Η αλλαγή είναι ζήτημα ψυχής:
Να προσπαθείς εγκάρδια να κάνεις την καθημερινότητα του άλλου λίγο καλύτερη.
Να δίνεις στο διπλανό σου λίγο χώρο στο πακτωμένο από ύλη και δεσμεύσεις παρόν για να ανασάνει, να σέβεσαι ευαισθησίες που τον κάνουν άνθρωπο κι όχι ανδράποδο, να επιτρέπεις στον άλλο, για λίγο έστω, να μη νιώθει υπόλογη μηχανή.
Η χώρα είναι οι άνθρωποι. Και το ανησυχητικότερο δείγμα της τελευταίας φάσης της κρίσης είναι η εντεινόμενη έκπτωση των ίδιων των ανθρώπινων συμπεριφορών. Το κούρεμα της ανθρωπιάς. Ιδίως από πλευράς ορισμένων, που διαθέτουν εξουσία. Δηλαδή, των «πιστωτών» της ελληνικής καθημερινότητας...
Το κράτος πρωτοστατεί διά των υπαλλήλων. Αντί να βρουν μια νέα, τελική, ηρωική ώθηση και να επιτελούν τα καθήκοντά τους σα να μην υπάρχει αύριο, σε πάμπολλους δημόσιους φορείς οι εργαζόμενοι συχνά δρουν σα να εκδικούνται τον πολίτη. Ζητούν ακόμα μίζες, εξυπηρετούν ημετέρους, καθυστερούν υποτιθέμενα διαμαρτυρόμενοι.
Όσο πιο ψηλά, τόσο χειρότερα στην κλίμακα της διάλυσης. Με ύφος πικρίας κι ενόχλησης, χωρίς αντανακλαστικά φροντίδας, το δημόσιο λειτουργεί ακόμα με πελατειακές προτεραιότητες, επιμένει σε γραφειοκρατίες (δίπλωμα-κάρτα με φωτογραφία, ΑΦΜ και υπογραφή δεν αποτελεί έγγραφο ικανό για επικύρωση γνήσιου υπογραφής στα ΑΤ!), αλλά κι εκτελεί επί χρήμασι διευκολύνσεις. Οι ίδιοι οι άνθρωποί του, Έλληνες κατά τα άλλα και συμπολίτες, εξαγριώνουν συχνά το γείτονά τους. Και κατακρεουργούν τον εργοδότη της (αν)ελεύθερης αγοράς, που με τη σειρά του ξεσπά ένα φιμωμένο μένος στον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα.
Υπό το φόβο απολύσεων ολοένα και περισσότεροι εργασιακοί χώροι γίνονται αφόρητες διελκυστίνδες παιγνίων εξουσίας. Οι εργοδοσίες μεγάλων εταιριών ανά τη χώρα μεταθέτουν τις εντολές στα χαμηλά τις ιεραρχίας. Παράλληλα, ωράρια παύουν να υπάρχουν, τα λειτουργικά κόστη δε βγαίνουν, ενώ οι προσωπικοί προϋπολογισμοί των υπαλλήλων εκτροχιάζονται. Με απρόσωπες κι εκ του μακρόθεν ανακοινώσεις (ειδικά στις πολυεθνικές εταιρείες) και δια του εκβιαστικού συναισθήματος, εργοδότες και υψηλόβαθμα στελέχη εμφυσούν στην αγορά εργασίας την αντίληψη ότι και μόνο που κανείς εργάζεται, οφείλει να είναι ευγνώμων υπήκοος. Μικρές οι επιβραβεύσεις – έστω ηθικές, ελάχιστα τα δώρα, έστω χρόνου. Στερημένοι από στοιχεία προσωπικότητας και ιδωμένοι ως αριθμοί, οι Έλληνες πολίτες και εδώ υπόκεινται ημερήσια ψυχικά βασανιστήρια. Τα παίρνουν μαζί στο σπίτι. Τα μαγειρεύουν και τα καταναλώνουν οικογενειακώς.
Κι αν τις Κυριακές τα πρωινά, εκεί όπου συγκεντρώνονται τα είδη ρουχισμού του «όλοι μαζί μπορούμε» γίνεται κάτι τόσο θαυμάσιο, που αν δεν το ζήσει κανείς δεν μπορεί να το συλλάβει, έξω στους δρόμους πληθαίνουν οι τρελλοί. Ιδίως οι σαλεμένοι γέροντες και οι κατεστραμμένοι νέοι. Αλλά κι οι ίδιοι οι άνθρωποι που αντλούν από αποθέματα βαθέος ανθρωπισμού και πολιτισμικής παιδείας και μαζεύουν παλιά ρούχα και κουβέρτες για εκείνους που κρυώνουν, συχνά-πυκνά κι αυτοί απελπίζονται. Αδυνατούν να χωνέψουν το κακό. Το μάτι τους γυαλίζει, η δύναμή τους θολώνει. Αναπτύσσουν επιθετικές ροπές. Διότι ζουν κάτι που μοιάζει με κακό αστείο. Δεν έκλεψαν, δεν απέφυγαν υποχρεώσεις, δεν διορίστηκαν, πλην όμως τώρα – κι είναι πολλοί – πρέπει να αναπνέουν μέσα στην σκληρή καθημερινότητα ανθρώπων με λέπια, με μόνη προοπτική την επιβίωση. Σχεδόν χωρίς γωνιές να ζει κανείς.
Θέλει τέχνη για να μπορεί να θυσιάζει κανείς δίκαια. Βούληση για αλήθεια και κουράγιο. Κυρίως, διάθεση. Στα δύσκολα είναι που μετράει η ανθρωπιά. Στα εύκολα κάνει και το τσιφτετέλι.
Να δίνεις στο διπλανό σου λίγο χώρο στο πακτωμένο από ύλη και δεσμεύσεις παρόν για να ανασάνει, να σέβεσαι ευαισθησίες που τον κάνουν άνθρωπο κι όχι ανδράποδο, να επιτρέπεις στον άλλο, για λίγο έστω, να μη νιώθει υπόλογη μηχανή.
Η χώρα είναι οι άνθρωποι. Και το ανησυχητικότερο δείγμα της τελευταίας φάσης της κρίσης είναι η εντεινόμενη έκπτωση των ίδιων των ανθρώπινων συμπεριφορών. Το κούρεμα της ανθρωπιάς. Ιδίως από πλευράς ορισμένων, που διαθέτουν εξουσία. Δηλαδή, των «πιστωτών» της ελληνικής καθημερινότητας...
Το κράτος πρωτοστατεί διά των υπαλλήλων. Αντί να βρουν μια νέα, τελική, ηρωική ώθηση και να επιτελούν τα καθήκοντά τους σα να μην υπάρχει αύριο, σε πάμπολλους δημόσιους φορείς οι εργαζόμενοι συχνά δρουν σα να εκδικούνται τον πολίτη. Ζητούν ακόμα μίζες, εξυπηρετούν ημετέρους, καθυστερούν υποτιθέμενα διαμαρτυρόμενοι.
Όσο πιο ψηλά, τόσο χειρότερα στην κλίμακα της διάλυσης. Με ύφος πικρίας κι ενόχλησης, χωρίς αντανακλαστικά φροντίδας, το δημόσιο λειτουργεί ακόμα με πελατειακές προτεραιότητες, επιμένει σε γραφειοκρατίες (δίπλωμα-κάρτα με φωτογραφία, ΑΦΜ και υπογραφή δεν αποτελεί έγγραφο ικανό για επικύρωση γνήσιου υπογραφής στα ΑΤ!), αλλά κι εκτελεί επί χρήμασι διευκολύνσεις. Οι ίδιοι οι άνθρωποί του, Έλληνες κατά τα άλλα και συμπολίτες, εξαγριώνουν συχνά το γείτονά τους. Και κατακρεουργούν τον εργοδότη της (αν)ελεύθερης αγοράς, που με τη σειρά του ξεσπά ένα φιμωμένο μένος στον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα.
Υπό το φόβο απολύσεων ολοένα και περισσότεροι εργασιακοί χώροι γίνονται αφόρητες διελκυστίνδες παιγνίων εξουσίας. Οι εργοδοσίες μεγάλων εταιριών ανά τη χώρα μεταθέτουν τις εντολές στα χαμηλά τις ιεραρχίας. Παράλληλα, ωράρια παύουν να υπάρχουν, τα λειτουργικά κόστη δε βγαίνουν, ενώ οι προσωπικοί προϋπολογισμοί των υπαλλήλων εκτροχιάζονται. Με απρόσωπες κι εκ του μακρόθεν ανακοινώσεις (ειδικά στις πολυεθνικές εταιρείες) και δια του εκβιαστικού συναισθήματος, εργοδότες και υψηλόβαθμα στελέχη εμφυσούν στην αγορά εργασίας την αντίληψη ότι και μόνο που κανείς εργάζεται, οφείλει να είναι ευγνώμων υπήκοος. Μικρές οι επιβραβεύσεις – έστω ηθικές, ελάχιστα τα δώρα, έστω χρόνου. Στερημένοι από στοιχεία προσωπικότητας και ιδωμένοι ως αριθμοί, οι Έλληνες πολίτες και εδώ υπόκεινται ημερήσια ψυχικά βασανιστήρια. Τα παίρνουν μαζί στο σπίτι. Τα μαγειρεύουν και τα καταναλώνουν οικογενειακώς.
Κι αν τις Κυριακές τα πρωινά, εκεί όπου συγκεντρώνονται τα είδη ρουχισμού του «όλοι μαζί μπορούμε» γίνεται κάτι τόσο θαυμάσιο, που αν δεν το ζήσει κανείς δεν μπορεί να το συλλάβει, έξω στους δρόμους πληθαίνουν οι τρελλοί. Ιδίως οι σαλεμένοι γέροντες και οι κατεστραμμένοι νέοι. Αλλά κι οι ίδιοι οι άνθρωποι που αντλούν από αποθέματα βαθέος ανθρωπισμού και πολιτισμικής παιδείας και μαζεύουν παλιά ρούχα και κουβέρτες για εκείνους που κρυώνουν, συχνά-πυκνά κι αυτοί απελπίζονται. Αδυνατούν να χωνέψουν το κακό. Το μάτι τους γυαλίζει, η δύναμή τους θολώνει. Αναπτύσσουν επιθετικές ροπές. Διότι ζουν κάτι που μοιάζει με κακό αστείο. Δεν έκλεψαν, δεν απέφυγαν υποχρεώσεις, δεν διορίστηκαν, πλην όμως τώρα – κι είναι πολλοί – πρέπει να αναπνέουν μέσα στην σκληρή καθημερινότητα ανθρώπων με λέπια, με μόνη προοπτική την επιβίωση. Σχεδόν χωρίς γωνιές να ζει κανείς.
Θέλει τέχνη για να μπορεί να θυσιάζει κανείς δίκαια. Βούληση για αλήθεια και κουράγιο. Κυρίως, διάθεση. Στα δύσκολα είναι που μετράει η ανθρωπιά. Στα εύκολα κάνει και το τσιφτετέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.