Εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας, πέραν των άλλων, ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια και οι εικονικές επιχειρήσεις. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών κατάφεραν σε πολλές περιπτώσεις να εξιχνιάσουν κυκλώματα έκδοσης εικονικών τιμολογίων, χωρίς όμως να στείλουν στη φυλακή τους ιθύνοντες, τους υποκρυπτόμενους  και λοιπούς συνεργούς ή/και να τους πάρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν. Προσπάθησαν βεβαίως να εισπράξουν τα χρήματα από τις λήπτριες επιχειρήσεις, σηκώνοντας τη σπάθα και κόβοντας κεφάλια, επί δικαίων και αδίκων...

                Οι ελεγκτές βαφτίζουν εικονικά τα τιμολόγια χωρίς να διαθέτουν αποδείξεις για οποιαδήποτε συναλλαγή. Το πράττουν επίσης όταν η εκδότρια επιχείρηση δεν υποβάλλει  δηλώσεις (φόρο εισοδήματος, ΦΠΑ, ΦΜΥ) ή εγκαταλείπει την έδρα της. Η φορολογούσα αρχή πετά μία πρόσκληση κάτω από ένα χαλάκι εξώπορτας, ουδέποτε όμως προσκομίζονται βιβλία και στοιχεία, αφού δεν την παραλαμβάνει κανείς.
                Τα φορολογικά δικαστήρια (Πρωτοδικείο, Εφετείο, ΣτΕ) έχουν εκδώσει μέχρι σήμερα πάρα πολλές αποφάσεις, στις οποίες πάντα αναφέρουν ότι το βάρος της απόδειξης μια συναλλαγής το φέρει η φορολογούσα αρχή και όχι ο λήπτης των δήθεν εικονικών τιμολογίων. Δεν αποδεικνύεται λοιπόν εικονική συναλλαγή, σε περίπτωση που ο εκδότης των τιμολογίων δεν υπέβαλε δηλώσεις, εγκατέλειψε την έδρα του, δεν προσκόμισε βιβλία και στοιχεία για έλεγχο, δεν κατέθεσε συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριών ή δεν είχε απογραφεί στο ΙΚΑ (ΣτΕ 3411/.).
                Πρέπει λοιπόν η φορολογούσα αρχή να συνεισφέρει περισσότερα στοιχεία και η έκθεση που θα συντάξει να μην είναι αόριστη, ώστε να μην υπάρχει συμπερασματικός τρόπος απόδειξης της εικονικότητας του φορολογικού στοιχείου. Διαφορετικά, τα διοικητικά δικαστήρια κάνουν δεκτές τις προσφυγές των επιτηδευματιών και ακυρώνουν τις αποφάσεις επιβολής προστίμου των προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ., ενώ απορρίπτουν ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς των ελεγκτών.