(Γλωσσικές σοφιστικές διαστρεβλώσεις νοημάτων)
Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου
Καθηγητού – Κλασσικού Φιλολόγου
Ιστορικού – Συγγραφέως
Θεωρώ ότι οι κοσμοεξουσιαστές κάπου έχουν χάσει τον λογαριασμό προκειμένου να δικαιολογήσουν τάχα σαν σωστές, τις αναγκαίες κατ’ αυτούς αλλά κυρίως τις μη αποδεκτές από τον λαό δικές τους άφρονες πράξεις και ενέργειες. Όχι ότι τους ενδιαφέρει η γνώμη των αναλωσίμων για την εξουσία τους υπηκόων, εφ’ όσον οι ίδιοι μεθόδευσαν την καταστροφή τού έθνους μέσω της διαστρεβλώσεως της ιστορίας, της εκλύσεως των ηθών, της αλλοιώσεως των παραδόσεων και κυρίως της καταστροφής τής γλώσσας, της απλοποιήσεως των λέξεων και των νοημάτων, με αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό τού νου. Ας αναλύσουμε μια τέτοια παράμετρο για να καταλάβουμε όχι μόνο το μέγεθος της γλωσσικής καταστροφής αλλά και την παραπλάνηση των ελλήνων λόγω τής μη κατανοήσεως αυτών των παραμέτρων. Επειδή τα τελευταία τέσσερα χρόνια πολλά ακούμε τάχα για θυσίες τού ελληνικού λαού, ας πάρουμε να αναλύσουμε την λέξη "θυσία", την οποία τα λεξικά...
(στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου -Φυτράκη) ερμηνεύουν ως "τελετουργική, αιματηρή ή αναίμακτη προσφορά σε θεότητα | (μτφ.) θεληματική στέρηση υλικού ή ηθικού αγαθού, προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος σκοπός ή να ευεργετηθεί κάποιο πρόσωπο". Το ουσιαστικό αυτό, βεβαίως, λαμβάνει άλλη έννοια αναλόγως του αριθμού (θυσίες ή θυσία) και κυρίως αναλόγως τού υποκειμένου. Π.χ. η φράση "οι θυσίες τού ελληνικού λαού" δηλώνει ότι ο ελληνικός λαός κάνει τις θυσίες (η γενική "του λαού" είναι γενική υποκειμενική = ο λαός κάνει θυσίες, δρα, δηλαδή, ως υποκείμενο). Ενώ η φράση "η θυσία τού ελληνικού λαού" δηλώνει ότι ο ελληνικός λαός θυσιάζεται (η γενική "του λαού" είναι γενική αντικειμενική = ο λαός θυσιάζεται, δέχεται δηλαδή την ενέργεια της θυσίας)! Θα μου πείτε λεπτά γράμματα. Κι όμως από κάτι τέτοια "λεπτά γράμματα", τα οποία τώρα πια δεν διδάσκονται και τα παλαιότερα χρόνια εδιδάσκοντο με λανθασμένο τρόπο, οι γνώστες τής ελληνικής χαρακτηρίζονται "ευφυείς" ή "ανόητοι"!
Συγκρατήσατε λίγο την νεοελλαδικώς λεξικογραφημένη ερμηνεία τής λέξεως "θυσία", την οποία προαναφέραμε και σε λίγο θα καταλάβετε γιατί. Διότι αν και είναι πράγματι σωστός ο γενικός χαρακτηρισμός όσον αφορά στο ουσιαστικό "θυσία" (χωρίς αναφορά σε ό,τι ιδιαίτερο αναλύσαμε), στην περίπτωση των ρημάτων οι πραγματικές έννοιες της σημασίας τους έχουν μεταβληθεί παρατύπως σε ..."μεταφορικές"! Και εξηγώ τι ακριβώς εννοώ.
Από την λέξη "θυσία" προέρχεται το ρήμα "θύω" ή "θυσιάζω", το οποίο αναφέρουν τα νεοελλαδικά λεξικά. Στο ρήμα "θυσιάζομαι", όμως έχουν μόνο ...μεταφορική έννοια! Συγκεκριμένα το "Λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη" αναφέρει ότι «θυσιάζομαι... (μτφ.) = είμαι πρόθυμος να προσφέρω τα πάντα για την εξυπηρέτηση προσώπων ή ιδεών ή καταστάσεων κ.τ.λ.». Κατά σύμπτωση, η μεταφορική αυτή έννοια εξυπηρετεί θαυμάσια τον σκοπό τών θυτών. Δηλώνει «προθυμία να προσφέρει τα πάντα για την εξυπηρέτηση προσώπων (δηλαδή Μέρκελ, τρόϊκα) ή ιδεών (παγκοσμιοποίηση) ή καταστάσεων (χρέος)». Δυστυχώς, μόνο μεταφορικώς και όχι νοητικώς, διότι τότε, ίσως να υπήρχαν κάποιες αντιδράσεις!
Αυτό που πρέπει να εξηγήσουμε και πάλι από την αρχή είναι κάποια γνωστά και αυτονόητα πράγματα, τα οποία οι νεοελλαδίτες "ειδικοί" έχουν φροντίσει να περιβάλουν διά της σιγής [(θνάσκει δε σιγαθέν καλόν έργον– Πίνδαρος, (Πινδάρου Αποσπάσματα, Fr.121,4.)] ή διά της καταργήσεως. Είναι ότι η ελληνική γλώσσα έχει δύο φωνές και τρεις διαθέσεις: "Ενεργητική και μέση φωνή" και "ενεργητική, μέση και παθητική διάθεση". Τι σημαίνει όμως "φωνή"; "Φωνή" ως όρος τής γραμματικής σημαίνει "πώς φωνάζουμε μια λέξη", ποια κατάληξη, δηλαδή, της δίνουμε για να την ξεχωρίσουμε. Έτσι στο ρήμα "λύω" η κατάληξη -ω- δηλώνει την ενεργητική φωνή. Η διάθεση, όμως, δηλώνεται με τον τρόπο, που κάνουμε κάτι. Πώς δηλαδή διαθέτουμε τον εαυτό μας. Αν τον διαθέτουμε ενεργητικά, αν κάνουμε μία ενέργεια, τότε και η διάθεση είναι ενεργητική.
Στην μέση φωνή, τώρα, η κατάληξη είναι "-ομαι". Ό,τι φωνάζουμε, επομένως, με αυτή την κατάληξη ανήκει στην μέση φωνή, π.χ. "λύ-ομαι". Η διάθεση, όμως, του ρήματος αλλάζει αναλόγως του πώς διαθέτουμε τον εαυτό μας. Αν είμαστε εμείς π.χ. το μέσον για να δεχθούμε μία ενέργεια, τότε και η διάθεση είναι "μέση". Π.χ. "λύ-ομαι" (μόνος μου, όμως, χωρίς την μεσολάβηση κάποιου). Εδώ λοιπόν έχουμε "μέση διάθεση" (λύω εμαυτόν). Όταν όμως κάποιος άλλος μεσολαβήσει για να δεχθούμε εμείς αυτή την ενέργεια, τότε εμείς παθαίνουμε κάτι από κάποιον άλλο. Υπάρχει δηλαδή το λεγόμενο "ποιητικό αίτιο" και η διάθεση είναι παθητική, π.χ. "λύ-ομαι" (υπό τινος). Μία φωνή, λοιπόν, (λύ-ομαι), δύο όμως διαθέσεις (μέση και παθητική).
[Για καθαρά τυπικούς λόγους η "φωνή" αποδίδεται στο "α΄ ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα", ουσιαστικώς, όμως, ισχύει και για τις καταλήξεις τών υπολοίπων προσώπων όλων των χρόνων και των εγκλίσεων. Και αν μεν η διάθεση είναι παθητική, διακρίνεται αμέσως ο παθητικός μέλλων (θυσιασθήσομαι) και ο παθητικός αόριστος (εθυσιάσθην). Στον ενεστώτα, όμως, καθώς και στον παρατατικό, τον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο, χρόνοι στους οποίους οι καταλήξεις τόσο στην "μέση" όσο και στην "παθητική" διάθεση είναι ίδιες, τότε πρέπει να παρέμβει η νοητική λειτουργία, να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή το μυαλό μας για να κατανοήσουμετην ιδιαίτερη σημασία].
Σήμερα οι "ειδικοί" κατήργησαν στα νεοελλαδικά την "μέση φωνή" (και μαζί με αυτή και την μέση διάθεση, "διαθέτοντας" τις πράξεις που αυτή δήλωνε τάχα σαν ...μεταφορικές) και χρησιμοποιούν πλέον μόνο "ενεργητική" και "παθητική" φωνή, μεταφράζοντας επ’ακριβώς τον αγγλικό όρο "passive voice" και αφήνοντας έτσι το ύψιστο εργαλείο τού νου, την ελληνική γλώσσα, στην τύχη του.
Πάμε τώρα στο ρήμα "θύω". Είναι ενεργητικής φωνής και ενεργητικής διαθέσεως. Το ρήμα "θύ-ομαι", όμως, είναι οπωσδήποτε μέσης φωνής (το φωνάζουμε δηλαδή με την κατάληξη -ομαι), πρέπει όμως να σκεφθούμε για να δηλώσουμε την διάθεση. Εννοώ ότι αν εμείς είμαστε το μέσον για την θυσία, δηλαδή αν η διάθεση είναι "μέση", τότε υπάρχει το "εθελόθυτον" (ημείς θυσιάζομεν εμαυτούς). Τέτοιες παρόμοιες περιπτώσεις είχαμε σε όλες τις σημαντικές αναμετρήσεις τής ελληνικής ιστορίας. Στον Μαραθώνα, στην Σαλαμίνα, στις Θερμοπούλες, στις Πλαταιές, στην Αλαμάνα, στην Γραβιά, στο Μανιάκι, στην έξοδο του Μεσολογγίου, στον χορό τού Ζαλόγγου, στην Αραπίτσα, στον Μακεδονικό Αγώνα, στο ΟΧΙ του ’40, στο οχυρό Ρούπελ, στην θυσία του Κουκκίδη και στην Εθνική Αντίσταση, στον Αγώνα τής ΕΟΚΑ και σε άπειρες άλλες. Εδώ το ρήμα "θυσιάζ-ομαι" είναι και μέσης φωνής και μέσης διαθέσεως (θέλω δηλαδή και θυσιάζω εμαυτόν), υπάρχει δηλαδή το "εθελόθυτον"..
Όταν όμως έχουμε "παθητική διάθεση", τότε "θυσιάζομαι εγώ από κάποιον άλλο (ποιητικό αίτιο) χωρίς όμως την θέλησή μου". Οδηγούμαι δηλαδή ως "πρόβατον επί σφαγήν", παθαίνω κάτι από κάποιον άλλο. Η Ιφιγένεια, για παράδειγμα, εθυσιάσθη υπό του Αγαμέμνονος, χωρίς την θέλησή της, διότι επίστευε ότι πήγαινε στην Αυλίδα να παντρευθεί τον Αχιλλέα. Δεν εθυσίασε η ίδια εμαυτόν. "Εθυσιάσθη" υπό του πατρός. Άρα εδώ το ρήμα "θυσιάζομαι" είναι μέσης φωνής αλλά παθητικής διαθέσεως υπάρχει δε και ποιητικό αίτιο. Το νόημα δηλαδή είναι τελείως διαφορετικό.
Καταλαβαίνετε, τώρα, αγαπητοί φίλοι, γιατί "η μέση φωνή με παθητική διάθεση" έγινε μόνο "παθητική φωνή" (passive voice); Γιατί τα πραγματικά νοήματα της μέσης φωνής απέκτησαν "μεταφορική" έννοια; Γιατί εξηφανίσθη η "μέση φωνή"; Για να έρχονται σήμερα οι εξουσιαστές και τα εδώ κοινοβουλευτικά φερέφωνά τους και να ομιλούν για τις «θυσίες τού ελληνικού λαού»! Θυσίες, όμως, τις οποίες ο ελληνικός λαός δεν τις έκανε οικειοθελώς. Εξηναγκάσθη εις θυσίαν, "εθυσιάσθη υπό των δανειστών και των εδώ φερεφώνων" τους και "δεν εθυσίασε ο ίδιος εμαυτόν". Έτσι είναι: Άλλο "επιλέγω να θυσιασθώ" και άλλο "με θυσιάζουν" άλλοι! Άλλο η επιλογή και άλλο η επιβολή!
Ας σταματήσουν, λοιπόν, να ομιλούν οι πολιτικοί μας και οι δανειστές τάχα για «θυσίες τού ελληνικού λαού» αλλά να λένε την αλήθεια, την οποία η ίδια η ελληνική γλώσσα εκφράζει διά των νοημάτων της! Ότι, δηλαδή, "αυτοί οι ίδιοι θυσίασαν τον ελληνικό λαό" (ενεργητική φωνή και διάθεση) ή ότι ο ελληνικός λαός "εθυσιάσθη υπ’αυτών" (μέση φωνή με παθητική διάθεση). Έτσι, για να υπάρχει και το ποιητικό αίτιο, που θα τους δείχνει κάθε φορά και θα τους αποκαλύπτει, για να ξεχωρίζουν οι "σφαγιαστικές θυσίες" τους από τις "οικειοθελείς", τις "εκούσιες θυσίες" τών Ελλήνων προς χάριν τής Ελευθερίας και της σωτηρίας τής Πατρίδος!
Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου
Καθηγητού – Κλασσικού Φιλολόγου
Ιστορικού – Συγγραφέως
Θεωρώ ότι οι κοσμοεξουσιαστές κάπου έχουν χάσει τον λογαριασμό προκειμένου να δικαιολογήσουν τάχα σαν σωστές, τις αναγκαίες κατ’ αυτούς αλλά κυρίως τις μη αποδεκτές από τον λαό δικές τους άφρονες πράξεις και ενέργειες. Όχι ότι τους ενδιαφέρει η γνώμη των αναλωσίμων για την εξουσία τους υπηκόων, εφ’ όσον οι ίδιοι μεθόδευσαν την καταστροφή τού έθνους μέσω της διαστρεβλώσεως της ιστορίας, της εκλύσεως των ηθών, της αλλοιώσεως των παραδόσεων και κυρίως της καταστροφής τής γλώσσας, της απλοποιήσεως των λέξεων και των νοημάτων, με αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό τού νου. Ας αναλύσουμε μια τέτοια παράμετρο για να καταλάβουμε όχι μόνο το μέγεθος της γλωσσικής καταστροφής αλλά και την παραπλάνηση των ελλήνων λόγω τής μη κατανοήσεως αυτών των παραμέτρων. Επειδή τα τελευταία τέσσερα χρόνια πολλά ακούμε τάχα για θυσίες τού ελληνικού λαού, ας πάρουμε να αναλύσουμε την λέξη "θυσία", την οποία τα λεξικά...
(στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου -Φυτράκη) ερμηνεύουν ως "τελετουργική, αιματηρή ή αναίμακτη προσφορά σε θεότητα | (μτφ.) θεληματική στέρηση υλικού ή ηθικού αγαθού, προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος σκοπός ή να ευεργετηθεί κάποιο πρόσωπο". Το ουσιαστικό αυτό, βεβαίως, λαμβάνει άλλη έννοια αναλόγως του αριθμού (θυσίες ή θυσία) και κυρίως αναλόγως τού υποκειμένου. Π.χ. η φράση "οι θυσίες τού ελληνικού λαού" δηλώνει ότι ο ελληνικός λαός κάνει τις θυσίες (η γενική "του λαού" είναι γενική υποκειμενική = ο λαός κάνει θυσίες, δρα, δηλαδή, ως υποκείμενο). Ενώ η φράση "η θυσία τού ελληνικού λαού" δηλώνει ότι ο ελληνικός λαός θυσιάζεται (η γενική "του λαού" είναι γενική αντικειμενική = ο λαός θυσιάζεται, δέχεται δηλαδή την ενέργεια της θυσίας)! Θα μου πείτε λεπτά γράμματα. Κι όμως από κάτι τέτοια "λεπτά γράμματα", τα οποία τώρα πια δεν διδάσκονται και τα παλαιότερα χρόνια εδιδάσκοντο με λανθασμένο τρόπο, οι γνώστες τής ελληνικής χαρακτηρίζονται "ευφυείς" ή "ανόητοι"!
Συγκρατήσατε λίγο την νεοελλαδικώς λεξικογραφημένη ερμηνεία τής λέξεως "θυσία", την οποία προαναφέραμε και σε λίγο θα καταλάβετε γιατί. Διότι αν και είναι πράγματι σωστός ο γενικός χαρακτηρισμός όσον αφορά στο ουσιαστικό "θυσία" (χωρίς αναφορά σε ό,τι ιδιαίτερο αναλύσαμε), στην περίπτωση των ρημάτων οι πραγματικές έννοιες της σημασίας τους έχουν μεταβληθεί παρατύπως σε ..."μεταφορικές"! Και εξηγώ τι ακριβώς εννοώ.
Από την λέξη "θυσία" προέρχεται το ρήμα "θύω" ή "θυσιάζω", το οποίο αναφέρουν τα νεοελλαδικά λεξικά. Στο ρήμα "θυσιάζομαι", όμως έχουν μόνο ...μεταφορική έννοια! Συγκεκριμένα το "Λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη" αναφέρει ότι «θυσιάζομαι... (μτφ.) = είμαι πρόθυμος να προσφέρω τα πάντα για την εξυπηρέτηση προσώπων ή ιδεών ή καταστάσεων κ.τ.λ.». Κατά σύμπτωση, η μεταφορική αυτή έννοια εξυπηρετεί θαυμάσια τον σκοπό τών θυτών. Δηλώνει «προθυμία να προσφέρει τα πάντα για την εξυπηρέτηση προσώπων (δηλαδή Μέρκελ, τρόϊκα) ή ιδεών (παγκοσμιοποίηση) ή καταστάσεων (χρέος)». Δυστυχώς, μόνο μεταφορικώς και όχι νοητικώς, διότι τότε, ίσως να υπήρχαν κάποιες αντιδράσεις!
Αυτό που πρέπει να εξηγήσουμε και πάλι από την αρχή είναι κάποια γνωστά και αυτονόητα πράγματα, τα οποία οι νεοελλαδίτες "ειδικοί" έχουν φροντίσει να περιβάλουν διά της σιγής [(θνάσκει δε σιγαθέν καλόν έργον– Πίνδαρος, (Πινδάρου Αποσπάσματα, Fr.121,4.)] ή διά της καταργήσεως. Είναι ότι η ελληνική γλώσσα έχει δύο φωνές και τρεις διαθέσεις: "Ενεργητική και μέση φωνή" και "ενεργητική, μέση και παθητική διάθεση". Τι σημαίνει όμως "φωνή"; "Φωνή" ως όρος τής γραμματικής σημαίνει "πώς φωνάζουμε μια λέξη", ποια κατάληξη, δηλαδή, της δίνουμε για να την ξεχωρίσουμε. Έτσι στο ρήμα "λύω" η κατάληξη -ω- δηλώνει την ενεργητική φωνή. Η διάθεση, όμως, δηλώνεται με τον τρόπο, που κάνουμε κάτι. Πώς δηλαδή διαθέτουμε τον εαυτό μας. Αν τον διαθέτουμε ενεργητικά, αν κάνουμε μία ενέργεια, τότε και η διάθεση είναι ενεργητική.
Στην μέση φωνή, τώρα, η κατάληξη είναι "-ομαι". Ό,τι φωνάζουμε, επομένως, με αυτή την κατάληξη ανήκει στην μέση φωνή, π.χ. "λύ-ομαι". Η διάθεση, όμως, του ρήματος αλλάζει αναλόγως του πώς διαθέτουμε τον εαυτό μας. Αν είμαστε εμείς π.χ. το μέσον για να δεχθούμε μία ενέργεια, τότε και η διάθεση είναι "μέση". Π.χ. "λύ-ομαι" (μόνος μου, όμως, χωρίς την μεσολάβηση κάποιου). Εδώ λοιπόν έχουμε "μέση διάθεση" (λύω εμαυτόν). Όταν όμως κάποιος άλλος μεσολαβήσει για να δεχθούμε εμείς αυτή την ενέργεια, τότε εμείς παθαίνουμε κάτι από κάποιον άλλο. Υπάρχει δηλαδή το λεγόμενο "ποιητικό αίτιο" και η διάθεση είναι παθητική, π.χ. "λύ-ομαι" (υπό τινος). Μία φωνή, λοιπόν, (λύ-ομαι), δύο όμως διαθέσεις (μέση και παθητική).
[Για καθαρά τυπικούς λόγους η "φωνή" αποδίδεται στο "α΄ ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα", ουσιαστικώς, όμως, ισχύει και για τις καταλήξεις τών υπολοίπων προσώπων όλων των χρόνων και των εγκλίσεων. Και αν μεν η διάθεση είναι παθητική, διακρίνεται αμέσως ο παθητικός μέλλων (θυσιασθήσομαι) και ο παθητικός αόριστος (εθυσιάσθην). Στον ενεστώτα, όμως, καθώς και στον παρατατικό, τον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο, χρόνοι στους οποίους οι καταλήξεις τόσο στην "μέση" όσο και στην "παθητική" διάθεση είναι ίδιες, τότε πρέπει να παρέμβει η νοητική λειτουργία, να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή το μυαλό μας για να κατανοήσουμετην ιδιαίτερη σημασία].
Σήμερα οι "ειδικοί" κατήργησαν στα νεοελλαδικά την "μέση φωνή" (και μαζί με αυτή και την μέση διάθεση, "διαθέτοντας" τις πράξεις που αυτή δήλωνε τάχα σαν ...μεταφορικές) και χρησιμοποιούν πλέον μόνο "ενεργητική" και "παθητική" φωνή, μεταφράζοντας επ’ακριβώς τον αγγλικό όρο "passive voice" και αφήνοντας έτσι το ύψιστο εργαλείο τού νου, την ελληνική γλώσσα, στην τύχη του.
Πάμε τώρα στο ρήμα "θύω". Είναι ενεργητικής φωνής και ενεργητικής διαθέσεως. Το ρήμα "θύ-ομαι", όμως, είναι οπωσδήποτε μέσης φωνής (το φωνάζουμε δηλαδή με την κατάληξη -ομαι), πρέπει όμως να σκεφθούμε για να δηλώσουμε την διάθεση. Εννοώ ότι αν εμείς είμαστε το μέσον για την θυσία, δηλαδή αν η διάθεση είναι "μέση", τότε υπάρχει το "εθελόθυτον" (ημείς θυσιάζομεν εμαυτούς). Τέτοιες παρόμοιες περιπτώσεις είχαμε σε όλες τις σημαντικές αναμετρήσεις τής ελληνικής ιστορίας. Στον Μαραθώνα, στην Σαλαμίνα, στις Θερμοπούλες, στις Πλαταιές, στην Αλαμάνα, στην Γραβιά, στο Μανιάκι, στην έξοδο του Μεσολογγίου, στον χορό τού Ζαλόγγου, στην Αραπίτσα, στον Μακεδονικό Αγώνα, στο ΟΧΙ του ’40, στο οχυρό Ρούπελ, στην θυσία του Κουκκίδη και στην Εθνική Αντίσταση, στον Αγώνα τής ΕΟΚΑ και σε άπειρες άλλες. Εδώ το ρήμα "θυσιάζ-ομαι" είναι και μέσης φωνής και μέσης διαθέσεως (θέλω δηλαδή και θυσιάζω εμαυτόν), υπάρχει δηλαδή το "εθελόθυτον"..
Όταν όμως έχουμε "παθητική διάθεση", τότε "θυσιάζομαι εγώ από κάποιον άλλο (ποιητικό αίτιο) χωρίς όμως την θέλησή μου". Οδηγούμαι δηλαδή ως "πρόβατον επί σφαγήν", παθαίνω κάτι από κάποιον άλλο. Η Ιφιγένεια, για παράδειγμα, εθυσιάσθη υπό του Αγαμέμνονος, χωρίς την θέλησή της, διότι επίστευε ότι πήγαινε στην Αυλίδα να παντρευθεί τον Αχιλλέα. Δεν εθυσίασε η ίδια εμαυτόν. "Εθυσιάσθη" υπό του πατρός. Άρα εδώ το ρήμα "θυσιάζομαι" είναι μέσης φωνής αλλά παθητικής διαθέσεως υπάρχει δε και ποιητικό αίτιο. Το νόημα δηλαδή είναι τελείως διαφορετικό.
Καταλαβαίνετε, τώρα, αγαπητοί φίλοι, γιατί "η μέση φωνή με παθητική διάθεση" έγινε μόνο "παθητική φωνή" (passive voice); Γιατί τα πραγματικά νοήματα της μέσης φωνής απέκτησαν "μεταφορική" έννοια; Γιατί εξηφανίσθη η "μέση φωνή"; Για να έρχονται σήμερα οι εξουσιαστές και τα εδώ κοινοβουλευτικά φερέφωνά τους και να ομιλούν για τις «θυσίες τού ελληνικού λαού»! Θυσίες, όμως, τις οποίες ο ελληνικός λαός δεν τις έκανε οικειοθελώς. Εξηναγκάσθη εις θυσίαν, "εθυσιάσθη υπό των δανειστών και των εδώ φερεφώνων" τους και "δεν εθυσίασε ο ίδιος εμαυτόν". Έτσι είναι: Άλλο "επιλέγω να θυσιασθώ" και άλλο "με θυσιάζουν" άλλοι! Άλλο η επιλογή και άλλο η επιβολή!
Ας σταματήσουν, λοιπόν, να ομιλούν οι πολιτικοί μας και οι δανειστές τάχα για «θυσίες τού ελληνικού λαού» αλλά να λένε την αλήθεια, την οποία η ίδια η ελληνική γλώσσα εκφράζει διά των νοημάτων της! Ότι, δηλαδή, "αυτοί οι ίδιοι θυσίασαν τον ελληνικό λαό" (ενεργητική φωνή και διάθεση) ή ότι ο ελληνικός λαός "εθυσιάσθη υπ’αυτών" (μέση φωνή με παθητική διάθεση). Έτσι, για να υπάρχει και το ποιητικό αίτιο, που θα τους δείχνει κάθε φορά και θα τους αποκαλύπτει, για να ξεχωρίζουν οι "σφαγιαστικές θυσίες" τους από τις "οικειοθελείς", τις "εκούσιες θυσίες" τών Ελλήνων προς χάριν τής Ελευθερίας και της σωτηρίας τής Πατρίδος!
Βάλσαμο ὁ ἐκλεκτὸς φιλόλογος κ. Ἀντωνᾶκος. Βάλσαμο στὶς ψυχές μας ἀπὸ τὸ ἄθλιο προχθεσινὸ παραλήρημα ἐκείνων τῶν 'βαρεμένων' οἱ ὁποῖοι ἠλιθίῳ τῶ τρόπῳ προσπαθοῦσαν νὰ μᾶς πείσουν περὶ τῆς...... "Ἑλληνικότητος" τοῦ Ἰσλάμ.
ΑπάντησηΔιαγραφήὍμως ἔχω καὶ ἐδῶ μίαν ἀπορίαν: Ὁ κ. Ἀντωνᾶκος τυγχάνει πιστὸς θιασώτης τῆς πολυτονικῆς γραφῆς πρᾶγμα ὅμως τὸ ὁποῖον δὲν βλέπω ἐδῶ. Ποῦ ὀφείλετσι ἡ 'γκέρλα";;