Διηγήματα απο τον Τόντορ Τόντοροβ
Ο Τόντορ Τόντοροβ γεννήθηκε το 1977 στη Σόφια, είναι καθηγητής Φιλοσοφίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, διδάσκει και Ισλαμική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Κλήμεντ Όχριντσκι». Διδάσκει επίσης μαθήματα φωτογραφίας στο Τμήμα πολιτισμικών σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου...
Έχει συγγράψει δεκάδες επιστημονικές μελέτες, δοκίμια, άρθρα δημοσιολογικού περιεχομένου, διηγήματα, ποιήματα και φωτογραφίες. Έχει δημοσιεύσει λέξεις και εικόνες σε σειρά καθημερινών εφημερίδων, σε λογοτεχνικά περιοδικά και άλλες εξειδικευμένες εκδόσεις.
Ο Τόντοροβ είναι λάτρης και ιδεολόγος της νυχτερινής ανάγνωσης. Κρίνοντας από τη γραφή του δεύτερου βιβλίου του "Πάντα η Νύχτα“ (2012) μετά την πρώτη συλλογή διηγημάτων του „Παραμύθια για μελαγχολικά παιδιά» (2010), όπου και πάλι αφήνεται στη φαντασία να τον οδηγεί στα ίχνη ιστοριών της νύχτας, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Τόντοροβ είναι και δεξιοτέχνης της νυχτερινής αφήγησης.
Τη βουλγάρικη λογοτεχνία σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Εδώ και τρεις νύχτες είμαι εδώ. Δεν πιστεύω να υπάρχει διέξοδος. Και αυτό δεν έχει πιά σημασία. Το μόνο που με ενδιαφέρει τώρα είναι οι νύχτες. Πάντα οι νύχτες.
Δεν θυμάμαι γιατί είμαι εδώ, ανάμεσα σε αυτές τις άγριες φυλές. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι να τελειώνω ένα ποτήρι μαλτ ουίσκι. Boing 747. Πέρα από το τζάμι βρίσκεται μόνο ο απέραντος γαλάζιος ουρανός. Τα παγάκια χτυπάνε στο ποτήρι. Με πιάνει μια νύστα.
Όταν ξυπνάω, βλέπω τον ήλιο να βυθίζεται σε πυκνά δάση φουσκωμένα από την καταιγίδα. Ναι, δάση φουσκωμένα από καταιγίδα. Αυτές οι συνοφρυωμένες συμπαγείς εκτάσεις πράσινου που αγρίεψαν σαν να είναι έτοιμες από στιγμή σε στιγμή να εκραγούν, εκτοξεύοντας από τα ανήσυχα έγκατά τους αέρα, χάος και φρίκη πάνω σε όλο τον κόσμο. Ο ουρανός δείχνει σκοτεινός, βαρύς. Χαλύβδινος. Κάνει κρύο.
Ζω ανάμεσα σε πρωτόγονα αρώματα. Μπόχα περιττωμάτων, σαπισμένων φρούτων, ιδρώτα. Φρέσκου αίματος. Η ζωή στην ωμή της εκδοχή. Στο πρωτότυπο.
Το πρώτο βράδι μου φέρνουν, τυλιγμένα σε ρολό, πολύχρωμα αποξηραμένα φύλλα. Το ρολό είναι γεμάτο παχύρρευστο καφέ μείγμα, που μοιάζει με ζάχαρη. Αφού το ανάψουν, τραβάω μια τζούρα και το κεφάλι μου γεμίζει καπνό. Παρακολουθώ τα γυμνά βρώμικα κορμιά των ιθαγενών και μου φαίνονται όλο και πιο έκφυλα. Ακούω τον υπόκωφο γδούπο της γης, ενώ εκείνοι χοροπηδούν τριγύρω, και ύστερα με ευκολία αρχίζω να ανυψώνομαι. Η πτήση μου είναι ήσυχη, νυχτερινός κύκλος στον ουρανό, αργά βουτάω το κορμί μου στα δροσερά σύννεφα. Βλέπω τη σχάση των κυττάρων, την ηλεκτρική αύρα των μορίων, τη ζωή, τις αρτηρίες στις οποίες βράζει το αίμα, την οργή, την επιθυμία, τα κοιμισμένα, κρυμμένα μες στη γη μυαλά, από τα οποία την άνοιξη φυτρώνουν γάλανθοι, θάνατος στην καρδιά του ήλιου, μάτια που κλέβουν, βλέπω την ταχύτητα του σπέρματος, τον άγγελο του θανάτου, τη γέννηση της γης και την κρυφή αλχημεία του ύπνου, έρωτα και φρίκη παντού κάτω από τη σκέπη της νύχτας.
Όταν ξυπνάω, νιώθω έναν υπόκωφο πονοκέφαλο, το στομάχι μου έχει γίνει κόμπος και έχω κορακιάσει. Ευτυχώς ανακαλύπτω δίπλα στο κεφάλι μου ένα πήλινο αγγείο γεμάτο γάργαρο κρύο νερό. Ξεδιψάω και ξαναπέφτω για ύπνο κάτω από τις πυκνές, κίτρινες ακτίνες ενός τροπικού ήλιου.
Την ώρα του δειλινού κάνω την πρώτη μου απόπειρα απόδρασης. Τότε ακόμα δεν ξέρω πως θα είναι και η τελευταία. Ανοίγω δρόμο ανάμεσα σε φτέρες, κοκκινωπούς θάμνους, αγκαθωτά δέντρα και βαλτωμένες λιμνούλες. Μετά από μισή ώρα περίπου το λυκόφως αρχίζει να γίνεται πιο πηχτό. Ακόμα αίσθανομαι σαν κάποιος να με ακολουθεί κατά πόδας. Βυθίζομαι στον ωκεανό της ζούγκλας, με ζώνουν υγρασία και κρύο και αρχίζω με νοσταλγία να αναπολώ τους ασχημομούρηδες ιθαγενείς, τις ζεστές τους φωτιές και τα τυλιγμένα σε ρολά πολύχρωμα φύλλα τους, γεμάτα ζάχαρη και φεγγαρόσκονη, από τα οποία το μυαλό αδειάζει, συνουσιαζόμενο με τη νύχτα. Γύρω μου τεράστιες σαρκοβόρες νυχτοπεταλούδες καταβροχθίζουν πουλιά και με τη σειρά τους τρώγονται από γιγάντια σαρκοβόρα λουλούδια, που ξύπνησαν από το σκοτάδι και τη μυρωδιά της νύχτας. Εξακολουθώ να περπατώ κάτω από τα θέλγητρα του φυσικού καννιβαλισμού που σε τσακίζουν. Παντού τρομαγμένα ζωϊφια με διεσταλμένα από το σκοτάδι μάτια ραμφίζουν με το κεντρί τους τη σάρκα των πλησίων τους. Η φύση αυτοκαταβροχθίζεται. Φυσικά, χάνω κάθε ελπίδα αφού για άλλη μια ώρα ανοίγω δρόμο ανάμεσα στις λόχμες από εφιάλτες και στο τέλος βρίσκομαι και πάλι μπροστά στη φωτιά, με την οποία η φυλή μου ανάβει τα χόρτα της νύχτας. Εξουθενωμένος, αφήνω το κορμί μου να σωριαστεί χάμω και για ώρα πολύ παρατηρώ προσηλωμένος τον μαύρο ουρανό.
Οι άγριοι ιθαγενείς δεν μιλούν. Η ζωή τους μοιάζει πιο πολύ εκείνη των λουλουδιών, των χόρτων, του καπνού των βοτάνων τους, του κρότου της βροντής, τα τυφλά μάτια νυχτοπεταλούδας. Εκείνοι δεν ζουν στη φύση σαν να είναι σε κάποιο νησί. Εκείνοι είναι οτιδήποτε είναι και αυτή. Η κάθε αστροφεγγιά, η κάθε σταγόνα δηλητήριο. Είναι μέσα σε αυτήν, κλεισμένοι σαν σε μήτρα, οργανικά, και η ζωή τους ξεχειλίζει από τα έγκατά της, όπως το αίμα ρέει στις φλέβες. Με σκληρότητα και συνάμα εντελώς αθώα.
Ελάχιστοι από αυτούς βγάζουν αρθρωμένες κραυγές, αλλά πρόκειται πιο πολύ για ρυθμό, για μαντάλα επαναλαμβανόμενων τόνων, παρά για αληθινές λέξεις. Αυτοί είναι οι σοφοί γέροντες της φυλής, οι σαμάνοι που ψέλνουν με τις ώρες μόλις νυχτώσει, ενώ καπνίζουν τα έξυπνα χόρτα τους μπροστά στο απολιθωμενο βλέμμα των πρωτόγονων συντρόφων τους.
Και την ημέρα σε γενικές γραμμές δεν συμβαίνει τίποτα. Εκτός από την καυτή ζέστη. Που πυρπολεί, που θερίζει. Και μια προσμονή νύχτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.