Η γνωστή λογοτέχνιδα Καλλιόπη Α. Σφαέλλου προσθέτει μια νέα άποψη για την ελληνολατρεία καί τον εθνικισμό του Καβάφη, όρους πού επεξηγεί καί τεκμηριώνει, στη μελέτη της, απόσπασμα της οποίας ακολουθεί.
Αλεξανδρινή καί ή ίδια ή συγγραφέας, έχει την άμεση εμπειρία της προπολεμικής Αλεξάνδρειας καί τή γνώση του κοινωνικού περίγυρου πού προσδιόρισε την ποίηση τού Καβάφη. Μέσ’ άπό τά ίδια τά καβαφικά κείμενα αποδεικνύεται τό πόσο εκτιμούσε καί
περηφανευόταν ό ποιητής γιά τόν έθνικισμό του. Καθόλου κραυγαλέος άλλά έμμεσος ό εθνικισμός τού Καβάφη δεν έχει τήν αρχαία στενή έννοια τής αφοσιώσεως στό «άστυ», άλλά χωρίς νά γνωρίζει σύνορα, απλώνεται σ' ολόκληρη τή φυλή. Γράφει ή κ. Σφαέλλου πού τονίζει τό γεγονός, ότι ό εθνικισμός του Καβάφη δεν ήταν μιά στιγμιαία παροδική έξαρση, αλλά καλύπτει όλο τόν ελληνισμό, σ' όλες τις εκδηλώσεις καί σ' όλες τίς εποχές.... Παρουσιάζεται σταθερά άπό " τά πρώτα κιόλας βήματα του, ώς τις παραμονές τού θανάτου του, όταν τό 1931 διαλαλούσε τις νίκες τού Μεγάλου Αλεξάνδρου καί τη δημιουργία ενός καινούριου μεγάλου κόσμου, πιστεύοντας στην ενότητα τής ελληνικής φυλής.
ΚΑΒΑΦΗΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ
Βιβλιοθήκες ολόκληρες γεμίζουν όσα γράφτηκαν για τόν Καβάφη και δέν είναι λίγοι όσοι αφιέρωσαν - όπως ό Μαλάνος, ό Σαββίδης, δ Σαρεγιάννης— τήν κυριότερη πνευματική προσπάθεια τους στή μελέτη του έργου του. Ακόμη περισσότεροι είναι όσοι θυσίασαν κόπους και έκαμαν έρευνες σχετικά με τόν δείνα η τόν τάδε τύπο της υπογραφής του ή για τό σπίτι όπου γεννήθηκε στήν όδό Σερίφ, σάν νά 'παιζαν κάποιο σπουδαίο ρόλο στην ποίηση του οί λεπτομέρειες αυτές.
Καθένας τόν κοίταζε άπό διαφορετική σκοπιά, ή μάλλον καθένας συγκέντρωσε τους προβολείς του σέ μιάν άπό τις όψεις του πολύπλευρου Άλεξανδρινοϋ ποιητή. Γιατί άν, γιά τό πολύ κοινό, ό Καβάφης είναι ό ποιητής πού «έκόμισε είς τήν τέχνην αβέβαιες μνήμες ερώτων ατελών», τολμώντας νά πει καθαρά —μέ κάποια μάλιστα προκλητικότητα, θά λέγαμε— όσα άλλοι αποσιωπούσαν ή έκρυβαν επιμελώς, αυτό δέν σημαίνει ότι ό Καβάφης ήταν απλώς και μόνον ένας ίδιότυπος λαξευτής του στίχου μέ ανώμαλες ορμές.
Πολυσύνθετος, όπως όλοι οί άνθρωποι τής παρακμής, πρωτεϊκός όπως τόν χαρακτηρίζουν όσοι, όπως ο Σεφέρης, εντυπωσιάζονται τόσον άπό τη συχνά πολλαπλά έννοια των ποιημάτων του, όσο κι άπό τήν αδιάκοπη προσπάθεια του νά είναι σέ όλους αρεστός, παρουσιάζει όψεις αμέτρητες. "Αλλες λαμπρότερες, άλλες λιγότερο λαμπρές, όλες όμως μ' επιμέλεια επεξεργασμένες.
Τόν είπαν ακόμα αίσθησιακό. Κι είναι ίσως τό πιό έντονα έκδηλο χαρακτηριστικό του, άφού φανερώνεται άπό τό πλήθος των καθαρά αίσθησιακών ποιημάτων του, και τραβά την προσοχή άπό μιά —άς μάς επιτραπεί η έκφραση— υποσυνείδητη σκανδαλοθηρική τάση, κοινή λίγο-πολύ σέ όλους μας. Θά 'ταν παράλογο βέβαια να αμφισβητήσουμε τήν ιδιότητα του αυτή άφου τή συναντούμε τόσο συχνά μέσα ατό έργο του. Μά άπό τό σημείο αυτό ώς τό ν' αποδώσουμε τά πάντα, ακόμα και τά συμβολικά ποιήματα του, σέ παρόμοια έμπνευση, ή απόσταση είναι τεράστια.
Τόν χαρακτήρισαν ώς διδακτικό (Παπανούτσος) στηριζόμενοι στόν αποφθεγματικό τόνο πολλών άπό τά φιλοσοφικά ποιήματα του, τόνο που απορρέει άπό τή σφιχτή λιτότατη φράση, και δίνει έτσι ατό στίχο του όψη γνωμικού.
Τόν θεώρησαν στοχαστή, γιατί πίσω άπό τό συγκεκριμένο γεγονός διακρίνει τήν καθολικότερη σημασία του και βλέπει στό κάθε τι περιπτώσεις τυπικές, αντιπροσωπευτικές της ανθρώπινης φύσεως και μοίρας. Ή ιδιότητα του αυτή, όταν
μετατοπίζεται άπό τά έμψυχα ή τά γεγονότα ατά
άψυχα αντικείμενα, παίρνει σαφώς τή μορφή συμβόλου — πρόχειρο κλασικό παράδειγμα «Τα Κεριά». Καί στηριζόμενοι σ' αυτό μερικοί τόν άποκαλοϋν «συμβολιστή» με τήν ετυμολογική βέβαια σημασία της λέξεως κι όχι με τό περιεχόμενο, που έδωσαν σ' αυτόν τόν όρο οί Γάλλοι ποιητές τοϋ 19ου αιώνα.
Ακόμα συχνότερα τόν χαρακτηρίζουν ώς Ιστορικό, γιατί χωρίς ποτέ νά περιγράφει ίστορικά γεγονότα, ανάγεται σ' αυτά μέ τήν εξοικείωση όλων όσων κατέχουν τό χθες εξίσου καλά μέ τό σήμερα. "Αλλωστε οί Ιστορικές αναγνώσεις του αποτελούν τό υπόστρωμα —ή, ακριβέστερα, τήν πηγή εμπνεύσεως— των μισών κι ϊσως των καλυτέρων ποιημάτων του.
"Ολ' αυτά μπορούν νά συμπυκνωθούν στή διαίρεση πού, κατά τά γραφόμενα του Μαλάνου, έκανε ό ϊδιος ό Καβάφης στό έργο του, λέγοντας πώς διαιρόταν σέ ηδονιστικό, φιλοσοφικό και Ιστορικό. Μέ τή διαίρεση αυτή συμφωνεί και ό Μ. Πετρίδης στό έργο του «Ό βίος και τό έργο του Καβάφη» (έκδ. "Ικαρου).
Βέβαια, οί διαιρέσεις αυτές δέν είναι πάντα ξεκάθαρες. Συχνά ένα ποίημα ιστορικό έχει προεκτάσεις φιλοσοφικές, πρόχειρο παράδειγμα ό «Θεόδοτος», διπλό σύμβολο της αστάθειας της επιτυχίας και της προδοσίας άπό τους καιροσκόπους. "Η τό «Μάρτιαι, Είδοί»* όταν πίσω άπ' τό ιστορικό γεγονός πανίσχυρη προβάλλει ή Μοίρα και παραμερίζει κάθε φρόνηση, κάθε προειδοποίηση. Παρόμοια ποιήματα είναι πλήθος ανάμεσα στά «ίστορικά» τοϋ Καβάφη — γιατί είναι ολοφάνερο πώς τά συμβάντα της Ιστορίας κεντρίζουν τή φιλοσοφική του σκέψη. Αντίστροφα, ένα βασικά ηδονιστικό ποίημα τοποθετείται σέ περιβάλλον Ιστορικό. Χάνει έτσι κάτι άπό τόν ώμό ρεαλισμό του και παίρνει μορφή Ιστορικοφανή, όπως π.χ. τό «Ίαση Τάφος», «"Ενας Θεός των», κι άλλα πολλά. Αυτό ακριβώς τό παιχνίδισμα δικαιολογεί τόν χαρακτηρισμό του Καβάφη ώς πρωτεϊκού. "Ολες οί προαναφερθείσες Ιδιότητες του είναι «επάλληλες». Και οί ειδικοί μελετητές —νά τούς ονομάσουμε
καβαφιστές; — πολλές φορές έρχονται σέ σύγκρουση μεταξύ τους σχετικά μέ τήν κατάταξη κάποιου ποιήματος σ' αυτήν ή σ' έκείνην τήν ομάδα.
Ένώ όμως τόσοι και τόσοι ασχολήθηκαν μέ αφάνταστη λεπτολογία γιά κάθε απόχρωση της ποιήσεώς του κι αναδίφησαν κάθε πτυχή όχι μονάχα του έργου, μά και της ζωής του, ϊσως νά μήν υπογράμμισαν αρκετά τή βαθιά έλληνολατρεία πού, αναπάντεχα, συναντούμε σέ ποιήματα μέ χαρακτήρα φιλοσοφικό ή Ιστορικοφανή ή συμβολικό.
Εθνικιστής, λοιπόν, ό Καβάφης;
Πρίν απαντήσουμε καταφατικά, θά 'πρεπε νά τονίσουμε πώς δέν μεταχειριζόμαστε τόν όρον αυτό μέ τήν έννοια του επεκτατικού σωβινισμού, πού έγινε τελευταίως συνήθεια νά του αποδίδουμε. Τόν χρησιμοποιούμε μέ τήν ετυμολογική σημασία τής λέξης. Σημασία πού αρμόζει στόν προσηλωμένο στό νόημα του έθνους, τής φυλής, στά άτομα μέ τήν Ίδια γλώσσα, τόν ίδιο περίπου χαρακτήρα, τϊς ίδιες συνήθειες, τόν ίδιο τρόπο ζωής. Και τόν χρησιμοποιούμε έδώ σέ αντιδιαστολή πρός τόν όρο «πατριωτισμός», πού είναι στενά δεμένος μέ τόν τόπο και πού γι’ αυτό τό λόγο δέν είναι λογικό ν' αποδώσουμε σέ άνθρωπο γεννημένο και μεγαλωμένο στό εξωτερικό.
Μ' αυτήν λοιπόν τήν ετυμολογική έννοια της προσηλώσεως στό έθνος — όπου κι άν είναι σκορπισμένοι όσοι τό αποτελούν— κι όχι της π α τ ρ ί δ α ς μέσα στό γεωγραφικά καί πολιτικά της όρια, μπορούμε νά χαρακτηρίσουμε ανεπιφύλακτα τόν Καβάφη ώς εθνικιστή.
"Οσοι τόν γνώρισαν άπό κοντά κι έζησαν στό περιβάλλον του, μας τό βεβαιώνουν κατηγορηματικά. Πρώτος - πρώτος ό Γ. Λεχωνίτης αναφέρει ότι «ο Καβάφης ήταν φανατικός έ θ ν ι κ ό φ ρ ω ν», χωρίς όμως ν' αναλύει ποιά στοιχεία του έργου του δικαιολογούν τήν άποψη αυτή. Κι όμως, άπό πολύ νωρίς, άπό τά πρωτόλεια του σχεδόν, βλέπουμε ή προσήλωση στόν εθνισμό του νά ξεσπά μέ ασυνήθιστη γιά τό χαρακτήρα του βιαιότητα.
"Αν ανατρέξουμε στά λιγοστά ενυπόγραφα άρθρα του, πού μέ στοργή περισυνέλεξε και δημοσίευσε ό Γ. Παπουτσάκης , θά δοϋμε ότι ό νεαρότατος καί άγνωστος τότε δημόσιογραφίσκος Κ. Καβάφης, ό άγγλοθρεμμένος κάτοικος αγγλικής αποικίας, τολμά νά επιτεθεί θαρραλέα στόν Νόουλς, τό βαρύγδουπο διευθυντή της αγγλικής Nineteenth Century κι έναν άπό τούς μεγιστάνες του πανίσχυρου αγγλικού τύπου. Αφορμή της επιθέσεως είναι τά γλυπτά του Παρθενώνα, πού οί "Αγγλοι μέ πείσμα αποκαλούν «Ελγίνεια μάρμαρα». Ό Νόουλς, αποκλείοντας τήν απόδοση τους, έγραψε μέ αρκετή περιφρόνηση — ή κάλλιο θράσος— γιά τήν Ελλάδα καί τούς "Ελληνες. Καί ό νεαρός τότε Καβάφης του άπαντα στή Rivista Quindisinale της 10ης ' Απριλίου 1891, χαρακτηρίζοντας τά γραφόμενά του ώς cacoethia Scribendi και αποκαλώντας τον στήν κατακλείδα ...ανόητο! *.
Σ' άρθρο τής ίδιας εποχής (Απρίλιος 1893), δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» τής Αλεξάνδρειας, ασχολείται μέ τό ζήτημα τής Κύπρου. Σ αυτό, όχι μονάχα μέμφεται τούς "Αγγλους, επειδή δέν έκαναν τίποτε υπέρ τής Κύπρου, ένώ, αντιθέτως, τή βαραίνουν μέ δυσκολοβάσταχτους φόρους, άλλα προχωρεί πιο πέρα ακόμα : Ζητά άπεριφράστως τήν Ένωση μέ τήν Ελλάδα .
Ό ίδιος ό Γ. Παπουτσάκης, άπό τούς στενότερους φίλους του ποιητή, μας βεβαιώνει (Καβάφη Πεζά, σελ. 50) πώς ό Καβάφης «παρακολουθούσε πάντα μέ ακοίμητο ενδιαφέρον τις πολιτικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές εξελίξεις τής πατρίδας του... πάντα χάρηκε γιά τις χαρές και πόνεσε γιά τΙς αποτυχίες της». Και παρακάτω προσθέτει: «Ή εμπιστοσύνη του στίς αρετές του "Ελληνα ήταν μεγάλη».. «Συχνά τόν άκουσα ν ά
υπερασπίζεται μέ υψωμένη τή φωνή κάθε τι ελληνικό, όταν τύχαινε νά δυσφημείται».
Δεκάξη χρόνια μετά τό Λεχωνίτη, ό Τσίρκας, άπό τούς πιο λεπτολόγους ίσως μελετητές τοϋ Καβάφη, γράφει, τό 1958, γιά τό «εθνικιστικό πάθος» του κι αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο 3 γιά τό «φυλετισμό» του Αλεξανδρινού ποιητή — λες και ή λέξη «εθνικισμός» τοϋ καίει τά χείλη.
Μά οί έννοιες έθνος, φυλή, γένος, μιλώντας είδικά γιά τόν ελληνισμό, έχουν αποβεί ταυτόσημες καί τις βλέπουμε νά εναλλάσσονται, μέ τό ϊδιο πάντα νόημα, σ’ όλα τά κείμενα τής τουρκοκρατίας. Πρόκειται γιά υπόλειμμα, προφανώς, της
Βυζαντινής παράδοσης, όταν τό «εθνικός» καί τό "Ελληνας σήμαιναν ειδωλολάτρης. Σήμερα είναι αστείο νά κάνουμε διάκριση μεταξύ τους. Κι οί τρεις λέξεις είναι ουσιαστικά συνώνυμες. Μιλώντας γιά τό φυλετισμό τοϋ Καβάφη, μιλάμε γιά τόν εθνικισμό του, πού αγκαλιάζει, μέσα σέ τόπο και σέ χρόνο, ολόκληρη τήν πολύπαθη ηρωική φυλή μέ τά παντοϋ σκορπισμένα παιδιά της.
"Ελληνας τής διασποράς, γνωρίζοντας τήν Ελλάδα περισσότερο μέ τήν καρδιά παρά μέ τά μάτια, ήταν φυσικό νά δώσει στόν πατριωτισμό του μορφή ανεδαφική άλλά ευρύτατη, μορφή Ιδεαλιστική θά λέγαμε, μακριά άπό ελλείψεις καί φυσικές αδυναμίες.
Παρ' όλες τις αναμφισβήτητες αυτές μαρτυρίες γιά τόν εθνικισμό του, κανείς δέν ασχολήθηκε εΐδικά μέ τό στοιχείο αυτό στήν ποίηση τοϋ Καβάφη. Κανείς δέ μελέτησε μέ ποιους τρόπους καί μέ πόσες μορφές εκδηλώνεται τό αίσθημα αυτό άπό τά πρώτα του ποιήματα ως τά τελευταία καί περιορίσθηκαν σέ μερικές ατεκμηρίωτες φράσεις.
Τό πράγμα δέν είναι ϊσως δυσκολοεξήγητο. Ό εθνικισμός τοϋ Καβάφη δέν είναι κραυγαλέος. Δέν συνοδεύεται άπό σάλπιγγες καί τυμπανοκρουσίες. Εκφράζεται λιτά, άπλά, σχεδόν υπονοείται, σάν νά θεωρούσε ό Ίδιος κακόγουστο νά τόν υπογραμμίσει καί μόνον ή ανάλυση ορισμένων έργων του μπορεί νά μας αποκαλύψει τήν ένταση του.
Διαφέρει τόσο πολύ ή έκφραση τοϋ πατριωτισμού του άπό τόν τρόπο πού τόν διαδηλώνει όλόκληρη η σειρά των εθνικιστών ποιητών, άπό τόν Κάλβο ώς τό Μαβίλη, ώστε πολλοί τόν υποτίμησαν η ϊσως νά μην τόν πρόσεξαν όσον άξιζε. Οι περισσότεροι έριξαν τό βάρος τής κριτικής τους στις Ιδιορρυθμίες του κι έπρεπε νά 'ρθει ένας άλλος ποιητής, ό Γ. Σεφέρης, γιά νά γράφει πώς δέν πρέπει νά τόν θεωρούμε απλώς Ιδιότυπο;
« "Οταν τόν κοιτάξουμε μέσα στό έργο του, θά τόν νιώσουμε μέσα στήν ελληνική παράδοση ολόκληρη και αδιαίρετη... νά ενώνεται μέσα στή ζωντανή παράδοση μας *. Γ. Σεφέρη Δοκιμές (έκδ. Ίκαρος 1963 σελ. 283.
Ιδιόρρυθμος σέ όλα του, τόσο στή ζωή όσο και στό γράψιμό του, μεγαλωμένος στήν Αγγλία άπου ή συγκράτηση αποτελεί βασική αρετή, δέν εκφράζει τήν έλληνολατρεία του μέ ρητορισμούς, μέ περιγραφές, μέ ηρωική προγονολατρεία, όπως οί περισσότεροι. Παρόμοια ρητορικά στοιχεία είναι άγνωστα σ' ολόκληρη τή λιτή μέχρι ξηρότητας ποίηση του. Κι όμως μέσα στό μικρό ποσοτικά έργο, πού κυκλοφόρησε ό ϊδιος όσο ζοϋσε, δεκατέσσερα ποιήματα του φέρουν βαθιά τή σφραγίδα έντονου εθνικισμού — αδιάφορο άν ή σφραγίδα αυτή είναι τόσο διακριτική ώστε πολλοί νά μή τήν προσέχουν.
"Ισως ό αριθμός αυτός φανεί, έκ πρώτης όψεως, μικρός. Δεκατέσσερα ποιήματα δέν είναι πολλά. "Ολοι όμως ξέρουμε πόσο όλιγογράφος υπήρξε. "Αν λοιπόν παραμερίσουμε τά «ά π ο κ ε κ η ρ υ γ μ έ ν α» —άφου ό ίδιος τά καταδίκαζε— καί τά ανέκδοτα, άφου δέν ξέρουμε γιά ποιό λόγο ό ίδιος δέν τά δημοσίευσε, ένώ υπάρχουν μεταξύ τους μερικά αληθινά αξιόλογα, θά περιορισθούμε σέ εκατόν πενήντα τέσσερα ποιήματα μονάχα — όσα δηλαδή έθεσε σέ κυκλοφορία, όταν ζοϋσε ακόμη.
Μ’ αυτά θέλησε νά γίνει γνωστός και αυτά, προφανώς, θεωρούσε πώς τόν εκφράζουν τελειότερα. "Οταν λοιπόν σκεφτούμε πώς, ανάμεσα στά εκατόν πενήντα τέσσερα αυτά ποιήματα, τά δεκατέσσερα καθρεφτίζουν, μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο, τήν αφοσίωση του στόν ελληνισμό, στό έθνος του, διαπιστώνουμε πώς τά ποιήματα αυτά αποτελούν σχεδόν τό 10% άπό τό σύνολο του έργου, πού τόν εκπροσωπεί, σύμφωνα μέ τήν ατομική του επιλογή. Παρόμοιο ποσοστό δέν είναι καθόλου μικρό. "Αν μάλιστα προσθέσουμε σ' αυτά οκτώ ακόμα άπό όσα συγκαταλέγονται στά «Ανέκδοτα» βλέπουμε πώς τό αϊσθημα αυτό όχι μονάχα ήταν μόνιμο άλλα εκδηλώνεται άπό πολύ νωρίς. Τά δυό παλαιότερα άπό τά ποιήματα αυτά γράφηκαν, τό ένα τό 1885(Το Νιχώρι). Είναι δηλαδή τό παλαιότερο καβαφικό κείμενο πού γνωρίζουμε. Τό δεύτερο χρονολογείται άπό τό 1892 και είναι επομένως σύγχρονο περίπου μέ τά άρθρα γιά τά γλυπτά τοϋ Παρθενώνα, άρθρα
πού μας αποκάλυψε ό Γ. Παπουτσάκης. Μερικοί μάλιστα τίτλοι χαμένων ποιημάτων του μας επιτρέπουν νά υποθέσουμε πώς υπήρχαν καί άλλα παρόμοιας υφής ποιήματα γραμμένα πριν άπό τό 1900.
"Αν εξαιρέσουμε τό πρωιμότερο άπό όσα ποιήματα οί μελετητές άνέσυραν άπό τό αρχείο του, τό «Νιχώρι», όπου εξυμνεί κοινότοπα ένα προάστιο τής Κωνσταντινουπόλεως — κύριο χαρακτηριστικό τής λατρείας του γιά τόν ελληνισμό είναι πώς δέν περιορίζεται στό γεωγραφικό χώρο τής πατρίδας. Αντίθετα άπό άλλους πατριδολάτρες ποιητές, προσκολλάται στήν ευρύτερη έννοια τοϋ έθνους— τοϋ Γένους, όπως τό αποκαλούσαν στά χρόνια τής τουρκοκρατίας.
Πρόκειται, δηλαδή, γιά πατριωτισμό ολότελα Ιδεολογικό, άποπνευματωμένο θά λέγαμε, άφοϋ δέν στηρίζεται ούτε στή νοσταλγική έξύμνημη τής πατρογονικής γης, ούτε στά Ιστορικά κλέη — έκτος άπό μιά και πάλι εξαίρεση*.
Ό εθνικισμός του αγκαλιάζει τά πνευματικά κι άφθαρτα στοιχεία τοϋ ελληνισμού, κι αυτό αποτελεί ίσως τήν ανώτερη κι ευγενέστερη μορφή εθνικισμού. Τήν Ελλάδα δέν τή βλέπει γύρω του. Τήν κουβαλά μέσα του. Κι αυτό έχει διπλή αφορμή: Πρώτον, γεννήθηκε καί πέρασε ολόκληρη σχεδόν τή ζωή του στό εξωτερικό κι έτσι δέν έχει συναισθηματικούς δεσμούς μέ κάποιο ορισμένο περιβάλλον. Δεύτερον, ή οίκογένειά του καταγόταν άπό τμήμα τοϋ ελληνισμού υπόδουλο ακόμα άλλά μέ έντονώτατη εθνική συνείδηση.
Χάρη στήν Ιδιοτυπία αυτή ό πατριωτισμός —ή, γιά νά ακριβολογήσουμε, ό εθνικισμός του, άφοϋ πηγάζει κι απευθύνεται πρός τήν έννοια έθνος— έκδηλώνεται μέ τρεις κυρίως μορφές. Και λέμε κ υ ρ ί ω ς, γιατί, έκτος άπό αυτές, έχει και μερικές άλλες δευτερεύουσες εκδηλώσεις, όπως λ.χ. τήν ιδιαίτερη αγάπη του στήν ελληνική γλώσσα, αγάπη πού επανειλημμένα εκφράζει σέ ποιήματα του.
Α) Ή πρώτη άπό τις τρεις σημαντικότερες αυτές μορφές είναι ή περηφάνεια γιά τόν εθνισμό του — περηφάνεια ολοφάνερη όχι μονάχα στό ποιητικό έργο του μά και σέ ορισμένα περιστατικά τής ζωής του. Ό τίτλος του Έλληνα, είναι γιά τόν Καβάφη τίτλος τιμής. Είναι γνωστό πώς, ένώ ό πατέρας του είχε πάρει τήν αγγλική υπηκοότητα, ό Κωνστ. Καβάφης ζήτησε κι
επανήλθε στήν ελληνική. Μερικοί βεβαιώνουν πώς ή προτίμηση του αυτή έγινε εμπόδιο, παρά τις ευμενείς κρίσεις των προϊσταμένων του, γιά τήν προαγωγή του στήν Υπηρεσία Αρδεύσεων. "Αλλοι (Γιαλονράκης ) υποστηρίζουν πώς ή αλλαγή υπηκοότητας έγινε αργότερα, όταν ό ποιητής είχε αποχωρήσει άπό τήν Υπηρεσία όπου εργαζόταν.
Τό πράγμα δέν έχει απόλυτη σημασία, γιατί σέ όσους έζησαν στήν Αίγυπτο πριν άπό τό 1930, είναι γνωστό πόσα πλεονεκτήματα πρόσφερε ή αγγλική ύπηκοότης. Επομένως οπόταν κι άν έγινε ή επάνοδος τοϋ Καβάφη στήν ελληνική υπηκοότητα δέν παύει νά δείχνει τήν προσήλωση του στόν ελληνισμό.
Βέβαια, άν δεχθούμε τήν εκδοχή πώς ή αλλαγή έγινε όταν ακόμα ήταν υπάλληλος στις Αρδεύσεις, ή πράξη του αποκτά περισσότερη λεβεντιά — Είναι όμως πολύ αμφίβολο άν, ό πάντα συνεσταλμένος Καβάφης, θά μπορούσε νά διεκδικήσει τήν Ιδιότητα αυτή...
Β) Ή δεύτερη μορφή τής έλληνολατρείας του είναι ή βαθιά του εκτίμηση γιά κάθε τι τό ελληνικό : Γιά τήν ελληνική τέχνη, γιά τό ελληνικό πνεύμα, γιά τήν ελληνική σκέψη, γιά τόν ελληνικό τρόπο ζωής. Καί τό συναίσθημα αυτό είναι κάτι πολύ βαθύτερο, πολύ ουσιωδέστερο άπό τό θαυμασμό ή τήν περηφάνεια γιά μιά σειρά ίστορικών συμβάντων, όσο λαμπρά κι άν τύχει νά ναι. Ή εκτίμηση του γιά όλ' αυτά τόν οδηγεί στήν πεποίθηση γιά τήν υπεροχή του ελληνισμού καί αποτελεί τήν πηγή της δικαιολογημένης περηφάνειας του.
Γ) Ή τρίτη, ή πιό συγκεκαλυμμένη, μά όχι καί ή λιγότερο σημαντική, μορφή πατριωτισμού, άπό όσες άντικαθρεφτίζονται στό έργο τοϋ Καβάφη, είναι ό πόνος του, ό βαθύς κι απεριόριστος πόνος του γιά κάθε ατύχημα τοϋ ελληνισμού σέ οποιαδήποτε περίοδο της ίστορίας του — είτε πρόκειται γιά τήν εποχή των Επιγόνων καί τό λύγισμα μπροστά στή Ρώμη, εϊτε γιά τή δύση τοϋ Βυζαντίου. Δέν άγαπα τό έθνος του μονάχα όταν ακμάζει. Τό αγαπά καί στίς συμφορές του, πονά γι αυτές καί κάθε γονάτισμά του είναι πληγή γιά τόν Αλεξανδρινό
ποιητή.
Σ' αυτές τίς κύριες εκδηλώσεις έντονου έθνικοϋ αίσθήματος, θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε κι άλλες δευτερεύουσες, πού εμφανίζονται άπό μιά μονάχα φορά στό έργο του καί μάλιστα πρώιμα, πολύ πρώιμα, τό 1885, όταν δέν ήταν ακόμα είκοσι χρόνων, τό 1892 καί τό 1899. Τίς συναντούμε σέ μερικά άπό όσα ποιήματα δέν είχε κυκλοφορήσει όταν ζούσε, γιατί, προφανώς, δέν τά θεωρούσε αξιόλογα. Τά αγαπούσε όμως τόσο ώστε νά μή θέλει νά τά καταστρέφει.
Στό αρχαιότερο, τό «Νιχώρι» (1885), συναντοϋμε, όπως προαναφέραμε, ένα άπό τά πιό συνηθισμένα θέματα στήν ποίηση: τήν εξύμνηση του τόπου του. Πρόκειται, όπως ξανάπαμε, γιά τήν πιό πρωτόγονη μορφή πατριωτισμού, τήν πιό απλοϊκή. Βλέποντας λοιπόν τή μετέπειτα εξέλιξη τοϋ αισθήματος αύτοϋ στόν Καβάφη, θά Ισχυριζόμαστε πώς είναι τό πρώτο, τό κατώτερο σκαλοπάτι τοϋ πατριωτισμού του και πώς γρήγορα τό ξεπέρασε.
Στή «Ναυμαχία», χρονολογημένη τό 1899, έχουμε μιάν επίσης συνηθισμένη μορφή εθνικισμού : τήν εξύμνηση μιας ελληνικής νίκης άπό τούς ίδιους τούς νικημένους:
Αφανισθήκαμε έκεϊ στή Σαλαμίνα
όά, όά, όά . .. · ·
Τί έγυρεύαμε έκεϊ στή Σαλαμίνα
στόλους νά κουβανοΰμε καΐ νά ναυμαχούμε
ότοτοί, ότοτοί, ότοτοί ... ...
"Αθελα μας, διαβάζοντας τούς στίχους αυτούς, ή σκέψη μας πετά στους «Πέρσες» τοϋ Αισχύλου, όταν ό χορός των γερόντων θρηνεί γιά τήν καταστροφή τοϋ στόλου τοϋ Ξέρξη. Κι επειδή είναι γνωστή ή εξοικείωση τοϋ Καβάφη μέ τούς αρχαίους, λογικό είναι ν’ αποδώσουμε σ' επίδραση τοϋ μεγάλου τραγικού τό ποίημα αυτό.
"Οσο γιά τόν «Επιτάφιο» (1892), βλέπουμε νά εκφράζονται σ' αυτό αλλεπάλληλα δυό αισθήματα στενά δεμένα μέ τόν εθνισμό: Πρώτον, ή νοσταλγία της μακρινής γενέθλιας γης άπό κάποιον ζενιτεμένο — Πράγμα πολύ συνηθισμένο στήν ποίηση μας, άπό τόν "Ομηρο ώς τά δημοτικά μας τραγούδια, ολότελα όμως μοναδικό οτό έργο τοϋ Καβάφη. Δεύτερον, μιάν άλλη μορφή εθνικισμού πού πολλές φορές συναντούμε καί σέ άλλα μεταγενέστερα ποιήματα του κι είναι χαρακτηριστικά δική του: Ή ελληνική γλώσσα καί ή συναναστροφή μέ "Ελληνες δίνουν χαρά μεγαλύτερη άπό κάθε άλλη. Μέ τέτοιους όρους ό νεκρός Σάμιος, πού πέθανε στήν ξενητιά, βρίσκει πώς ακόμα και ό "Αδης είναι ευχάριστος:
...είς "Αδην δέν πορεύομαι πενθών.
Έκέί Θά εϊμαι μετά των συμπολιτών
καί τοϋ λοιπόν θα ομιλώ ελληνιστί.
Πόσο ανωτέρου επιπέδου καί πόσο εντονότερος είναι ό εθνικισμός, πού εκδηλώνεται μέ τούς στίχους αυτούς, άπό τόν πατριωτισμό πού ενέπνευσε τά δυο προηγούμενα ποιήματα, είναι ολοφάνερο. Καί ό τελευταίος στίχος υπογραμμίζει τή
λατρεία τοϋ Καβάφη γιά τήν ελληνική γλώσσα, όπως σημειώσαμε και λίγο πιο πάνω.
Πάντως θ' άξιζε νά αναφέρουμε πώς καί τά τρία αυτά ποιήματα δημοσιεύτηκαν μόλις τό 1963 στόν τόμο τών Ανεκδότων ποιημάτων, πού μ' επιμέλεια Γ. Σαββίδη εξέδωσε ό «"Ικαρος».
Συγκρίνοντας, μάλιστα, τό περιεχόμενο τους μέ άλλα μεταγενέστερα ποιήματα τοϋ Καβάφη, μπορούμε νά ισχυριστούμε πώς ό εθνικισμός του ξεκίνησε άπό τις στενές τυπικές μορφές αγάπης γιά τόν τόπο, νοσταλγίας, περηφάνειας γιά νίκες, γιά νά εξελιχθεί αργότερα σέ μορφή πολύ ευρύτερη, πολύ πιο ιδανική, πού τή συναντούμε στά μεταγενέστερα έργα του. Άλλα μ' αυτά αξίζει, νομίζουμε, ν' άσχοληθοϋμε εκτενέστερα και μέ περισσότερες λεπτομέρειες αναλύοντας τά ίδια τά κείμενα του.
Πρώτη λοιπόν κι έντονώτατη μορφή τοϋ Καβαφικού εθνικισμού είναι, όπως λέγαμε, ή περηφάνεια.
Ισως, αλήθεια, φανεί παράξενο σέ μερικούς τό γεγονός πώς ό Καβάφης, γεννημένος κι αναθρεμμένος στό εξωτερικό, μέ συχνό κι αδιάκοπο συγχρωτισμό μέ ξένες φυλές, ξένους ανθρώπους, ξένα ήθη και έθιμα, κρατά τόσο ζωηρή τήν
περηφάνεια τοϋ εθνισμού του. Κι όμως, είναι αναμφισβήτητο πώς —στά χρόνια τουλάχιστον τοϋ Καβάφη — ό "Ελληνας τής Αλεξάνδρειας ήταν περήφανος γιά τήν ιδιότητα του αυτή. Δέν κυριευόταν άπό τό πτωχοπροδρομικό σύμπλεγμα τής μιζέριας, τής φτώχειας, τής αδυναμίας, πού τόσο συχνά δυστυχώς χαρακτήριζε όσους ζούσαν μέσα στά όρια τής Ελλάδας και κατέληγε σέ μιά ταπεινωτική και αδικαιολόγητη ξενολατρεία.
Οί "Ελληνες τής Αλεξάνδρειας άντίκρυζαν τούς ξένους σάν ίσοι πρός ίσους και πολλές φορές σάν ανώτεροι πρός κατώτερους. Ή συνηθισμένη προσωνυμία τής «ψωροκόσταινας» ήταν ολότελα άγνωστη έκεϊ. Ή Ελλάδα παρέμενε γιά κείνους ή πολυσέβαστη — έστω και ταλαιπωρημένη — μητέρα. Ή παροικιακή τους δύναμη τούς χάριζε αίσθημα υπεροχής, πού ή κρατική αδυναμία αφαιρούσε άπό όσους έμεναν μέσα στά ελληνικά σύνορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.