Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:...
«Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν». Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως. Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής και ο Ηλίας . Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Kαθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας. Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν». Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μια για τον Κύριο, μια για το Μωϋσή και μια για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ’ αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκά, θ’ 28-36). Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε. Οφείλουμε, λοιπόν, και εμείς όχι μόνο να Τον ακούμε, αλλά και να Τον υπακούμε. Σε οποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε. Η εικόνα της Μεταμόρφωσης αποτελεί το κλειδί της ορθόδοξης θεολογίας για τη θέα του Θεού. Το φανερωμένο στους αποστόλους φως ήταν η εκδήλωση της θείας λαμπρότητας, άχρονης και άκτιστης δόξας, μια αναγνώριση των δύο φύσεων του Χριστού, της θεϊκής και της ανθρώπινης. Ταυτόχρονα ήταν μια «προτύπωσις», μια εικόνα της μεταμορφωμένης ανθρώπινης φύσης και θέωσης που χαρίζει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ είναι το αντίστοιχο της Καινής Διαθήκης στην Παλαιά, όπου ο Θεός αποκαλύπτεται στο Μωυσή στο όρος Χωρήβ. Ήδη απ’ τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έχουμε ενδείξεις ότι γιορταζόταν η Μεταμόρφωση του Χριστού, ενώ από το τέλος του 6ου αιώνα θεσπίστηκε ο εορτασμός στις 6 Αυγούστου. Από την ίδια εποχή προέρχονται και τα πρώτα παραδείγματα της εικονογραφικής τέχνης. Το φως του Μεταμορφωθέντος Χριστού αποτελεί την κύρια έκφραση του ησυχαστικού κινήματος μέσω της θεολογίας των «Ἡσυχαστῶν Πατέρων», κατά τον 14ο αιώνα. Ο αρχηγός τους, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διακήρυξε ότι ο Θεός ονομάζεται «Φῶς» όχι κατά την ουσία του, αλλά κατά την ενέργειά του, και ότι αυτό το «ἄκτιστο» φως μπορεί να γίνει αισθητό μέσω της προσευχής και εφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις (καθαρότητα καρδιάς, αδιάλειπτη μνήμη Θεού κ.λπ). Το δόγμα αυτό της Εκκλησίας είχε ως αποτέλεσμα να επέλθουν ορισμένες εικονογραφικές αλλαγές στη σύνθεση, ειδικά στην απόδοση της Δόξας του Χριστού. Έτσι η εικόνα της Μεταμόρφωσης ζωγραφίζεται όχι μόνο σύμφωνα με την περιγραφή του Ευαγγελίου – περιγράφεται απ’ όλους τους Ευαγγελιστές, Ματθ. 17: 1-9, Μαρκ. 9: 2-13, Λουκ. 9:28-36, με εξαίρεση τον Ιωάννη-, αλλά και σύμφωνα με το πνεύμα του. Ένεκα της βαθιάς δογματικής σημασίας του γεγονότος, το εικονογραφικό θέμα έχει υποστεί ελάχιστες τροποποιήσεις στο διάβα των αιώνων. Η παράσταση αυτή υπήρξε όχι μόνο για τους θεολόγους αλλά και για τους τεχνίτες εικονογράφους η αφορμή για να δώσουν εκτεταμένα σχόλια σχετικά με το πως θα έπρεπε να αποδοθεί το άκτιστο φως με υλικά πεπερασμένα μέσα. Πρόκειται για το σημείο όπου συναντιούνται η θεολογία της εικόνας με την ησυχαστική θεολογία και τη θέα του θείου και ακτίστου φωτός. Στην εικόνα της Μεταμόρφωσης προβάλλεται μια θεληματική αντίθεση, καταπληκτική στον πιο ψηλό βαθμό. Η σύνθεση αντιτάσσει το Χριστό ακινητοποιημένο στην υπέροχη ειρήνη και θεία δόξα που απορρέει από αυτόν, λούζει με θείο μεγαλείο τις μορφές του Μωυσή και του Ηλία που κλίνουν προς τον Κύριο και σχηματίζουν τον τέλειο κύκλο του υπερπέραν, και χαμηλά αντιπαραθέτει το ζωηρό δυναμισμό των αποστόλων – ακόμη εντελώς ανθρώπων – προ της Αποκάλυψης που τους ανατρέπει και τους καταγκρεμίζει. Ψηλά στο μέσο της εικόνας, πάνω στη μεσαία απ’ τις τρεις κορυφές του όρους Θαβώρ της Γαλιλαίας παρουσιάζεται ο Μεταμορφωμένος Χριστός· με το ένα χέρι ευλογεί και με το άλλο κρατεί κλειστό ειλητάριο, όπου αναγράφεται ο Νόμος του. Φοράει λευκό χιτώνα και ιμάτιο και είναι πλημμυρισμένος με φως μέσα στη μετέωρη Δόξα του – αφού το φως είναι το πρώτο ιδίωμα του Θεού (Ψαλ. 27:1, Ησ. 60:19-20 και 42:6) – καθώς ανιστορεί το θαύμα της αποκαλυπτικής θεοφάνειάς του. Ο Μάρκος περιγράφει τη σκηνή ως εξής: «καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεύς ἐπί γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι» (9:2-3). Το άκτιστο φως αποδίδεται στην εικόνα μέσα από συμβολικά σχήματα και χρώματα από τα οποία περιβάλλεται ο Χριστός. Οι δύο ομόκεντροι κύκλοι συμβολίζουν την παρουσία των δύο άλλων προσώπων της Αγίας Τριάδος, ολότητα από σφαίρες του δημιουργημένου σύμπαντος. Ο κύκλος είναι εικονογραφικά το τελειότερο σχήμα και συμβολίζει την αέναη διάρκεια, το θεϊκό. Ο Χριστός – το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος – κατά τη στιγμή της Μεταμόρφωσής του περιβάλλεται από τα εξής τρία σύμβολα του φωτός: τις ακτίνες που σχηματίζουν ένα ελλειψοειδές τετράγωνο, τις χρυσές γραμμές (assisto), το φωτοστέφανο γύρω απ᾽ το κεφάλι του και τη λευκή ενδυμασία. Οι ακτίνες που εκφεύγουν απ᾽ το σώμα του υποδηλώνουν τον ήλιο, οι χρυσές γραμμές τη μετάδοση της θείας ζωής, το φωτοστέφανο υπενθυμίζει την ηλιακή σφαίρα, σύμβολο του ιερού και της πνευματικής ενέργειας που ακτινοβολεί, και η λευκότητα των ενδυμάτων την καθαρότητα και αφθαρσία. Θεολογικά, το Θαβώριο αυτό φως κάνει την εικόνα εικονογραφική απόδειξη της θεϊκής ύπαρξης. Η λαμπρότητα που διακρίνει το Χριστό και τα «λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17: 2) ενδύματά του που έστιλβαν, άστραφταν και αντανακλούσαν μαρμαρυγές θείου μεγαλείου είναι αυτό που τονίζεται σε όλες τις περιγραφές των αποστόλων. Το λευκό σαν σύμβολο του φωτός έχει την ιδιότητα να διαχέεται διασχίζοντας το χώρο· αντιπροσωπεύει έτσι το άχρονο. Δηλώνει την αθωότητα της ψυχής, την αγνότητα, την αγιότητα της ζωής, τη χαρά, την παρθενία, την πίστη και τη δόξα. Σχετικές αναφορές γίνονται και στην Αγία Γραφή: «πλυνεῖς με, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50:9). Λευκά ενδύματα φοράει και ο νεοβαπτιζόμενος ως ένδειξη της γέννησής του στην αληθινή ζωή. Το λευκό γίνεται πλέον το χρώμα της Αποκάλυψης, της Θεοφάνειας, της χάρης, όπως αναφέρει και ο Ιωάννης «ὁ Θεός φῶς ἐστιν» (Α’ Επιστ. 1:5). Ο Χριστός εικονίζεται με σταυροφόρο φωτοστέφανο που φέρει στις κεραίες του τα γράμματα «Ο Ω Ν» και σημαίνει «ὁ ὑπάρχων, ὁ παρών». Υπενθυμίζει έτσι ότι αυτός είναι η αυθεντική «εἰκόνα» και ομοούσιος του Πατέρα. Ο Θεός αποκαλύπτεται στο Μωυσή στο όρος Χωρήβ λέγοντάς του: «Ἐγώ εἰμί ο Ὤν» (Εξοδ. 3:14). Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται πάνω στο φωτοστέφανο του Χριστού ως ομοούσιου με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Το σχήμα του σταυρού μέσα στο φωτοστέφανο αποδίδει το γεγονός της απολύτρωσης μέσω του Σταυρού. Μέσα στη θεία του Δόξα ο Χριστός ευλογεί έχοντας στραμμένο το πρόσωπο στο θεατή – προς τον οποίο άλλωστε απευθύνεται. Η χειρονομία ευλογίας με τα δύο δάχτυλα υψωμένα (δείχτης και μεσαίος) και τα τρία άλλα ενωμένα κάνει αναφορά στις δύο φύσεις του, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος αντίστοιχα. Στην κάθοδο απ’ το Θαβώρ ο Χριστός ευλογεί με διαφορετικό τρόπο· φέρει σε επαφή τον αντίχειρα με τον παράμεσο και έχει υψωμένα τα υπόλοιπα τρία δάχτυλα. Με τον τρόπο αυτό δηλώνονται πάλι οι δύο φύσεις και τρεις υποστάσεις, αλλά ταυτόχρονα με τη θέση τους τα δάχτυλα σχηματίζουν και το ελληνικό μονόγραμμα IC XC, που επιγράφεται ως τίτλος σε όλες τις Ορθόδοξες εικόνες του Χριστού, ακόμα και στη Ρωσία. Στη «τρίκορφη σύνθεση», όπως περιγράφεται το τοπίο από το Διονύσιο εκ Φουρνά, ο Χριστός πλαισιώνεται από τις όρθιες μορφές του προφήτη Ηλία αριστερά και του Μωυσή που κρατά τις πλάκες με το Νόμο του Θεού δεξιά. Αυτοί παρουσιάζονται ως τα πρότυπα των αποστόλων, γιατί σ’ αυτούς έχει αποκαλυφθεί ο Θεός· στο μεν Ηλία στο όρος Κάρμηλος, στο δε Μωυσή στο όρος Σινά. Το βουνό είναι εξάλλου στη χριστιανική παράδοση ο τόπος όπου συναντάται ο ουρανός με τη γη, και η ανάβαση στο βουνό έχει μεταφορική έννοια, καθώς νοείται ως η ανάβαση στις βαθμίδες της αγιότητας. Οι δύο προφήτες – απ’ τις μεγαλύτερες μορφές της Π. Διαθήκης – φέρονται να συνομιλούν με το Χριστό: «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. 9:31). Ο Χριστός για να μην παρασύρει τους μαθητές σε πειρασμό με τη σκληρή δοκιμασία του σταυρού, αλλά να τους προετοιμάσει και να τους καταστήσει δυνατούς πνευματικά, εμφανίζεται μέσα στη λάμψη της θείας δόξας του. Ο Μωυσής και ο Ηλίας παρασταίνονται με στερεότερο και περισσότερο γήινο παράστημα απ’ ότι ο Σωτήρας, και συμβολίζουν αντίστοιχα το Νόμο της Π. Διαθήκης και τους προφήτες· επίσης συμβολίζουν τους νεκρούς (ο Μωυσής) και τους ζωντανούς (ο Ηλίας που μετέστη στον ουρανό πάνω σε ένα πύρινο άρμα). Ο Χριστός τους υπενθυμίζει ότι αυτός είναι εκείνος που έφερε σε επαφή το Νόμο του Μωυσή με τις Παλαιοδιαθηκές ρήσεις των προφητών – που εδώ αντιπροσωπεύονται απ᾽ τον Ηλία – και δηλώνει την υπεροχή του απέναντι σ᾽ αυτές τις Γραφές μέσω της μαρτυρίας του Πατέρα, «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου…». Σε αντιπαράθεση με τους δύο προφήτες που στέκονται ακίνητοι οι τρεις απόστολοι κάτω από τα πόδια του Χριστού, έντρομοι με όσα συμβαίνουν, απεικονίζονται πεσμένοι πρηνείς. Τυφλωμένοι από τη Θεοφάνεια, τη θεϊκή ενέργεια, αποδίδονται σε στάσεις έντονης κατάπληξης και διακατέχονται από μεγάλη ταραχή και αναστάτωση, εικονογραφώντας τη μαρτυρία του Ματθαίου: «Καί ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (17:6). Στην Αγία Γραφή έχουμε ακόμα ένα παράδειγμα όπου ο άνθρωπος αδυνατεί να αντικρίσει τη θεϊκή παρουσία: το πρόσωπο του Μωυσή μετά την κάθοδό του από το Σινά ακτνοβολούσε το θείο φως, ώστε ο λαός των Ισραηλιτών δεν μπορούσε να τον αντικρίσει (Έξοδ. 34, 27-37). Η ενέργεια του φωτός της θεϊκής φύσης του Χριστού μεταμορφώνει σε φως τους αποστόλους που έχουν χάσει κάθε δυνατή ανθρώπινη ισορροπία. Πραγματικά οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης εκλέγονται για τη ζωντάνια τους ως «ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος… σύν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ» (Β’ Πετρ. 1:16-18). Ο επιδέξιος τρόπος που αποδίδονται οι στάσεις των αποστόλων με τις τρομαγμένες εκφράσεις τους δημιουργεί μια δραματική εντύπωση σε σύγκριση με την ήρεμη μεγαλοπρέπεια και «άχρονη» στάση των μορφών που απεικονίζονται στο πάνω μέρος της σκηνής. Αν η ακινησία εκφράζει την ειρήνη του Θεού και την υπεράνθρωπη ζωή, η κινητικότητα αντίθετα μαρτυρεί την ατέλεια της πνευματικής ζωής, δηλαδή την αμαρτωλή κατάσταση του ανθρώπου. Άλλωστε η ίδια η έννοια της κίνησης και ταραχής ανήκει στο γήινο κόσμο, την κατώτερη επικράτεια και όχι στην ουράνια πολιτεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.