έκλεισαν σε φυλακή στο κάτω μέρος του ψηλού Γουλά (πύργου) που υψωνόταν δεξιά στην είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Τότε έγινε απόπειρα απελευθέρωσης του Ανδρούτσου. Όταν ο Γκούρας ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στον Όσιο Λουκά, επειδή είχε ανάγκη από τρόφιμα και πολεμοφόδια για να αντιμετωπίσει τον Ντεμίρ πασά και τον Μουστάμπεη οι οποίοι είχαν μπει στα Σάλωνα, είχε στείλει τον παλαιό γραμματικό του Οδυσσέα Γεωργαντά να κάνει προμήθειες στο Λουτράκι. Εκεί θα συναντήσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, φίλο του Ανδρούτσου και τον Κώστα Μπότσαρη. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μόλις έμαθε τα γεγονότα σχετικά με τη φυλάκιση του Ανδρούτσου, εξοργίστηκε και «έβρισε τον Γκούρα παλιόβλαχο» Ο Καραϊσκάκης θα ξεκινήσει για το στρατόπεδο της Στερεάς για να απελευθερώσει τον φίλο του.
Ο Γκούρας θα οχυρωθεί εκεί και ο Καραϊσκάκης δεν θα μπορέσει να τον απελευθερώσει. Για να αποκλιμακώσει την ένταση η Διευθυντική Επιτροπή της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος έστειλε επιστολή στην έδρα της διοικήσεως γνωμοδοτώντας την μετάθεση του Γκούρα στο στρατόπεδο της Αθήνας και η κυβέρνηση να μαλακώσει τον Καραϊσκάκη. Περιμένοντας να δικαστεί ο Ανδρούτσος, στις 5 Ιουνίου μετά τα μεσάνυχτα, ο οπλαρχηγός Μαμούρης και Γκούρα, οργάνωσαν την δολοφονία του μεγάλου αγωνιστή.
Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι, ενεργώντας κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον θανάτωσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από τον Γουλά κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι τάχα ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε.
* Μπουμπουλίνα η Λασκαρίνα: Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (η κυβέρνηση των Καπεταναίων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία.
Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη,, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο. Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση.
Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και καθοδηγούμενη μόνο από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες όταν έρχεται όμως τότε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύεται την κόρη της πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες. Οι Κουτσαίοι ήταν πάρα πολύ πλούσια οικογένεια και πρόκριτοι των Σπετσών, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά. Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, Ευγενία Κούτση, ήταν ήδη λογοδοσμένη να πάρει κάποιον άλλον πλουσιότερο Σπετσιώτη. Οι δύο νέοι όμως αγαπιούνται, κλέβονται και πηγαίνουν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα.
Η Μπουμπουλίνα μαθαίνει το γεγονός και πάει και αυτή στο σπίτι να δει τι γίνεται, λίγο αργότερα καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά την διάρκεια μιας πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβολεί την Μπουμπουλίνα το βόλι την πετυχαίνει στο μέτωπο και την αφήνει αμέσως νεκρή. Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, δολοφονήθηκε ύπουλα σε μια γελοία συμπλοκή. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή. Η ελληνική πολιτεία έκλεισε την υπόθεση και δεν αναζήτησε τους δράστες.
* Μαντώ Μαυρογένους: Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά για την Ιταλία. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Nικόλαος Μαυρογένης ασχολήθηκε με το εμπόριο. Με την έναρξη της Επανάστασης πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά.
Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πώς, εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική αλλά και την Τουρκική. Μετά την Επανάσταση, απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο και έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πολύ φτωχή παραγκωνισμένη από την οικογένεια της και λησμονημένη από την πατρίδα που ελευθέρωσε.
* Πλαπούτας (ἢ Κολιόπουλος) Δημήτριος (Παλούμπα Γορτυνίας, 1786-1864) Φιλικός και οπλαρχηγός του 1821, στενός συνεργάτης του Θ. Κολοκοτρώνη. Μὲ τοὺς διωγμοὺς τῶν Τούρκων, πήγε στη Ζάκυνθο και κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό ὡς εκατόνταρχος. Επιστρέφοντας στὸ Μοριά, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στον ξεσηκωμό της Γορτυνίας. Μετά την απελευθέρωση ὑποστήριξε τὸν Ἰ. Καποδίστρια καὶ πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη. Εκλέχτηκε πληρεξούσιος Γορτυνίας στὴν Δ´ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους (1824).
Το 1832 ταξίδεψε στὸ Μόναχο μαζί με τον Κ. Μπότσαρη και Ἀ. Μιαούλη νια να υποβάλλουν χαιρετισμό στὸν πρίγκιπα Ὄθωνα, μέλλοντα βασιλιά της Ελλάδας. Το 1833 τον κατηγόρησαν, μαζὶ μὲ τον Θ. Κολοκοτρώνη ως υποπτο συνωμοσίας εναντίον της αντιβασιλείας, πριν από την ενηλικίωση τοῦ Όθωνα. Οἱ δυό αγωνιστές κλείστηκαν στις φυλακές τοῦ Ναυπλίου, δικάστηκαν καὶ καταδικάστηκαν σε θάνατο, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Με την ενηλικίωση τοῦ βασιλιά, τους δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκαν. Ἔγινε γερουσιαστής καὶ αποσύρθηκε στὴ γενέτειρά του με το βαθμό του αντιστράτηγου. Πέθανε απογοητευμένος στον οἰκογενειακὸ πύργο, που σώζεται ακόμη καὶ αποτελεί αξιοθέατο σημείο για τους επισκέπτες.
* Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
«Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;» αλλά, ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας».
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από εγκεφαλικό επεισόδιο, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα:
«Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Κίτσος Τζαβέλας: Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του δεύτερου, ανατέθηκε σ’ αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά.
Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του μάλιστα να καθαρίσει την Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή, διότι υπήρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι.
Όταν στην Ελλάδα ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών, μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, απογοητευμένος αποσύρθηκε. Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855 στην Αθήνα.
Ο ΨΩΜΟΖΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Ένας γέρος στρατιώτης με του ζήτουλα τον δίσκο,
Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον ώμο,
Έλεγε σ’ ένα παιδάκι που του έδειχνε τον δρόμο•
Μη, παιδάκι μου, μην τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω•
Εσύ είσ’ ευτυχισμένο… τα ματάκια σου τα έχεις,
Γερά έχεις ποδαράκια, κ’ ελαφρό σαν λάφι τρέχεις.
Εγώ έχασα το φως μου στου Μεσολογγιού την πόλι,
Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το βόλι.
Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον ώμο,
Έλεγε σ’ ένα παιδάκι που του έδειχνε τον δρόμο•
Μη, παιδάκι μου, μην τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω•
Εσύ είσ’ ευτυχισμένο… τα ματάκια σου τα έχεις,
Γερά έχεις ποδαράκια, κ’ ελαφρό σαν λάφι τρέχεις.
Εγώ έχασα το φως μου στου Μεσολογγιού την πόλι,
Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το βόλι.
Πού να είμασθε, παιδί μου; Είναι νύκτα;μ Είναι μέρα;
– Νύκτα είναι… Στο Ανάπλι εζυγώσαμε, πατέρα.
– Στο Ανάπλι! -Κλαίεις, γέρο; -Τα παλιά μου ενθυμούμαι.
Τ’ ήμουν πρώτα, τ’είμαι τώρα στέκουμαι και συλλογούμαι.
Στο Ανάπλι!!! Εγώ πρώτος και με το σπαθί στο στόμα
Πήδησα στο Παλαμίδι•
– Νύκτα είναι… Στο Ανάπλι εζυγώσαμε, πατέρα.
– Στο Ανάπλι! -Κλαίεις, γέρο; -Τα παλιά μου ενθυμούμαι.
Τ’ ήμουν πρώτα, τ’είμαι τώρα στέκουμαι και συλλογούμαι.
Στο Ανάπλι!!! Εγώ πρώτος και με το σπαθί στο στόμα
Πήδησα στο Παλαμίδι•
Από ένα σ’ άλλον βράχο πρώτα ρίπτουμουν σαν φίδι,
Και σηκώνω μόλις τώρα το βαρύνεκρό μου σώμα.
Και σηκώνω μόλις τώρα το βαρύνεκρό μου σώμα.
Ετυφλώθηκα. Δεν βλέπω της Ελλάδος τα βουνά,
Κι’ ο ελεύθερός της ήλιος στα ματάκια μου δεν λάμπει.
Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κ’αιματοβρεμένοι κάμποι,
Σ’εσάς τώρα κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.
Εγώ μόνος, για να ζήσω, τρέχω και ψωμοζητώ•
Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.
Κι’ ο ελεύθερός της ήλιος στα ματάκια μου δεν λάμπει.
Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κ’αιματοβρεμένοι κάμποι,
Σ’εσάς τώρα κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.
Εγώ μόνος, για να ζήσω, τρέχω και ψωμοζητώ•
Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.
Παντού είμαι απορριμένος•
Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπήτι μ’είμαι ξένος.
Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπήτι μ’είμαι ξένος.
Όλος άλλαξε ο κόσμος, και την σήμερον ημέρα
Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα.
Ταις θυσίαις, τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,
Και τον Πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν.
Προσπαθώ του κάκου ναύρω έναν φίλο του παλιού μας,
Του ηρωικού καιρού μας.
Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα.
Ταις θυσίαις, τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,
Και τον Πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν.
Προσπαθώ του κάκου ναύρω έναν φίλο του παλιού μας,
Του ηρωικού καιρού μας.
Άλλοι πέθαναν, και άλλοι ζουν απ’ όλους ξεχασμένοι•
Όπου κι’ αν σταθώ με σπρώχνουν, με περιγελούν οι ξένοι.
Όπου κι’ αν σταθώ με σπρώχνουν, με περιγελούν οι ξένοι.
Ξένοι, μην περιγελάτε τα χυμένα μου τα μάτια,
Το σπασμένο μου ποδάρι•
Του μεγάλου Μπότζαρή μας ήμουν πρώτο παλλικάρι.
Η παλιά μου φουστανέλλα, όπου βλέπετε κομμάτια,
Χάρισμα του Καραΐσκου, από δόξα με σκεπάζει•
Το σπαθί αυτό που φέρνω στο πλευρό μου κρεμαστό,
Το σπασμένο μου ποδάρι•
Του μεγάλου Μπότζαρή μας ήμουν πρώτο παλλικάρι.
Η παλιά μου φουστανέλλα, όπου βλέπετε κομμάτια,
Χάρισμα του Καραΐσκου, από δόξα με σκεπάζει•
Το σπαθί αυτό που φέρνω στο πλευρό μου κρεμαστό,
Αν δεν ήναι με χρυσάφι και κοράλια σκεπαστό,
Είν’ ενθύμησις φιλίας του Ναυάρχου μας Τομπάζη.
Είν’ ενθύμησις φιλίας του Ναυάρχου μας Τομπάζη.
Ήρωες εξακουσμένοι!
Και αν ήσθε πεθαμένοι,
Στην ενθύμησιν του κόσμου, στην ενθύμησίν μας ζήτε•
Πέθαναν, κι’ αν ζουν ακόμα, όσοι άτιμοι πολίται
Εις τους τάφους σας πατούν,
Να κληρονομήσουν όλας τας θυσίας σας ζητούν,
Και αν ήσθε πεθαμένοι,
Στην ενθύμησιν του κόσμου, στην ενθύμησίν μας ζήτε•
Πέθαναν, κι’ αν ζουν ακόμα, όσοι άτιμοι πολίται
Εις τους τάφους σας πατούν,
Να κληρονομήσουν όλας τας θυσίας σας ζητούν,
Και αφίνουν της πατρίδος τους πατέρας, τους προμάχους,
Να ψωμοζητούν στας πόλεις και να ξενυκτούν στους βράχους.
Να ψωμοζητούν στας πόλεις και να ξενυκτούν στους βράχους.
(Τον Ιούνιον του 1831) Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863)
Έπιγραμματικά: Πως Ανταμείβουν τα πολιτικά τραβέλια τους ΗΡΩΕΣ, τους ΑΡΙΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ*Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχιστράτηγος Πελοποννήσου, το μυαλό της Επανάστασης: φυλακίστηκε από την αντιβασιλεία, καταδικάστηκε σε θάνατο, του δόθηκε χάρη από τον Όθωνα και πέθανε από συμφόρηση το 1843, σε ηλικία 73 χρόνων
* Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο δυναμικός αγωνιστής: πέθανε το 1849, άρρωστος, φτωχός και τυφλός σ” ένα ημιυπόγειο στον Πειραιά, ενώ η οικογένειά του «απέθνησκε της πείνης», σε ηλικία 68 χρόνων
* Γιάννης Μακρυγιάννης, πρωταγωνιστής στην Επανάσταση και την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα: πέθανε το 1864 από τις κακουχίες του αγώνα και την απομόνωση και τη φυλάκισή του, (1851 – 1854). Είχε καταδικαστεί σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, σε ηλικία 67 χρόνων
* Ανδρέας Μιαούλης, ναύαρχος: πέθανε το 1835 από φυματίωση , στο σπίτι του στην Αθήνα σε ηλικία 68 χρόνων
* Ανδρέας Λόντος, ο πλούσιος πρόκριτος των Καλαβρύτων και πρωταγωνιστής της 3ης Σεπτεμβρίου: αυτοκτόνησε «μη δυνάμενος να ανεχτεί την ένδοιάν του», το 1846 σε ηλικία 62 χρόνων
* Κίτσος Τζαβέλας, ο Σουλιώτης οπλαρχηγός: πέθανε στο Μεσολόγγι το 1855, από τη στενοχώρια του που δεν διαψεύστηκαν οι ελπίδες του για απελευθέρωση Ηπείρου – Θεσσαλίας στο κίνημα του 1854, σε ηλικία 55 χρόνων
* Μαντώ Μαυρογένους, η αρχόντισσα της Μυκόνου που έδωσε όλη της την περιουσία για τον Αγώνα: πέθανε φτωχή από τυφώδη πυρετό στην Πάρο το 1840, σε ηλικία 44 ετών
* Αλέξανδρος & Δημήτριος Υψηλάντης, άρχισαν και τέλειωσαν την Επανάσταση: το 1828 ο πρώτος στη Βιέννη, από άσθμα 36 χρόνων και το 1832 από στηθικό νόσημα ο δεύτερος στο Ναύπλιο, ούτε 40 ετών. Φαίνεται ότι οι Υψηλάντηδες έπασχαν από μια σπάνια κληρονομική ασθένεια που οδηγούσε σε θάνατο από αναπνευστικές λοιμώξεις (6 από τα 7 αδέρφια έπασχαν)
* Νικόλαος Κριεζώτης, ο ήρωας της Εύβοιας: πέθανε καταδιωγμένος από το οθωνικό καθεστώς, αυτοεξόριστος στη Σμύρνη το 1853, σε ηλικία 68 ετών
* Παναγιώτης Σέκερης, ο χρηματοδότης της Φιλικής Εταιρίας: πέθανε το 1830 πάμφτωχος στο Ναύπλιο, όπου διορίστηκε τελώνης, σε ηλικία 52 ετών
* Δολοφονήθηκαν (από Έλληνες): Οδυσσέας Ανδρούτσος, Πάνος Κολοκοτρώνης, Ιωάννης Καποδίστριας.
Στο ίδιο έργο θεατές να παίζεται από τα αρχαία χρόνια.
* Πυθαγόρας, φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης: 500 π.κ.ε. ετών 80 πέθανε (ή δολοφονήθηκε) στην εξορία από πείνα
* Μιλτιάδης, ο νικητής της μάχης του Μαραθώνα: 489 π.κ.ε. πέθανε ετών 65 στη φυλακή
* Αριστείδης ο Δίκαιος: 468 π.κ.ε. πέθανε ετών 72 στην εξορία από πείνα
* Θεμιστοκλής, ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας: 461 π.κ.ε. πέθανε ετών 66 στην εξορία
* Αισχύλος, κορυφαίος τραγικός ποιητής: 456 π.κ.ε. πέθανε ετών 69 στην εξορία
* Περικλής, ο πολιτικός του χρυσού αιώνα: 429 π.κ.ε. πέθανε ετών 66 παραιτήθηκε λόγω κατηγορίας
* Φειδίας, κορυφαίος γλύπτης: 429 π.κ.ε. πέθανε ετών 66 στη φυλακή
* Αναξαγόρας, φιλόσοφος και αστρονόμος: 428 π.κ.ε. πέθανε ετών 72 στην εξορία
* Ηρόδοτος, ο πατέρας της Ιστορίας: 429 π.κ.ε. πέθανε ετών 59 στην εξορία
* Ικτίνος, αρχιτέκτονας του Παρθενώνα: 420 π.κ.ε. πέθανε στην εξορία
* Σοφοκλής, κορυφαίος τραγικός ποιητής: 406 π.κ.ε. πέθανε ετών 90 στην εξορία από πείνα
* Ευριπίδης, κορυφαίος τραγικός ποιητής: 406 π.κ.ε. πέθανε ετών 74 στην εξορία
* Αλκιβιάδης, πολιτικός της Αθήνας: 404 π.κ.ε. πέθανε ετών 48 στην εξορία
* Σωκράτης, φιλόσοφος: 399 π.κ.ε. ετών 71 ήπιε το κώνειο
* Θουκυδίδης, ιστορικός 396 π.κ.ε. πέθανε ετών 64 στην εξορία
* Αριστοφάνης, κωμοδιογράφος: 385 π.κ.ε. ετών 61 πέθανε στην εξορία από πείνα
* Πλάτων, φιλόσοφος: 347 π.κ.ε. πέθανε ετών 80 στην εξορία
* Ισοκράτης, ρήτορας: 338 π.κ.ε. πέθανε ετών 99 στην εξορία
* Δημοσθένης, ρήτορας: 322 π.κ.ε. πέθανε ετών 62 ήπιε δηλητήριο
***
Φωτογραφία πρώτη «Η Ελλάς ευγνωμονούσα»
Σήμερα το πολιτικό τραβέλι της «πρώτης φορά γάμησε τα» που έβαλαν στην κυβέρνηση οι νεοραγιάδες έβγαλε από το προθυπουργικό γραφείο τον πίνακα «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» του Έλληνα ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη, που φιλοτεχνήθηκε το έτος 1858 κι ανήκει στο αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης. Πρόκειται για έργο με ιδιαίτερο συμβολισμό, αφού απεικονίζει την Ελλάδα με τη μορφή νέας στεφανωμένης γυναίκας, ενδεδυμένης αρχαιοπρεπώς, εν μέσω αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, να έχει σπάσει τις αλυσίδες της σκλαβιάς από τα πόδια της.
Τον συμβολισμό αυτό εκτίμησε ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και από το 1982, όταν το Μέγαρο Μαξίμου ορίστηκε ως πρωθυπουργική έδρα, ο πίνακας κοσμούσε τον τοίχο πίσω ακριβώς από το γραφείο του πρωθυπουργού. Έτσι, ο πίνακας έγινε ιδιαίτερα γνωστός, μέσω τηλεοπτικών μεταδόσεων και φωτογραφιών από συναντήσεις του πρωθυπουργού. Μέχρι το 2009, όλοι οι πρωθυπουργοί μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου διατήρησαν τον πίνακα στη θέση του. Το 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου στη θέση του έβαλε το έργο «Ατέρμονο Πεδίο – Δελφοί» του Ελληνοαμερικάνου εικαστικού Θεόδωρου Στάμου, ο οποίος θεωρείται εκπρόσωπος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Το «Ατέρμονο Πεδίο – Δελφοί» παρέμεινε στο πρωθυπουργικό γραφείο και κατά τα περάσματα από το Μέγαρο Μαξίμου των Λουκά Παπαδήμου και Παναγιώτη Πικραμμένου. Τον Ιούνιο του 2012, με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αντώνη Σαμαρά, το έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη επέστρεψε και πάλι στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά τον Ιανουάριο του 2015, ο νέος πρωθυπουργός των ραγιάδων Αλέξης Τσίπρας έβαλε στη θέση του τον πίνακα του εικαστικού Δημοσθένη Κοκκινίδη «Αντίθεση» (1980).
Η κατρακύλα στον μηδενισμό, στον βόρβορο και την σαπίλα γίνεται βήμα -βήμα, δηλ. πιάσ τ’ αυγό και κούρεψ’ το!!! στην νεοελληνική μπανανία της πολυπολιτισμικότητας και της πανούκλας.
Σήμερα νεοραγιάδες απόγονοι του Εφιάλτη κι όχι του ΛΕΩΝΙΔΑ, είστε ΝΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821 που πολέμησαν τον ΤΟΥΡΚΟ και το ΙΣΛΑΜ δεν το έβαλαν στα σπίτια τους !!!
Ας γνωρίζετε όμως παρασιτικοί, πανουκλιασμένοι νεοραγιάδες ότι, μετά την ΥΒΡΙΝ ακολουθεί η ΝΕΜΕΣΙΣ.
@Ιων Μάγγος /miastala.com 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.