Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

ΑΥΤΗ είναι η αλήθεια. Οι λεγόμενες «Γκρίζες Ζώνες» στο Αιγαίο: Ποιά νησιά διεκδικεί η Τουρκία και με ποιά επιχειρήματα ; Γράφει ο *Γιώργος Λιμαντζάκης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ , ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για Οι λεγόμενες «Γκρίζες Ζώνες»
Παρά το κλίμα σύνεσης που είχε καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια, οι διμερείς σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία δοκιμάζονται επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα, μετά τις αναφορές του προέδρου Ερντογάν σε «σύνορα της καρδιάς του», την έμμεση αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, αλλά... και την   επερχόμενη σύγκρουση των δύο πλευρών αναφορικά με τη διατήρηση ή μη του καθεστώτος των εγγυήσεων στην Κύπρο, οι οποίες είχαν υπάρξει μέρος της   τριμερούς διευθέτησης του 1959 - 60 (Συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου). Παρότι τα εκκρεμή θέματα δεν φαίνεται να διευθετούνται άμεσα, ή έστω να περιορίζονται, η τουρκική αντιπολίτευση επιχείρησε πρόσφατα να ασκήσει κριτική στον πρόεδρο Ερντογάν και το κόμμα του επαναφέροντας μια ακόμη «εκκρεμότητα», αυτή των λεγόμενων «Γκρίζων Ζωνών» ( Gri B ölgeler  ) στο Αιγαίο. Τι είναι οι «Γκρίζες Ζώνες»;   Σύμφωνα με την τουρκική θεώρηση, στο Αιγαίο υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός από νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν έχουν   μεταβιβαστεί με συνθήκη   σε κάποιο κράτος   από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά συνέπεια είτε ανήκουν στο διάδοχο κράτος αυτής   (δηλαδή τη σημερινή Τουρκία)είτε   αποτελούν περιοχές «ακαθορίστου κυριαρχίας» (Γκρίζες Ζώνες), και άρα το καθεστώς κυριαρχίας τους   πρέπει να οριστεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Με δεδομένο ότι τα περισσότερα από αυτά κατέχονται ανεμπόδιστα από την Ελλάδα εδώ και δεκαετίες, η όψιμη εμφάνιση του θέματος μόλις το 1996 δεν μπορεί παρά να προβληματίζει ως προς τους σκοπούς και τα κίνητρα της Τουρκίας. Η τουρκική αμφισβήτηση συνίσταται ουσιαστικά σε μια επανερμηνεία των διεθνών συνθηκών, με ορατό σκοπό την αλλοίωση ή και ανατροπή του σημερινού νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο .   Σε περίπτωση που το επιτύχει, μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί ότι   αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εξαίρετο πρώτο βήμα για την επαναδιαπραγμάτευση σειράς άλλων «εκκρεμών» ζητημάτων, όπως το Κυπριακό, το καθεστώς των μουσουλμάνων στη Θράκη και ενδεχομένως τοκαθεστώς (απο)στρατικοποίησης ή και κυριαρχίας πολύ μεγαλύτερων νησιών του Αιγαίου. Η   τουρκική   αυτή   διεκδίκηση ενέχει ένα σαφώς αναθεωρητικό χαρακτήρα, καθώς   δεν αμφισβητεί   μόνο κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στον θαλάσσιο ή εναέριο χώρο του Αιγαίου   ( όπως συμβαίνει με   την περίπτωση του εναερίου χώρου ή της υφαλοκρηπίδας) , αλλά αμφισβητεί   αυτή   καθαυτή την κυριαρχία της   Ελλάδας   επί εδάφους  , επί του οποίου   η τελευταία   απολαμβάνει πλήρη και αποτελεσματική κυριαρχία εδώ και δεκαετίες
Η   τουρκική   αυτή   διεκδίκηση ενέχει ένα σαφώς αναθεωρητικό χαρακτήρα, καθώς   δεν αμφισβητεί   μόνο κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στον θαλάσσιο ή εναέριο χώρο του Αιγαίου   ( όπως συμβαίνει με   την περίπτωση του εναερίου χώρου ή της υφαλοκρηπίδας) , αλλά αμφισβητεί   αυτή   καθαυτή την κυριαρχία της   Ελλάδας   επί εδάφους  , επί του οποίου   η τελευταία   απολαμβάνει πλήρη και αποτελεσματική κυριαρχία εδώ και δεκαετίες . Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία   της Άγκυρας,   το νομικό καθεστώς του Αιγαίου είναι «διάτρητο   από   σειρά   ζητήματα»   που χρήζουν   άμεσης διευθέτησης. 2   Προκειμένου αυτό να αντιμετωπιστεί, η Τουρκία προτείνει τη διεξαγωγή   διμερών   διαπραγματεύσεων   με την Ελλάδα   «εφ’ όλης της ύλης» , στις οποίες θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην «επίλυση του ζητήματος των γκρίζων ζωνών», δηλαδή στο ζήτημα «κυριαρχίας των νησιών», όπως το   αποκαλεί. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι τα   αμφισβητούμενα νησιά διαθέτουν με βάση το διεθνές δίκαιο   (το οποίο η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει και επικυρώσει, αλλά εφαρμόζει επιλεκτικά)   εναέριο χώρο και χωρικά ύδατα , και ως εκ τούτου η όποια «διανομή»   τους μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα επηρεάσει - ενδεχομένως σημαντικά - την οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας και του εναερίου χώρου στο Αιγαίο. Κατά συνέπεια,   η Τουρκία θεωρεί προτεραιότητα τον «καθορισμό   της   κυριαρχίας» των νησιών   αυτών, υποστηρίζοντας ότι η επίλυση   των   διμερών ζητημάτων θα καταστεί δυνατή μόνο όταν διευκρινιστεί ποια   χώρα   έχει την κυριότητά τους . Είναι προφανές ότι η Τουρκία   επιχειρεί έτσι να θέσει την αναγνώριση του ζητήματος των«γκρίζων ζωνών» ως προϋπόθεση   για τη διευθέτηση των υπολοίπων,   επιχειρώντας με τον τρόπο αυτό να προκαθορίσει το ότι η όποια τελική διευθέτηση θα εμπεριέχει - μεταξύ   άλλων - και εδαφικά   οφέλη   για την ίδια .  «Το Αιγαίο στην τουρκική εξωτερική πολιτική»   στο Μύθος και Πραγματικότητα:ανάλυση της τουρκικής εξωτερικής    πολιτικής του Faruk Sönmezoğlu   (επιμ.) , μετάφραση Χρήστου Τζιβιτζίογλου, 2001,   σελ. 361.   3   Σύμφωνα με το Άρθρο 121 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), τα νησιά   έχουν δικαίωμα σε χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο όσο και κάθε άλλο χερσαίο τμήμα μιας χώρας, ανεξάρτητα από το αν   φιλοξενούν ή   είναι πρόσφορα   για εγκατάσταση ανθρώπων.   Όσα δε από αυτά μπορούν να συντηρήσουν οικονομική ζωή,διαθέτουν   επίσης   υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) . A. Karamahmut, Ege’de Temel Sorun: Egemenliği Tartışmalı Adalar   ( Το κύριο ζήτημα στο Αιγαίο: Οι Νησίδες Αμφισβητούμενης Κυριαρχίας), Türk Tarih Kurumu, 1998, σελ. 46.   5   Κατά την επιχειρηματολογία της Άγκυρας, «τα νησιά του Αιγαίου βρίσκονται στην καρδιά όλων των διμερών προβλημάτων   και καθιστούν πολυπλοκότερη   την επίλυση τους», άρα η    Πόσο βάσιμη είναι η   τουρκική   αμφισβήτηση;   Επιχειρώντας να εξετάσουμε το ζήτημα αυτό ως προς τη νομική του διάσταση και ανεξάρτητα από την όποια πολιτική σκοπιμότητα , μια προσεκτική ανάγνωση των συνθηκών   που ορίζουν το   σημερινό καθεστώς   του Αιγαίου αρκεί για να ανατρέψει τους ισχυρισμούς της Άγκυρας για «ασαφή καθεστώτα» και «μη προσδιορισμένους τίτλους κυριαρχίας» , καθώς παρατηρεί κανείς ότι τα νομικά αυτά κείμενα συμπληρώνουν το ένα το άλλο με απόλυτη σαφήνεια , ορίζοντας κατά τρόπο ακριβή και ξεκάθαρο τα νησιά που υπάγονται στην τουρκική κυριαρχία, και αποδίδοντας τα υπόλοιπα στην Ελλάδα.Το πρώτο εξ αυτών είναι η Συνθήκη της Λωζάννης  (1923), το άρθρο 12 της οποίας αναφέρει: « Η ληφθείσα απόφασις τη 13 η   Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των Άρθρων 5 της Συνθήκης    του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913   […]   αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων    […] επικυρούται ,   υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τα υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους  », δηλαδή τα Δωδεκάνησα. Η συνθήκη   είναι απόλυτα σαφής ως προς το καθεστώς των νησιών, καθώς ορίζει ως ελληνικά όλα   τα νησιά   της Ανατολικής Μεσογείου(εννοεί τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους ), πλην της    Ίμβρου, της Τενέδου και   των   Λαγουσών ( τα οποία ονομάζονται Gökçeada, Bozcaada και Tavşan adaları   στα τούρκικα   αντίστοιχα), αλλά   και των Δωδεκανήσων, τα οποία   αναγνωρίζονταν βάσει του Άρθρου 15 της ίδιας συνθήκης ως ιταλικά.Η ανωτέρω συνθήκη κάνει επίσης σαφή αναφορά στη διακοίνωση   των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία και Ρωσία) της 13 ης   Φεβρουαρίου 1914, δια της οποίας οι Δυνάμεις   ανακοίνωσαν την απόφασή τους « να αποδώσουν στην Ελλάδα όλες    τις νήσους του Αιγαίου Πελάγους που αυτή κατέχει στρατιωτικά, εκτός από την Τένεδο, την Ίμβρο και το Καστελόριζο, που πρέπει να επιστραφούν στην Τουρκία ». 7   Παρότι η διακοίνωση   διευθέτηση του καθεστώτος κυριαρχίας τους προέχει έναντι των άλλων προβλημάτων .  «Το Αιγαίο στην Τουρκική εξωτερική πολιτική»,  2001, σελ. 353.   6   Κωνσταντίνος   Σβολόπουλος, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900 -1945  , 2008, σελ. 100.   7   Οι οθωμανικές στο Καστελόριζο ( Meyis) καταλύθηκαν το φθινόπωρο του 1912,   λίγο μετά την κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία. Το νησί οργάνωσε δική του αυτοτελή διοίκηση   μέχρι το 1917, όταν και το κατέλαβαν γαλλικά στρατεύματα, τα οποία το παρέδωσαν σε ιταλικά το 1921. Η ιταλική κατοχή επισημοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα μετη Συνθήκη της Λωζάννης, και το νησιωτικό σύμπλεγμα ενώθηκε τελικά με την Ελλάδαμόλις το 1947. Λένα   Διβάνη, Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας  , 2000, σελ. 126.      δεν αποτελεί συνθήκη και κατά συνέπεια δεν δεσμεύει απαραίτητα τα   αφορώμενα μέρη,   αποτυπώνει ξεκάθαρα τη βούληση των Δυνάμεων να παγιωθεί ένα υφιστάμενο εδαφικό καθεστώς ως οριστικό. Ένας πρόσθετος άλλωστε λόγος για αυτό ήταν το ότι οι Δυνάμεις σύνδεσαν την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του   ανατολικού Αιγαίου με την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ήπειρο   και την επίσημη αποθάρρυνση κάθε αντίστασης απέναντι στην αλβανική κυριαρχία .  Η Ελλάδα είχε τότε επιλέξει να κρατήσει τα νησιά και να εκκενώσει τη Βόρεια Ήπειρο,   αλλά οι Τούρκοι εξακολούθησαν να μην αναγνωρίζουν τα νησιά ως ελληνικά, ισχυριζόμενοι - τότε,όπως και τώρα - ότι η θέση τους απέναντι από τα μικρασιατικά παράλια τα καθιστούσε απειλή για   τους ίδιους . Παρά τις διαφορές αυτές, η Συνθήκη της Λωζάνης επαναβεβαίωσε στο ακέραιο το καθεστώς που οι Δυνάμεις   όρισαν δέκα χρόνια νωρίτερα, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε ηττηθεί στον πρόσφατο   ελληνοτουρκικό πόλεμο  (1919-1922). Επιπλέον, σε μια απόπειρα να μην αφήσει περιθώρια παρερμηνειών   καιδιενέξεων στο μέλλον, η Συνθήκη της Λωζάνης   επίσης ανέφερε στο Άρθρο 12 ότι« Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι   αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπότην τουρκικήν επικυριαρχίαν  ». 9   Κατά συνέπεια, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οορισμός των νησιών που αποδίδονται στην Ελλάδα είναι ενδεικτικός   και γίνεται   κατά τρόπο αφαιρετικό στις συνθήκες   (ήτοι δια του αποκλεισμού) , ενώ τα νησιά που παραχωρήθηκαν στην Τουρκία   και την Ιταλία είτε απαριθμήθηκαν ονομαστικά είτε προσδιορίστηκαν περιοριστικά . Αυτό δεν οφείλεται στο ότι οι Δυνάμεις ή τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη απέφυγαν για κάποιο λόγο να προσδιορίσουν επακριβώς τα εδάφη υπό ελληνική κυριαρχία, αλλά στο ότι   πιθανότατα θεώρησαν άσκοπη και χρονοβόρα διαδικασία το να καταγραφούν επακριβώς όλα τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου που υπάχθηκαν υπό την ελληνική κυριαρχία. 10   Για την ακρίβεια, η διακοίνωση ανέφερε ότι « Η οριστική εις την Ελλάδα παραχώρησις των νήσων, ας αι Δυνάμεις απεφάσισαν να αφήσουν υπό την κατοχήν της, δεν θα καταστή πραγματική παρά όταν τα ελληνικά στρατεύματα εκκενώσουν τα παραχωρηθέντα εις την     Αλβανία εδάφη ». Γ. Τενεκίδης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς στο Αιγαίο»,  1988, σελ. 151.   9   Το   καθεστώς   μερικών από τις νησίδες   αυτές   αποσαφηνίστηκε επακριβώς με την   Σύμβαση   της 4 ης   Ιανουαρίου 1932   μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, καθώς και με το πρωτόκολλο της 28 ης   Δεκεμβρίου 1932 που αναφέρεται παραπάνω.  Μια τέτοια διαδικασία   θα   μπορούσε να κρατήσει επί μήνες ή και χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τα μέσα της εποχής, ενώ εύκολα θα μπορούσαν να προκύψουν νέα προβλήματα και διενέξεις αναφορικά με την παλαιά και νέα ονοματοδοσία   των νησιών και βραχονησίδων .     Ποιά   είναι τα νησιά αυτά   και πού   βρίσκονται ; Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν δόκιμο το να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στα νησιά αυτά, ώστε να αξιολογήσουμε   τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους και να αντιληφθούμε καλύτερα την κλίμακα   και τα μέσα   της τουρκικής αμφισβήτησης.Ένα από τα πιο διάσημα έγγραφα που   τα   αναφέρει τιτλοφορείται EGAYDAAK,ακρωνύμιο της φράσης “Antlaşmalarla Yunanistan’a Devredilmemiş Ada, Adacıkve Kayalıklar”    δηλαδή «Νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν έχουν μεταβιβαστεί στην Ελλάδα με συνθήκη». Κατά τρόπο μάλλον αστείο, ο   συνολικός αριθμός τους ποικίλει ανάλογα με την εποχή και την πηγή, με το σύνολο αυτών να κυμαίνεται κάπου μεταξύ 16,  17, 25, 29, 58, 127 και 152 . Τα περισσότερα από   αυτά εντοπίζονται στο ανατολικό Αιγαίο, και μπορούν θεωρητικά να διακριθούν σε τρία επιμέρους σύνολα.   Το πρώτο από αυτά περιλαμβάνει μικρό αριθμό νησίδων κοντά και γύρωαπό τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία απελευθερώθηκαν από τον ελληνικό στόλο το φθινόπωρο του 1912. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα κατοικημένα Αντίψαρα και οι Οινούσες, οι οποίες   φιλοξενούν ένα διόλου αμελητέο αριθμό 826 κατοίκων. Στο σύμπλεγμα αυτό περιλαμβάνεται επίσης το βορειότερο από τα αμφισβητούμενα αυτά κομμάτια ξηράς, η βραχονησίδα Ζουράφα, η οποία βρίσκεται ανατολικά της Σαμοθράκης. Παρά την ελάχιστη έκτασή της,   στα νερά γύρω από αυτήν έχουν έρθει αντιμέτωπα επανειλημμένα τα σκάφη του ελληνικούκαι του τουρκικού λιμενικού, για την προστασία ή την παρεμπόδιση , αντίστοιχα , των Ελλήνων   (ντόπιων συνήθως)   ψαράδων.   Ένας σημαντικός αριθμός τέτοιων νησιών, νησίδων και βραχονησίδωνβρίσκεται ακριβώς νοτιότερα, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Σάμου και Νισύρου, οοποίος συμπίπτει χοντρικά με το βόρειο ήμισυ των Δωδεκανήσων. Πολλά από αυτάτα νησιά είναι ακατοίκητα (Καλόλιμνος, Πλάτη, Γυαλί, Γλάρος, Λέβιθα, Σύρνα,Περγούσα, Κανδελιούσσα κ.ά.), αν και ορισμένα μεταξύ αυτών καταφέρνουν να συντηρούν μόνιμο πληθυσμό (όπως το Αγαθονήσι, οι Αρκιοί,   το Φαρμακονήσι και ο   Κίναρος), με σημαντικότερο τους Φούρνους (1.469 κάτοικοι) . Κατά τρόπο προφητικό, η ελληνική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων το 1947 είχε ζητήσει να αναφερθούν ονομαστικά ή έστω περιγραφικά   ορισμένα από αυτά, ώστε να   αποτραπεί ενδεχόμενη όψιμη αμφισβήτηση   από πλευράς της Τουρκίας . Κατά συνέπεια, η διατύπωση της πρώτης   παραγράφου του Άρθρου 14 της ομώνυμης Συνθήκης (10 Φεβρουαρίου 1947) που ανέφερε γενικά ότι « Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα κατά πλήρην κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου » συμπληρώθηκε με τη φράση « τας παρακάτω απαριθμούμενας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον,Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψόν, Σύμη, Κω και   Καστελλόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας  ». Η αναφορά αυτή αποσκοπούσε στο να περιορίσει κάθε πιθανή παρερμηνεία ή ασάφεια, ενώ η ελληνική κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την υπογραφή της συνθήκης ότι οι αναφερόμενες «παρακείμενες νησίδες» είναι όσες βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία   στην αρχή του πολέμου, δηλαδή την 28η   Οκτωβρίου 1940 . Κατά τρόπο περίεργο, η τουρκική αμφισβήτηση δεν περιορίζεται μόνο στοανατολικό Αιγαίο, αλλά   αφορά ακόμη και νησιά γύρω από την Κρήτη, όπως ηΓαύδος και η Γαυδοπούλα, τα Παξιμάδια, η Ντία ( ή Δία ) , το Γαϊδουρονήσι (Χρυσή),το Κουφονήσι και οι   Διονυσάδες . Η διεύρυνση της τουρκικής αμφισβήτησης μέχρι και τη Γαύδο δεν μπορεί παρά να προκαλεί εντύπωση, με δεδομένο ότι απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα τουρκικά παράλια   (και άρα το«επιχείρημα» της γειτνίασης δεν ισχύει), ενώ δεν είχε   ποτέ στην ιστορία της καταγεγραμμένο μουσουλμάνο κάτοικο.   Το τουρκικό επιχείρημα για τα νησιά αυτά είναι ότι το Άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913)   που σφράγισε το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου   ανέφερε ότι « Η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών εκχωρεί την Νήσον Κρήτην εις τους Συμμάχους Ηγεμόνας    [των βαλκανικών κρατών]», αλλά όχι και τις ανωτέρω εξαρτώμενες από αυτή νησίδες. 12   Κατά συνέπεια, τα ανωτέρω νησιά αποτελούν για την Τουρκία πρώην οθωμανικά εδάφη «που τελούν υπό ελληνική   κατοχή» ή περιοχές«ακαθορίστου κυριαρχίας», των οποίων το καθεστώς εκκρεμεί. Οι απόπειρες της Άγκυρας να συντηρήσει το ζήτημα   Η ελληνική πλευρά   αρχικά εξέλαβε την αμφισβήτηση της Γαύδου ως αστείο, αλλά το ζήτημα   επανήλθε κατά τρόπο οξύ τον Μάιο του 199 6 , όταν ομάδα Ελλήνων αξιωματικών στο στρατηγείο   της Νάπολης πρότεινε   τη   συμπερίληψη   του νησιού στην άσκηση Dynamic Mix του ΝΑΤΟ . Ο Τούρκος αξιωματικός που παρευρισκόταν στη συνάντηση αντέδρασε, καταφέρνοντας να μπλοκάρει την πρόταση. 13   Το 11   Σημαντικό από την άποψη αυτή είναι και το άρθρο 89 της Συνθήκης   των Παρισίων, το οποίο αναφέρει ότι « οι σύμμαχες και συνασπισμένες δυνάμεις δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα όφελος από τη Συνθήκη αν δεν την επικυρώσουν  ». Από τη στιγμή που θεσπίστηκε μια τέτοια διάταξη   για   σύμμαχες χώρες , είναι εύλογο να ισχύει και έναντι κρατών που δεν υπήρξαν εμπόλεμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Τουρκία. Για περισσότερα βλέπε Βασίλης Χατζηβασιλείου, «Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα» στο Η Συγκρότηση του Νεοελληνικού Κράτους  , 2008, σελ. 192 , και Λένα Διβάνη, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας  , 2000 , σελ. 678 -685. 12   Ηλίας   Δημητρακόπουλος, Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας  , 1989, σελ. 132.   13   Η περίπτωση της Γαύδου θυμίζει σε κάποιο βαθμό τις αντίστοιχες ενστάσεις   των Τούρκων για τη Λήμνο, για την οποία υποστηρίζουν ότι είναι αποστρατικοποιημένη με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να περιληφθεί σε γυμνάσια.
*Γιώργος Λιμαντζάκης   
Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στις Διεθνείς & Ευρωπαϊκές Σπουδές   και   Υποψήφιος Διδάκτωρ   στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Συνολικές προβολές σελίδας

Αναγνώστες

Επικοινωνήστε μαζί μας στο: politisvaris1@yahoo.gr

Επικοινωνήστε μαζί μας στο: politisvaris1@yahoo.gr
politisvaris1@yahoo.gr

Blog Archive