*Ο ΚΛΕΙΤΟΣ Ο ΜΕΛΑΣ (375-328 π.Χ.) γιος του ΔΡΟΠΙΔΑ, ήταν ένας ικανότατος Αξιωματικός του Μακεδονικού Στρατού και έμπιστος φίλος του Αλέξανδρου. Η αδερφή του ΛΑΝΙΚΗ, ήταν η τροφός του Αλέξανδρου στα παιδικά του χρόνια. Η επωνυμία ΜΕΛΑΣ οφειλόταν στην σκούρα επιδερμίδα του και για να διακρίνεται απ' τον άλλο Κλείτο τον ΛΕΥΚΟ. Ο Αλέξανδρος στην αρχή της εκστρατείας τού εμπιστεύτηκε την Ηγεσία της σωματοφυλακής των Αξιωματικών. Ο Κλείτος απέδειξε την αξία του στην μάχη του Γρανικού τον Μάιο του 334, όταν τα εχθρικά στρατεύματα παρατάχτηκαν αντικριστά στις όχθες του ποταμού Γρανικού....
Ηταν μια πολύ σκληρή μάχη, που διεξαγόταν σε στενή έκταση στην όχθη κι έμοιαζε με μάχη πεζικού, ενώ ήταν μάχη ιππικού, όπως γράφει ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ. Επικεφαλής των Μακεδόνων ο Αλέξανδρος πολεμούσε με ορμή στην πρώτη γραμμή, μέχρι που έσπασε το δόρυ του. Ζήτησε άλλο απ' τον ιπποκόμο Αρέτη, μα κι εκείνου είχε σπάσει. Ευτυχώς πρόλαβε και του έδωσε το δικό του δόρυ ο Κορίνθιος Δημάρατος, μόλις ο Μιθριδάτης ετοιμαζόταν να χτυπήσει τον Αλέξανδρο. Μα ο Αλέξανδρος με μια αστραπιαία κίνηση πρόλαβε και τού διαπέρασε το στέρνο με το ΔΟΡΥ ΤΟΥ. Ο Πέρσης Στρατηγός Ροϊσάκης όρμησε εναντίον του Αλέξανδρου και τον κτύπησε στο κεφάλι με τσεκούρι, αλλά ευτυχώς δεν διαπέρασε το κράνος. Ο Αλέξανδρος τον χτύπησε με το δόρυ στο στήθος, ενώ ο Σατράπης Σπιθριδάτης κινήθηκε εναντίον του Αλέξανδρου, έτοιμος να του καταφέρει καίριο χτύπημα. Πρόλαβε όμως ο Διοικητής της Βασιλικής ίλης ο Κλείτος, να του κόψει το χέρι, σώζοντας τον Αλέξανδρο, που αλώβητος συνέχισε να μάχεται στην πρώτη ΓΡΑΜΜΗ. Ο ΔΙΟΔΩΡΟΣ έγραψε, πως στην μάχη αυτή ο Αλέξανδρος «της ανδρείας το πρωτείον επηνέγκατο». Όμως στην πορεία της εκστρατείας η θέση του Κλείτου έδειξε να απειλείται. Οι Στρατηγοί του Αλέξανδρου άρχισαν να διαχωρίζονται σε δυο στρατόπεδα. Σε αυτούς που υποστήριζαν το νεαρό Βασιλιά και σε αυτούς που είχαν υπάρξει σύντροφοι του Φιλίππου κι αντιδρούσαν στις αποφάσεις του νεαρού Αλέξανδρου, όπως την θέλησή του για συνέχιση της εκστρατείας μέχρι την ΙΝΔΙΑ. Επίσης, πολλοί Αξιωματικοί σχεδόν διακωμωδούσαν την επιθυμία του Αλέξανδρου, να επιβάλει την θεϊκη καταγωγή του, να "θεοποιηθεί" δηλαδή και να τον προσκυνούν σαν ΘΕΟ, τόσο οι κατακτηθέντες λαοί όσο και οι Μακεδόνες. Ο Κλείτος που δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή την απαίτησή του Αλέξανδρου, δεν έκρυβε ότι ανήκε σ' αυτή την κατηγορία των ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ. Σαφώς και ήταν γνωστή η αφοσίωσή του στον Βασιλικό Οίκο της Μακεδονίας. Δυστυχώς όμως δεν του βγήκε σε καλό η αμφισβήτησή του στην θέληση του Αλέξανδρου. Το 328, όταν τα στρατεύματα βρίσκονταν στην Σαμαρκάνδη, ο Κλείτος έδειχνε ενοχλημένος απ' τους φόνους των εμπιστων Στρατηγών του Αλέξανδρου ΦΙΛΩΤΑ και του πατέρα του ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΑ, που είχαν εκτελεστεί για προδοσία. Η ενόχλησή του μεγάλωνε, επειδή κάποιοι Στρατηγοί φανερά διακωμωδούσαν αυτούς τους δυο ικανούς και άδικα φονευθέντες ΣΤΡΑΤΗΓΟΥΣ. Σε κάποιο απ' τα Συμπόσια που παρέθετε ο Αλέξανδρος για τους Στρατηγούς του και τους Πέρσες Αξιωματικούς, ο Κλείτος διαισθάνθηκε πως οι κατακτημένοι Πέρσες είχαν αυξημένη επιρροή πάνω στον Αλέξανδρο. Ακουγε να τον κολακεύουν για τα κατορθώματά του, παρομοιάζοντάς τον με ημίθεο. Τότε ο Κλείτος διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας ότι τα κατορθώματα του Αλέξανδρου οφείλονταν κυρίως στους ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ. Την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος και οι σύντροφοί του έκαναν θυσίες στους Διόσκουρους και μετά ακολούθησε μεγάλο γλέντι. Όταν ο Αλέξανδρος μέθυσε απ' το κρασί που έρεε άφθονο, άρχισε να περηφανεύεται για τις πολεμικές επιτυχίες του, ενώ ο κόλακές του συμφωνούσαν μαζί του και τον ενθάρρυναν. Κι εκείνος συνέχισε συγκρίνοντας τους θριάμβους του με του Φιλίππου, τους οποίους χαρακτήριζε ΚΑΤΩΤΕΡΟΥΣ. Ο Κλείτος που φανερά θαύμαζε απεριόριστα τον Φίλιππο, ακούγοντας τον Αλέξανδρο να προσβάλει το νεκρό πατέρα του, τού απευθύνθηκε σαν ίσος προς ίσο, όπως συνηθιζόταν ανάμεσα στους Μακεδόνες Ευγενείς. Του υπενθύμισε, πως αυτός ήταν που τού έσωσε την ζωή στην μάχη του Γρανικού και κατηγόρησε τους πονηρούς κόλακες, ότι ενίσχυαν την αλαζονία του. Επίσης εκθείασε τα κατορθώματα του Φιλίππου και τόνισε ότι ο Αλέξανδρος ντρόπιαζε την μνήμη του πατέρα του, όταν περηφανευόταν πως ήταν γιος του ΑΜΜΩΝΑ ΔΙΑ. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κούρτιο, ο Κλείτος αναφέρθηκε και στον Στρατηγό ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΑ και στον γιο του ΦΙΛΩΤΑ, που εκτελέστηκε σαν συνωμότης, χωρίς να αποδειχτεί και εξαιτίας του εκτελέστηκε κι ο πατέρας του, που δεν γνώριζε την δοκιμασία του γιου του. Συνέχισε λέγοντας, πως είναι ένα μελανό σημείο που δεν πρόκειται ποτέ να ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΙ. Τελικά κατέκρινε τον Βασιλιά για παράλογες ενέργειές του, όπως την υιοθέτηση του Περσικού εθίμου της προσκύνησης απ' τους υπηκόους του κι ότι φερόταν σαν Σατράπης στους Μακεδόνες συντρόφους του, χωρίς να εκτιμά τις θυσίες που είχαν κάνει για αυτόν και για την εξέλιξη της ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ. Τα λόγια του Κλείτου είχαν εξαγριώσει τον Αλέξανδρο κι όπως ήταν μεθυσμένος, πρόσταξε την φρουρά του, να επέμβει και να τον συλλάβει. Μα στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μια αμηχανια και κανείς φρουρός δεν αντέδρασε. Γι' αυτό ο εκνευρισμένος Αλέξανδρος επειδή δεν είχε το σπαθί του πάνω του, άρπαξε ένα δόρυ κι έκανε μια απόπειρα να επιτεθεί στον ΚΛΕΙΤΟ. Τον συγκράτησαν όμως οι σωματοφυλακές του και τον αφόπλισαν, περιμένοντας να συνέλθει. Για να καταπραϋνουν τα πνεύματα κάποιοι παρευρισκόμενοι, τράβηξαν τον Κλείτο και τον έβγαλαν έξω απ' την αίθουσα. Μα μετά από λίγο ο Κλείτος και πριν προλάβουν να ηρεμήσουν τα πνεύματα, επέστρεψε στην αίθουσα, αποφασισμένος να συνεχίσει την ΕΠΙΘΕΣΗ. Επιτέθηκε πάλι στον Αλέξανδρο, αμφισβητώντας τον ως νόμιμο Διάδοχο και Βασιλιά κι ότι όφειλε την δόξα του στην Βασιλική καταγωγή του και στον πατέρα του. Αυτή ήταν η τελευταία λέξη που ξεστόμισε. Ο Αλέξανδρος έξαλλος τού επιτέθηκε αρπάζοντας ένα δόρυ απ' τον υπασπιστή του και τον κάρφωσε στο στήθος, οδηγημένος σ' αυτή την ανήκουστη πράξη, επηρεασμένος απ' το μεθύσι και την ΥΠΕΡΟΨΙΑ. Όταν συνήλθε κατάλαβε, πως είχε χάσει την Αυτοκυριαρχία του, αυτός που είχε κερδίσει όλο τον κόσμο. Συναισθανόμενος το λάθος του, μετάνιωσε και θρήνησε για τον φίλο του. Πάνω δε στον πόνο του επεδίωξε να αυτοκτονήσει, στερεώνοντας μια λόγχη στον τοίχο, για να πέσει πάνω της. Οι κόλακες που τον περιέβαλαν τον απέτρεψαν, για να κερδίσουν την εύνοιά του. Από τότε κανείς δεν τόλμησε να ξαναμιλήσει στον Βασιλιά ξεκάθαρα, όπως ο αδικοχαμένος ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ ΚΛΕΙΤΟΣ.*
Ηταν μια πολύ σκληρή μάχη, που διεξαγόταν σε στενή έκταση στην όχθη κι έμοιαζε με μάχη πεζικού, ενώ ήταν μάχη ιππικού, όπως γράφει ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ. Επικεφαλής των Μακεδόνων ο Αλέξανδρος πολεμούσε με ορμή στην πρώτη γραμμή, μέχρι που έσπασε το δόρυ του. Ζήτησε άλλο απ' τον ιπποκόμο Αρέτη, μα κι εκείνου είχε σπάσει. Ευτυχώς πρόλαβε και του έδωσε το δικό του δόρυ ο Κορίνθιος Δημάρατος, μόλις ο Μιθριδάτης ετοιμαζόταν να χτυπήσει τον Αλέξανδρο. Μα ο Αλέξανδρος με μια αστραπιαία κίνηση πρόλαβε και τού διαπέρασε το στέρνο με το ΔΟΡΥ ΤΟΥ. Ο Πέρσης Στρατηγός Ροϊσάκης όρμησε εναντίον του Αλέξανδρου και τον κτύπησε στο κεφάλι με τσεκούρι, αλλά ευτυχώς δεν διαπέρασε το κράνος. Ο Αλέξανδρος τον χτύπησε με το δόρυ στο στήθος, ενώ ο Σατράπης Σπιθριδάτης κινήθηκε εναντίον του Αλέξανδρου, έτοιμος να του καταφέρει καίριο χτύπημα. Πρόλαβε όμως ο Διοικητής της Βασιλικής ίλης ο Κλείτος, να του κόψει το χέρι, σώζοντας τον Αλέξανδρο, που αλώβητος συνέχισε να μάχεται στην πρώτη ΓΡΑΜΜΗ. Ο ΔΙΟΔΩΡΟΣ έγραψε, πως στην μάχη αυτή ο Αλέξανδρος «της ανδρείας το πρωτείον επηνέγκατο». Όμως στην πορεία της εκστρατείας η θέση του Κλείτου έδειξε να απειλείται. Οι Στρατηγοί του Αλέξανδρου άρχισαν να διαχωρίζονται σε δυο στρατόπεδα. Σε αυτούς που υποστήριζαν το νεαρό Βασιλιά και σε αυτούς που είχαν υπάρξει σύντροφοι του Φιλίππου κι αντιδρούσαν στις αποφάσεις του νεαρού Αλέξανδρου, όπως την θέλησή του για συνέχιση της εκστρατείας μέχρι την ΙΝΔΙΑ. Επίσης, πολλοί Αξιωματικοί σχεδόν διακωμωδούσαν την επιθυμία του Αλέξανδρου, να επιβάλει την θεϊκη καταγωγή του, να "θεοποιηθεί" δηλαδή και να τον προσκυνούν σαν ΘΕΟ, τόσο οι κατακτηθέντες λαοί όσο και οι Μακεδόνες. Ο Κλείτος που δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή την απαίτησή του Αλέξανδρου, δεν έκρυβε ότι ανήκε σ' αυτή την κατηγορία των ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ. Σαφώς και ήταν γνωστή η αφοσίωσή του στον Βασιλικό Οίκο της Μακεδονίας. Δυστυχώς όμως δεν του βγήκε σε καλό η αμφισβήτησή του στην θέληση του Αλέξανδρου. Το 328, όταν τα στρατεύματα βρίσκονταν στην Σαμαρκάνδη, ο Κλείτος έδειχνε ενοχλημένος απ' τους φόνους των εμπιστων Στρατηγών του Αλέξανδρου ΦΙΛΩΤΑ και του πατέρα του ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΑ, που είχαν εκτελεστεί για προδοσία. Η ενόχλησή του μεγάλωνε, επειδή κάποιοι Στρατηγοί φανερά διακωμωδούσαν αυτούς τους δυο ικανούς και άδικα φονευθέντες ΣΤΡΑΤΗΓΟΥΣ. Σε κάποιο απ' τα Συμπόσια που παρέθετε ο Αλέξανδρος για τους Στρατηγούς του και τους Πέρσες Αξιωματικούς, ο Κλείτος διαισθάνθηκε πως οι κατακτημένοι Πέρσες είχαν αυξημένη επιρροή πάνω στον Αλέξανδρο. Ακουγε να τον κολακεύουν για τα κατορθώματά του, παρομοιάζοντάς τον με ημίθεο. Τότε ο Κλείτος διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας ότι τα κατορθώματα του Αλέξανδρου οφείλονταν κυρίως στους ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ. Την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος και οι σύντροφοί του έκαναν θυσίες στους Διόσκουρους και μετά ακολούθησε μεγάλο γλέντι. Όταν ο Αλέξανδρος μέθυσε απ' το κρασί που έρεε άφθονο, άρχισε να περηφανεύεται για τις πολεμικές επιτυχίες του, ενώ ο κόλακές του συμφωνούσαν μαζί του και τον ενθάρρυναν. Κι εκείνος συνέχισε συγκρίνοντας τους θριάμβους του με του Φιλίππου, τους οποίους χαρακτήριζε ΚΑΤΩΤΕΡΟΥΣ. Ο Κλείτος που φανερά θαύμαζε απεριόριστα τον Φίλιππο, ακούγοντας τον Αλέξανδρο να προσβάλει το νεκρό πατέρα του, τού απευθύνθηκε σαν ίσος προς ίσο, όπως συνηθιζόταν ανάμεσα στους Μακεδόνες Ευγενείς. Του υπενθύμισε, πως αυτός ήταν που τού έσωσε την ζωή στην μάχη του Γρανικού και κατηγόρησε τους πονηρούς κόλακες, ότι ενίσχυαν την αλαζονία του. Επίσης εκθείασε τα κατορθώματα του Φιλίππου και τόνισε ότι ο Αλέξανδρος ντρόπιαζε την μνήμη του πατέρα του, όταν περηφανευόταν πως ήταν γιος του ΑΜΜΩΝΑ ΔΙΑ. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κούρτιο, ο Κλείτος αναφέρθηκε και στον Στρατηγό ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΑ και στον γιο του ΦΙΛΩΤΑ, που εκτελέστηκε σαν συνωμότης, χωρίς να αποδειχτεί και εξαιτίας του εκτελέστηκε κι ο πατέρας του, που δεν γνώριζε την δοκιμασία του γιου του. Συνέχισε λέγοντας, πως είναι ένα μελανό σημείο που δεν πρόκειται ποτέ να ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΙ. Τελικά κατέκρινε τον Βασιλιά για παράλογες ενέργειές του, όπως την υιοθέτηση του Περσικού εθίμου της προσκύνησης απ' τους υπηκόους του κι ότι φερόταν σαν Σατράπης στους Μακεδόνες συντρόφους του, χωρίς να εκτιμά τις θυσίες που είχαν κάνει για αυτόν και για την εξέλιξη της ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ. Τα λόγια του Κλείτου είχαν εξαγριώσει τον Αλέξανδρο κι όπως ήταν μεθυσμένος, πρόσταξε την φρουρά του, να επέμβει και να τον συλλάβει. Μα στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μια αμηχανια και κανείς φρουρός δεν αντέδρασε. Γι' αυτό ο εκνευρισμένος Αλέξανδρος επειδή δεν είχε το σπαθί του πάνω του, άρπαξε ένα δόρυ κι έκανε μια απόπειρα να επιτεθεί στον ΚΛΕΙΤΟ. Τον συγκράτησαν όμως οι σωματοφυλακές του και τον αφόπλισαν, περιμένοντας να συνέλθει. Για να καταπραϋνουν τα πνεύματα κάποιοι παρευρισκόμενοι, τράβηξαν τον Κλείτο και τον έβγαλαν έξω απ' την αίθουσα. Μα μετά από λίγο ο Κλείτος και πριν προλάβουν να ηρεμήσουν τα πνεύματα, επέστρεψε στην αίθουσα, αποφασισμένος να συνεχίσει την ΕΠΙΘΕΣΗ. Επιτέθηκε πάλι στον Αλέξανδρο, αμφισβητώντας τον ως νόμιμο Διάδοχο και Βασιλιά κι ότι όφειλε την δόξα του στην Βασιλική καταγωγή του και στον πατέρα του. Αυτή ήταν η τελευταία λέξη που ξεστόμισε. Ο Αλέξανδρος έξαλλος τού επιτέθηκε αρπάζοντας ένα δόρυ απ' τον υπασπιστή του και τον κάρφωσε στο στήθος, οδηγημένος σ' αυτή την ανήκουστη πράξη, επηρεασμένος απ' το μεθύσι και την ΥΠΕΡΟΨΙΑ. Όταν συνήλθε κατάλαβε, πως είχε χάσει την Αυτοκυριαρχία του, αυτός που είχε κερδίσει όλο τον κόσμο. Συναισθανόμενος το λάθος του, μετάνιωσε και θρήνησε για τον φίλο του. Πάνω δε στον πόνο του επεδίωξε να αυτοκτονήσει, στερεώνοντας μια λόγχη στον τοίχο, για να πέσει πάνω της. Οι κόλακες που τον περιέβαλαν τον απέτρεψαν, για να κερδίσουν την εύνοιά του. Από τότε κανείς δεν τόλμησε να ξαναμιλήσει στον Βασιλιά ξεκάθαρα, όπως ο αδικοχαμένος ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ ΚΛΕΙΤΟΣ.*
Βλακῶδες ἄρθρον παρουσιάζον ἕνα θέμα ἐνδεδυμένον πλήθους περιττολογιῶν. Ἁπλῶς ἦσαν δύο φίλοι οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἤπιαν τὸ καταπέτασμα καὶ ἔγιναν "τύφλα" ὁ ἕνας ἔνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἔλεγε ὅτι ἀρλοῦμπα τοῦ κατέβαινε εἰς τὴν κεφαλὴν εἰς βάρος τοῦ ἄλλου ὁ ὁποῖος ἐξ ἴσου μεθυσμένος τὸν ἐφόνευσεν. Τὸ βέβαιον εἶναι ὄτι ἄν δὲν συνέβαινε τὸ δυσάρεστον τοῦτο, τὴν ἐπομένην ἀμφότεροι νηφάλιοι θὰ ἔλεγαν ὡς εἰθισται ὀ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὰ ἐχθεσινὰ καμώματά τους καὶ θὰ γελοῦσαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνέπεια μέθης ἦτο καὶ ἡ πυρπόλησις ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον τῆς Περσεπόλεως. Ὅταν συνῆλθε ἔφθασε εἰς τὸ σημεῖον νὰ σιχαθῆ τὸν ἐαυτόν του καὶ πάραυτα εἰς τὴν θέσιν τῆς πυρποληθείσης πόλεως ἔκτισε ἄλην ὡραιοτέραν καὶ λαμπροτέραν τῆς πρώτης.
Σχετικῶς ὑπάρχει μία ἱστορία κατὰ τὴν ὀποίαν ὁ διάβολος παρουσιασθεὶς σὲ κάποιον τοῦ εἶπε ὅτιθὰ τὸν πάρει ἐκτὸς ἄν ἔκαμε ἔνα ἀπὸ τὰ τρία:
Νὰ φονεύσῃ τὸν πατέρα του
ἤ
Νὰ βιάσει τὴν ἀδελφήν του
ἤ
νὰ πίει οἰνόπνευμα.
Θεωρήσας ἐκεῖνος τὸ τρίτον ὡς τὸ ὀλιγώτερον κακόν, ἤπιε οἰνόπνευμα, ἐμέθυσε καὶ ἀμέως μετὰ ἐφόνευσε τὸν πατέρα του καὶ ἐβίασε τὴν ἀδελφήν του.