Η μάνα μου ήταν ένα τραγικό πρόσωπο. Τόσον ο πατέρας της μάνας μου όσον και η μητέρα της πέθαναν σε σχετικά μικρή ηλικία και έτσι η μάνα μου και οι δύο μεγαλύτεροι της αδελφοί έμειναν ορφανοί και τους μεγάλωσε μία θεία τους. Τότε ο κόσμος πέθαινε πολύ νέος. Θυμάμαι πριν καταστρέψουν το πολύ παλιό πρώτο νεκροταφείο της Λευκωσίας...
που αποτελούσε ένα μέρος της ιστορίας της (κοντά στην Αστυνομία Λάρνακας όπως ονομαζόταν), κοιτώντας μια μέρα τους τάφους του νεκροταφείου είδα με έκπληξη ότι ελάχιστοι συμπατριώτες μου έφταναν παλιά τα 40 τους χρόνια.Αγαπημένος ποιητής της μάνας μου ήταν ο Λιπέρτης και παρά τις τρομερές τότε δυσκολίες δεν παρέλειπε να μας αγοράζει παιδικά βιβλία όπως τα Παραμύθια του Άντερσεν και άλλα. Τότε που οι γιατροί σπάνιζαν οι γειτόνισσες φέρνανε συχνά τα βρέφη τους στη μάνα μου για να τους φτιάξει με ορισμένες “ασκήσεις” τα κοκαλάκια τους που είχαν ”παττίσει (“βουλιάξει”). Εννοείται χωρίς λεφτά. Επίσης τους θεράπευε τους γεματάδες (καλογήρους) σπάζοντας τους, έλυνε τις διαφορές στα αντρόγυνα όταν είχαν τσακωθεί και πολλά άλλα. Για αντισηπτικό χρησιμοποιούσε τότε και βενζίνη.
Για τα γενέθλια, με την τούρτα, τα κεράκια και το σβήσιμο τους, η μάνα μου θεωρούσε ότι για τους μεγάλους ανθρώπους δεν ήταν σοβαρό πράγμα αν όχι γελοίο. Έτσι και εγώ επηρεάστηκα και ποτέ δεν έσβησα κεράκια σε τούρτα στα διπλά μου γενέθλια. Ούτε μικρός λόγω των τότε δυσκολιών, ούτε και μεγάλος. Και δεν το έχω παράπονο γιατί πλην των άλλων μου θυμίζει τη μάνα μου.
Η μάνα μου ήξερε επίσης να φτιάχνει και ωραία κυπριακά λουκάνικα. Έτσι το πρωινό μου κάθε πρωί πριν πάω στο σχολείο ήταν συνήθως ψωμί με λουκάνικο. Καμιά φορά και ωραίος κυπριακός παστουρμάς. Το σουτζούκι, όχι ο Αρμένικος με σκέτο κρέας.
Τότε που ακόμα δεν υπήρχε υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στη γειτονιά μας η μάνα έφτιαχνε επίσης απίθανα κυπριακά φαγητά που τα μαγείρευε στη “μηχανή” της (πύραυνο, γκαζιέρα). Αυτήν ακριβώς της φωτογραφίας
Μέρα παρά μέρα με έστελλε η μάνα μου στο φούρνο του Πιτζιωλή στα Ελευθέρια. Τα Ελευθέρια ήταν ένα σωματείο με το συμβολικό του όνομα για την απελευθέρωση της Κύπρου και την ένωση της με την Ελλάδα. Βρισκόταν κοντά εκκλησία του Αγίου Κασσιανού, σε απόσταση εκατόν πενήντα περίπου μέτρων από το σπίτι μας.
Η μάνα μου με έστελλε στο φούρνο του Πιτζιωλή για να πάρω πίτερα (πίτουρα) που μας τα έδινε μούχτιν(δωρεάν) ο Πιτζιωλής για τες όρνιθες μας (τις κότες μας) και τον πετεινό μας (τον κόκορα μας) που είχε αγριέψει γιατί η μάνα μου τον τάϊζε και καυτά κρεμμύδκια.
Απίθανο ήταν και το Κυπριακό παστίτσιο της μάνας μου πάντα με δυόσμο και χοιρινό κιμά. Απίθανα ήταν επίσης και πάρα πολλά άλλα φαγητά της μάνας μου, όπως ο καουρμάς της (αρνί που έμενε για λίγο σε κρασί και μετά κατά το κοκκίνισμα του σβηνόταν με το ίδιο κρασί και με προσθήκη νερού ψηνόταν πολλή ώρα και γινόταν μαλακό σαν “μυαλό”), το απίθανης γεύσης αρνί στιφάδο της, οι μελιτζάνες της με σκόρδο και αρνί στο φούρνο, το αρνί σπανάκι, οι μπάμιες της με χοιρινό κιμά στο φούρνο, ο τταβάς της (αρνί με κρεμμύδια και αρτισιά δηλαδή κύμινο στο φούρνο), τα αφέλεια της (χοιρινό με κρασί και κόλιαντρο), το γλυκύτατο ελέρμασι της (κάτι σαν γλυκοπατάτα μαγειρεμένη με κόλλιαντρο ), το κολοκάσι της με τα κουπέπια της (Κυπριακά ντολμαδάκια με κιμά) και πολλά πολλά άλλα. Παρ' ολίγον να ξεχάσω τα γεμιστά της με χοιρινό κιμά, τα θαυμάσια κρεατοκόλοκα της Κύπρου μας. Που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.
Μέχρι μετά τον πόλεμο που άρχισε να έρχεται στην Κύπρο ωραίο βούτυρο Αυστραλίας σε μεταλλική κονσέρβα, η μάνα μου τον καιρό του πολέμου, έλιωνε χοιρινό λίπος και με αυτό αλείφαμε το ψωμί μας. Βάζοντας από πάνω και ζάχαρη.
Ακόμα και μετάξι έβγαζε τότε η μάνα μου. Στο σαλόνι μας που φωτιζόταν με μία αρσέρα (φεγγίτη) παρακολουθούσα για καιρό με περιέργεια τους μεταξοσκώληκες να μπαίνουν στο κουκούλι τους που μετά άνοιγε για να βγει η “πεταλούδα” που έκανε τα αβγά για να ακολουθήσει η ίδια διαδικασία. Φαγητό για τους μεταξοσκώληκες είχαμε τα φύλλα μιας μεγάλης συκαμιάς (μουριάς) από την αυλή του γειτονικού μας σπιτιού της εξαδέλφης της μάνας μου της πολύ αγαπητής μου θείας Ελενίτσας.
Μηχανή (ραπτομηχανή) που έλεγε το κυπριακό τραγούδι που συχνά το τραγουδούσε, η μάνα μου δεν είχε.
“Να σου γοράσω μηχανή να ράφκεις ρα περήφανη, θα σου γοράσω τζαι πουρό να καμαρώνεις ρε μωρό”. Όπως και πολλά άλλα. Μην φοβηθείς τον άνθρωπο Λούλλα μου Μαρούλλα μου” ....
Η μάνα μου ήξερε επίσης και όλα τα Κυπριακά τραγούδια του γάμου.
“Ο Ρήγας της Ανατολής τζαι ο Βασιλιάς της δύσης συμβούλιον εκάμασιν συμπεθερκό να κάμουν ..... Ώρα καλή τζ' ώρα αγαθή τζ' ώρα ευλοημένη, τούντην δουλειά π' αρκέψαμε να 'ναι στερεωμένη”.
Η μάνα ήξερε και άπειρα Κυπριακά τσιαττιστά (δίστιχα). Στους αρραβώνες του δευτέρου εξαδέλφου της του θείου μου Οδυσσέα με την αδελφή του Διαγόρα Νικολαϊδη του Καθηγητή γυμναστικής του Παγκυπρίου Γυμνασίου τη Νίκη, είχε συναγωνιστεί με τον εξάδελφο μου από τον πατέρα μου, τον άρχοντα πρωτοψάλτη Θεόδουλο Καλλίνικο, για το ποιος θα πει περισσότερα.
Η μάνα μου είχεν επίσης στην αυλή μας πεζούνια (περιστέρια) που δεν ξέρω γιατί μιαν πεζούνα ο πατέρας μου την υπεραγαπούσε πολύ και την φώναζε “Εγγλεζού”. Ίσως γιατί τότε οι Εγγλεζούδες στην Κύπρο ήταν πολλά όμορφες.
Φιλοδοξία της μάνας μου, που έμεινε ανεκπλήρωτη, ήταν να γίνω Οικουμενικός Πατριάρχης. Επίμονη συμβουλή της να μην γίνω “κουμαρτζής”.
Το 1912 οι δύο αδελφοί της μάνας μου, όπως σχεδόν και όλοι οι νέοι της Κύπρου έφυγαν εθελοντές για τους Βαλκανικούς Πολέμους. Γύρισαν για λίγο στην Κύπρο όπου άφησαν τις απονομές που τους είχαν γίνει και έφυγαν πάλιν.
“Δια τους γενναίους συμπολεμιστάς μου δύο ενδόξων πολέμων 1912 και 1913 γράφει η αφιέρωση του Βασιλιά Κωνσταντίνου στη φωτογραφία του που έφερε ο θείος μου Γεώργιος”.
Όπως μου έλεγε η μάνα μου, ο θείος μου Γεώργιος που είχε πάρει μέρος και στη μάχη Κιλκίς Λαχανά που έκρινε την απελευθέρωση της Μακεδονίας μας, έκρυψε τον τραυματισμό του γιατί ήθελε να συνεχίσει στη νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού στρατού στη Βουλγαρία.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, οι δύο μου θείοι, ο Γεώργιος Νεοφύτου Κύπριος και ο Στυλιανός Νεοφύτου Κύπριος (όπως τους ονόμαζαν στον Ελληνικό στρατό) , συνέχισαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρά Ασία όπου και χάθηκαν τα ίχνη τους. Για πολλά χρόνια φοιτητής στη Αθήνα προσπαθούσα να βρω χωρίς αποτέλεσμα ίχνη τους.
21η Απριλίου 1967. Βρίσκομαι παντρεμένος στην Αθήνα με δύο παιδιά δίδυμα ηλικίας ενός περίπου χρόνου. Διακόπτονται σχεδόν τελείως οι επικοινωνίες με την Κύπρο. Παρά τις επίμονες μου προσπάθειες δεν μπορώ να επικοινωνήσω με τη μάνα μου στην Κύπρο. Δημοσιεύματα στην Κύπρο γράφουν για συλλήψεις Ελληνοκυπρίων στην Αθήνα. Τα διαβάζει η μάνα μου και παθαίνει συγκοπή καρδιάς στις 26 Απριλίου 1967. Πρόλαβα την κηδεία της στην Παναγία της Χρυσαλινιώτισσας τη στιγμή που άρχιζε, τη Μεγάλη Πέμπτη την 27 Απριλίου 1967. Με όλες τις εικόνες καλυμμένες με μαύρα και όλους τους γείτονες να την αποχαιρετούν.
Ευριπίδης Μπίλλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.