Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Από τα κρατητήρια της ΓΑΔΑ στην αυστραλιανή TV

Από τα κρατητήρια της ΓΑΔΑ στην αυστραλιανή TV
Μια ζωή σαν παραμύθι. Με μυθική άνοδο και απότομη πτώση στα σκληρά ναρκωτικά, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, τις συμμορίες με γνωστούς - αγνώστους και τελικά, την μετατροπή του στον «Νούμερο Ένα» καταζητούμενο της Ιντερπόλ που είχε σαν αποτέλεσμα να καταλήξει πίσω από τα κάγκελα ενός κελιού της μακρινής Αυστραλίας. Το κατηγορητήριο βαρύ. Τόσο που είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα του επιτραπεί εύκολα...
να καθίσει ξανά σε κοσμικά τραπέζια και να δειπνίσει με άλλα μέλη της ελληνικής και αυστραλιανής αφρόκρεμας, ούτε να συνοδεύσει ερωμένες της υψηλής κοινωνίας που θα ζήλευε ο καθένας. Διακίνηση τριών τόνων κοκαΐνης και πλήρη ιδιοκτησία έξι εργοστασίων παραγωγής αμφεταμινών και ecstasy μεταξύ άλλων, στο «πολύκροτο» βιογραφικό του.
Πολλοί υποψιάζονταν, αλλά κανένας δεν μιλούσε ανοιχτά για το ποιος ήταν ο «χοντρός Τόνι», όταν οι σαμπάνιες άνοιγαν η μία μετά την άλλη στα εφοπλιστικά σαλόνια. Ο ίδιος ήταν άλλωστε πάντα κουβαρντάς και δεν άφηνε κανέναν «χωρίς να τον κανονίσει». Μόνο που για τον Τόνι, τα «φιλοδωρήματα» σε όσους τον εξυπηρετούσαν, μπορούσαν να μεταφραστούν ακόμα και σε συμβόλαια θανάτου, όταν του το ζητούσαν. «Για τους φίλους μου», έλεγε με υπονοούμενα.
Ο γκάνγκστερ του 21ου αιώνα Τόνι Μάκμπελ έφυγε από την Αυστραλία σχεδόν κυνηγημένος. Τα σκοτεινά «πάρε – δώσε» αύξησαν το προσωπικό του χρέος προς το αυστραλιανό κράτος στο αστρονομικό ποσό των 47 εκατομμυρίων δολαρίων. Πέρασε τα σύνορα της χώρας μας για να κρυφτεί ως καταζητούμενος - φυγόδικος, με εφόδια ένα πλαστό διαβατήριο - με το ψευδώνυμο «Στίβεν Πάπας» - και μία περούκα. Και παρά το γεγονός ότι ήρθε στην Ελλάδα «οργανωμένος», αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να γλιτώσει την σύλληψη, εκείνο το ζεστό πρωινό στα «Δελφίνια» Γλυφάδας, τον Ιούλιο του 2007.

Από τη λαντζέρης στην αμύθητη περιουσία εκατομμυρίων δολαρίων

Ο Μόκμπελ ξεκίνησε την «καριέρα» του πλένοντας πιάτα σε ένα προαστιακό nightclub της Μελβούρνης. Για λίγο καιρό, δούλεψε και σαν σερβιτόρος στο ίδιο μαγαζί, μέχρι που ανέλαβε καθήκοντα security.
Στην ηλικία των μόλις 19 ετών, αγόρασε την πρώτη δική του επιχείρηση, ένα μπαρ στην περιοχή Ροζάνα και πέντε χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Καρμέλα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.
Το 1987 συνέχισε τις επενδύσεις, αγοράζοντας ένα ιταλικό ρεστοράν στη Μπορόνια και δέκα χρόνια μετά, άνοιξε το εστιατόριο «T Jays» στο Μπράνσουικ. Το 1998 ήρθε η πρώτη του καταδίκη για παραγωγή αμφεταμινών, αλλά κατάφερε να αφεθεί ελεύθερος, καθώς υπέβαλε έφεση.
Όσοι έκαναν παρέα με τον «χοντρό Τόνι» δεν κρύβουν το μεγάλο του πάθος με τον τζόγο. Με στοιχήματα στις ιπποδρομίες της Μελβούρνης, κέρδισε περιουσίες, τις οποίες επένδυε σε οίκους μόδας, μπαρ, εστιατόρια, ξενοδοχεία, nightclub και σε ακίνητα. Στις 17 Μαΐου 2008, ο Μόκμπελ έφτασε στο αεροδρόμιο Tullamarine της Μελβούρνης, με ένα Gulfstream συνοδευόμενος από οκτώ Λιβανέζους. Η εν λόγω πτήση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, καθώς κόστισε στην πολιτεία κάτι παραπάνω από 450.000 δολάρια. Ένα ποσό που σήμερα οι Αρχές αναμένουν να πάρουν πίσω από τα ποινικά κέρδη.
Και για να σας δώσουμε ένα παράδειγμα για το πώς ο χοντρός Τόνι κατάφερνε να κινήσει τα νήματα της τοπικής οικονομίας, αναφέρουμε το εξής: Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, ο επιφανής Μόκμπελ φέρεται να είχε υπό τον έλεγχό του 38 εταιρείες και περιουσία πάνω από 140 εκατομμύρια δολάρια. Λίγο αργότερα όμως, η εμπλοκή του με τον σκοτεινό κόσμο των ναρκωτικών θα τον οδηγήσει από τα μεγαλεία, σε ένα «σιδερένιο κλουβί».


Η ναυτιλιακή – μαϊμού, τα πλούσια μπουρμπουάρ και οι λαχανοντολμάδες

Η Ελλάδα για τον Τόνι Μόκμπελ αποτέλεσε επίγειο παράδεισο για να συνεχίσει τις σκοτεινές δοσοληψίες του και το μοναδικό καταφύγιο, για να γλιτώσει από την «δαγκάνα» της Ιντερπόλ, όταν εξέδωσε εναντίον του διεθνές ένταλμα σύλληψης με την κατηγορία της φοροδιαφυγής, διακίνησης ναρκωτικών, μέχρι και δολοφονίας.
Αν και στην αρχή φημολογούνταν ότι ο βαρόνος της κοκαΐνης κρυβόταν σε Γαλλία, Τουρκία ή Ιταλία, στην πραγματικότητα ο ίδιος τα πρώτα χρόνια βρήκε διαφυγή σε μία αγροτική κατοικία στους πρόποδες ενός καταπράσινου λόφου, κοντά στη λίμνη Eildon, περίπου δύο ώρες μακριά από την Μελβούρνη. Το ακίνητο ανήκε στον έμπιστο φίλο του Τόνι, Γιώργο Ελία με ελληνικές ρίζες. Ο Τόνι παρέμεινε εκεί για επτά μήνες, χωρίς η λοιπή οικογένεια Ελία να γνωρίζει φυσικά το πραγματικό του πρόσωπο του φιλοξενούμενού της. Και ενόσω η αστυνομία ερχόταν όλο και πιο κοντά στα ίχνη του, ο Τόνι βρήκε στήριξη σε 63χρονο φίλο του, με κωδική ονομασία "Ο συνταξιούχος". Το κατάλληλο πρόσωπο, την κατάλληλη στιγμή. Με τις απαραίτητες γνωριμίες σε όλη την Ελλάδα, με τους οποίους ο Τόνι θα μπορούσε να συνεργαστεί στο κομμάτι της παραγωγής αμφεταμινών, αλλά και να ξεκινήσει μία καινούργια ζωή, χωρίς να νιώθει κυνηγημένος.
Και έτσι και έγινε. Από την πρώτη στιγμή που ο καταζητούμενος πέρασε τα σύνορα, ο Έλληνας "συνταξιούχος" επιχειρηματίας στάθηκε στο πλευρό του, παραχωρώντας του ΙΧ που ταίριαζαν στο προφίλ ενός επιφανούς επιχειρηματία. Ένα πολυτελές 4x4 και στη συνέχεια, μία Mercedes SLK. Τα «κολλητιλίκια» βέβαια δεν περιορίστηκαν εκεί. Οι δύο πανίσχυροι άνδρες γνωρίστηκαν ένα μήνα πριν δώσουν τα χέρια για ένα ριψοκίνδυνο επιχειρηματικό deal που φυσικά, δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, καθώς τούς πρόλαβαν οι ελληνικές αστυνομικές αρχές.
Ο «Στίβεν Πάπας» στην πραγματικότητα, παρακάλεσε τον Έλληνα να επενδύσει σε μια ελληνική επιχείρηση. Λίγες μέρες αργότερα, στήθηκε μια ναυτιλιακή εταιρεία, στην οποία ο Μόκμπελ θα συμμετείχε ως «σιωπηλός επενδυτής», προφανώς με χρήματα από τη διακίνηση ναρκωτικών που θα του έστελναν συνεργάτες του από την Αυστραλία για να τα «ξεπλένει» ανενόχλητος.
Ο «βαρόνος του εγκλήματος» σχεδίαζε να μείνει για πάντα στην Ελλάδα. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι εδώ θα τελείωνε και το «βασίλειο από άσπρη σκόνη» που έστησε μόνος του.
Στην Αθήνα άλλωστε, γεννήθηκε και η κόρη του Ρενέ, που απέκτησε με τη Ντανιέλ Μαγκουάιρ, ενώ η πολυτελής βίλα στη Γλυφάδα (με ενοίκιο 2.000 ευρώ) έμελλε να γίνει το «λιμάνι» τους. Στα τότε δημοσιεύματα του Τύπου, επισημαίνεται η σταθερή προτίμησή του σε εστιατόριο της Αθήνας, που δεν ήταν άλλο από το «Μπακάλικο». «Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα ο Τόνι και η σύζυγός του έτρωγαν εκεί, αλλά δεν κάθονταν ποτέ παραπάνω από μισή ώρα. Και ποτέ σε τραπέζι στο κέντρο του καταστήματος, αλλά πάντα σε γωνιακό, πίσω από τις φυλλωσιές. Ο Τόνι δεν έπινε ποτέ οινοπνευματώδη και έτρωγε πάντα λαχανοντολμάδες. Εκείνο που έκανε εντύπωση στους εργαζόμενους του πολυτελούς εστιατορίου ήταν ότι άφηνε πάντα μεγάλο φιλοδώρημα, έως και 60 ευρώ. Επειδή μιλούσε αγγλικά, τον αποκαλούσαν «Αμερικάνο» και συχνά επισκεπτόταν τα Starbucks της Γλυφάδας, όπου το προσωπικό τον θυμάται να ζητάει θρυμματισμένο πάγο στο ρόφημά του», έγραφε ο Τύπος.
Ο Τόνι Μόκμπελ ζούσε για πολλά χρόνια πίσω από την σκιά του και μοναδικό του μέλημα ήταν να αλλοιώνει συχνά τα χαρακτηριστικά του, χωρίς όμως να δίνει στόχο ότι κρυβόταν. «Φορούσε πάντα γυαλιά ηλίου, τζόκεϊ και βερμούδα».

Πώς οι ελληνικές αστυνομικές αρχές έφτασαν στα ίχνη του χοντρού Τόνι

Τον Ιούλιο του 2007 οι ελληνικές αστυνομικές αρχές έφτασαν στην «πηγή του κακού» και εκεί που διεθνείς πράκτορες δεν κατάφεραν καν να πλησιάσουν, κυρίως μέσω της κίνησης των τραπεζικών του λογαριασμών.
Οι αστυνομικοί της ελληνικής Δίωξης Ναρκωτικών που είχαν αναλάβει να εντοπίσουν τον καταζητούμενο, βάσει των φωτογραφιών που είχαν παραδώσει οι αυστραλιανές αρχές, εντόπισαν τον Τόνι Μάκμπελ - στις 11 το πρωί της Τρίτης, Ιούλιος 2007 - να πίνει τον καφέ του μαζί με τον Έλληνα φίλο του στα «Δελφίνια» της Γλυφάδας.
Οι έξι άνδρες, προσποιούμενοι ότι ήθελαν να κάνουν έλεγχο, πλησίασαν στο τραπέζι τους και ζήτησαν να τους δείξει τα χαρτιά του. Ο λιβανέζικης καταγωγής κακοποιός έδειξε ένα διαβατήριο με το όνομα Στίβεν Πάπας, στο οποίο υπήρχε φωτογραφία του με την περούκα και το μουστάκι.
«Παρακαλούμε, μπορείτε να μας ακολουθήσετε;» είπε ο επικεφαλής, ενώ ταυτόχρονα δύο υφιστάμενοί του, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του φίλου του και δεκάδων θαμώνων, του πέρασαν τις χειροπέδες.
«Υπάρχει άλλη… γλώσσα να συζητήσουμε;» είπε αγγλιστί και με νόημα ο 42χρονος Μόκμπελ, απευθυνόμενος προς τον προϊστάμενο, ο οποίος πιάνοντας το υπονοούμενο του απάντησε κοφτά: «Όχι. Η μόνη γλώσσα που μιλάμε είναι αυτή του νόμου».
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, ο Τόνι Μόκμπελ επιχείρησε να δωροδοκήσει τους Έλληνες αστυνομικούς προσφέροντάς τους 1,6 εκατ. δολάρια για να τον αφήσουν ελεύθερο. Όμως, οι ίδιοι δεν υπέκυψαν. Το τέλος του πιο δημοφιλούς αστυνομικού σήριαλ, θέλει τις αυστραλιανές αρχές να χαίρονται τόσο πολύ από την σύλληψη του «χοντρού Τόνι», σε σημείο που ένας από αυτούς, άρπαξε έναν Έλληνα συνάδελφό του και τον φίλησε!
Λίγες ημέρες αργότερα,  το αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών της Αθήνας απεφάνθη την έκδοση του μεγαλέμπορου ναρκωτικών στις αρχές της χώρας του.
Ήταν τότε που ο αυστραλιανός Τύπος δημοσίευε διθυράμβους για την Ελληνική Αστυνομία και το αποτελεσματικό έργο της, ενώ το θέμα μονοπωλούσε καθημερινά τα μέσα ενημέρωσης της μακρινής χώρας, αφού ο συλληφθείς ήταν ένας από τους πλέον καταζητούμενους στον κόσμο και επικηρυγμένος με 1 εκατομμύριο δολάρια. Ο συλληφθείς πάντως δήλωνε πως «δεν τέλειωσαν όλα», ότι το κατηγορητήριο είναι κατασκευασμένο, ενώ η νεογέννητη κόρη του Ρενέ προσπάθησε να γίνει ο λόγος για να καθυστερήσει η έκδοσή του στην Αυστραλία. Αλλά δεν τα κατάφερε.
Ήταν τότε που ο 42χρονος Τόνι περνούσε στην Ιστορία ως ένα άλλο πρόσωπο, από αυτό που κόμπαζε στις παρέες του.
Ηγέτης συμμορίας που κατηγορήθηκε ότι πρωταγωνίστησε σε δολοφονίες, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, εμπόριο ναρκωτικών, ενώ δεν δίσταζε να εκτελεί «συμβόλαια θανάτου».
Στην ποινή που του επιδικάστηκε, καταδικάστηκε και για διακίνηση τριών τόνων κοκαΐνης, ενώ φερόταν ότι διατηρούσε έξι εργοστάσια παραγωγής αμφεταμινών και ecstasy.
Το 2002 κατηγορήθηκε ότι κρυβόταν πίσω από τη δολοφονία σε μπαρ της Μελβούρνης στελέχους αντίπαλης συμμορίας, εν ονόματι Λουίς Μοράν (για τη δολοφονία αυτή συνελήφθη και ο κολλητός του, Ευάγγελος Γούσσης που κρατείται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας). Μετά τη σύλληψή του λέγεται ότι, η διευθύντρια της Αστυνομίας της Βικτώρια Κριστίν Νίξον αποκάλυψε ότι ερευνάται η συμμετοχή του και σε άλλη δολοφονία, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει το όνομα του θύματος.

Η βαριά «ποινική καμπάνα»

Το Κακουργιοδικείο Μελβούρνης επέβαλε κάθειρξη 30 ετών στον διεθνούς φήμης έμπορο ναρκωτικών, Τόνι Μόκμπελ, με δικαίωμα υποβολής αίτησης για αποφυλάκιση μετά από 22 χρόνια. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο πρώην βαρόνος των ναρκωτικών και από τους πρωταγωνιστές στον αιματηρό πόλεμο του υποκόσμου της Βικτωρίας θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση αποφυλάκισης σε ηλικία 68 ετών.
Η καταδίκη του ήταν το τελευταίο επεισόδιο στο συγκλονιστικό δράμα Μόκμπελ, που εξελίχθηκε μερικώς και στην Ελλάδα, όπου κατέφυγε ο καταζητούμενος μεγαλέμπορος ναρκωτικών για να ξεφύγει από τη Δικαιοσύνη.
Στην αγόρευσή του, ο δικαστής Γουίλαν υπενθύμισε στον Μόκμπελ ότι έχει διαπράξει σωρεία αδικημάτων, πριν και μετά την καταδίκη του, όπως και το 2006, που κατηγορήθηκε για διακίνηση κοκαΐνης και άλλα αδικήματα που επισύρουν βαριές ποινές.
Η ποινή του Μόκμπελ θα ήταν μεγαλύτερη, ενδεχομένως ισόβια δεσμά, αν δεν έκανε κάποιο «ντιλ» με την αστυνομία, ενώ εκτιμάται, ότι η ομολογία της ενοχής του για τα αδικήματα που κατηγορείτο, συνετέλεσε στην κάθειρξη 30 ετών, αντί ισόβιας.
Σήμερα πάντως είναι σίγουρο ότι ο φάκελος Μόκμπελ δεν έκλεισε για τις αυστραλιανές Αρχές, καθώς εξακολουθούν να ελέγχουν τα οικονομικά του. Ο βαρυποινίτης δήλωσε «άφραγκος», μετά την κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, αλλά οι Αρχές πιστεύουν ότι κρύβει μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία και προσπαθούν να εντοπίσουν.

Η ζωή του Τόνι στη… μικρή οθόνη

Σεξ, ναρκωτικά, βία και πολύ δράμα. Η ζωή του περιβόητου κακοποιού δεν άφησε ασυγκίνητους τηλεοπτικούς παραγωγούς και σκηνοθέτες που εντός του 2014 μετέφεραν στην Μικρή Οθόνη την σκοτεινή πλευρά της ζωής του Τόνι Μόκμπελ.
Τον «Νούμερο Ένα» καταζητούμενο της Ιντερπόλ ενσάρκωσε ο Robert Mammone και την σύντροφό του, η Madeleine West σε μία παραγωγή του καναλιού Channel Nine, ενώ το σήριαλ έφερε τον τίτλο «Fat Tony & Co» και ορισμένα από τα γυρίσματα έλαβαν χώρα και στην Αθήνα.
Από την επίσημη τηλεοπτική πρεμιέρα μάλιστα, τα κοντέρ τηλεθέασης χτύπησαν κόκκινο και κάθε Κυριακή (ημέρα προβολής της σειράς)1.354 τηλεθεατές κατά μέσο όρο, συγκεντρώνονταν μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες, για να ανακαλύψουν κρυφές πτυχές της ζωής του Τόνι.
Στο σήριαλ παρουσιάστηκε βήμα βήμα η άνοδος και η πτώση της αυτοκρατορίας των 140 εκατ. δολαρίων του Μόκμπελ, τα πάρτυ, η φυγάδευση στην Αθήνα και η 18μηνη παρακολούθηση των Αρχών μέχρι πριν καταλήξουν στην οριστική σύλληψή του.
Μερικοί από τους ηθοποιούς που πήραν μέρος στην τηλεοπτική σειρά «Fat Tony & Co» είναι οι Vince Colosimo, Les Hill, Simon Westaway, Gerard Kennedy και ο Kevin Harrington.
«Όταν εισηγηθήκαμε για πρώτη φορά να γυρίσουμε τη ζωή του Τόνι Μόκμπελ, υπήρχαν νομικοί περιορισμοί. Στην τελευταία μας προσπάθεια όμως δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Η σειρά Fat Tony & Co προβλήθηκε τελικά πλήρης και χωρίς περικοπές σε σκηνές», καταλήγει ο παραγωγός Des Monaghan.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Συνολικές προβολές σελίδας

Αναγνώστες

Επικοινωνήστε μαζί μας στο: politisvaris1@yahoo.gr

Επικοινωνήστε μαζί μας στο: politisvaris1@yahoo.gr
politisvaris1@yahoo.gr

Blog Archive