Προπολεμικά Δάνεια
H ιστορία δανεισμού της χώρας μας από τις «ξένες δυνάμεις» αρχίζει, πριν καν την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, με δύο γνωστά βρετανικά «δάνεια της Ανεξαρτησίας» το 1824 και το 1825 για τις ανάγκες της Επανάστασης. Αναγκαστήκαμε δυστυχώς να προπληρώσουμε ένα μεγάλο ποσόν από αυτά για τόκους και προμήθειες και παραγγελίες πολεμικού υλικού που ουδέποτε έφτασε στη χώρα μας....
Ένα ακόμα μέρος του δανείου καταναλώθηκε για τις εμφύλιες αναμετρήσεις μας, με αποτέλεσμα ένα πολύ μικρό μόνο μέρος αυτών των χρημάτων να χρησιμοποιηθεί τελικά για τους ουσιαστικούς σκοπούς της Επανάστασης. Τα ληστρικά αυτά δάνεια επέβαλαν σαν υποθήκη την εθνική κτηματική περιουσία.Το 1827 ο Καποδίστριας ζήτησε καινούριο δάνειο από τους Ευρωπαίους για να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή ενός μέρους των προηγούμενων δανείων και για να βοηθήσει την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Το αίτημά του όμως δεν έγινε αποδεκτό, με αποτέλεσμα η ελληνική διοίκηση να αναγκαστεί να κηρύξει τον ίδιο χρόνο πτώχευση.
Το επόμενο δάνειο που συνήψε η χώρα μας ήταν το 1832, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830) και την επιβολή του Βαυαρού Όθωνα (1832) σα βασιλιά των Ελλήνων. Από το δάνειο αυτό των «προστάτιδων δυνάμεων» ύψους 60 εκατ. γαλλικών φράγκων δόθηκαν μόνον οι δύο πρώτες δόσεις, που ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν για αποπληρωμή των δύο προηγούμενων βρετανικών δανείων και το υπόλοιπο για το στρατό και τη βαυαρική γραφειοκρατία. Η μη ανάκαμψη, έτσι, της οικονομίας προκάλεσε την άρνηση καταβολής της τρίτης δόσης του δανείου. Τελικά ο Όθωνας αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση, ζητώντας νέα δάνεια.
Οι «προστάτες» μας όρισαν τότε μια επιτροπή ελέγχου της οικονομίας μας επιβάλλοντας συγχρόνως τη χρησιμοποίηση όλων των εθνικών πόρων για την αποπληρωμή των δανείων τους. Στις επόμενες δεκαετίες, παρά τη σχετική ανάπτυξη της ναυτιλίας και βιομηχανίας, το δημόσιο χρέος συνέχιζε να μεγαλώνει. Επιβαρύνθηκε επίσης από τις αποζημιώσεις που πληρώσαμε στους Τούρκους για την παραχώρηση της Θεσσαλίας και της Άρτας. Όλοι οι κρατικοί υπολογισμοί αυτής της περιόδου ήταν ελλειμματικοί με αποτέλεσμα ο Χαρίλαος Τρικούπης να αναφωνήσει στις 30 Οκτωβρίου 1893 στη Βουλή το ιστορικό «Δυστυχώς, κύριοι επτωχεύσαμεν». Ήταν η τρίτη διαδοχικά πτώχευση της Ελλάδας.
Το δημόσιο χρέος της χώρας διογκώθηκε στη συνέχεια από τα έξι ληστρικά δάνεια του Τρικούπη για την ανάκαμψη της χώρας και την εξυπηρέτηση των προηγουμένων δανείων, και από την πολεμική αποζημίωση που αναγκαστήκαμε να καταβάλουμε στους Τούρκους μετά την ελληνική στρατιωτική πανωλεθρία το 1897.
Τον επόμενο αιώνα ο Βενιζέλος, παρά τις επιτυχίες της εξωτερικής του πολιτικής, συνέχισε τον εξωτερικό δανεισμό της χώρας, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το δημόσιο χρέος της. Τελικά, μετά και από το κτύπημα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, αναγκάστηκε να ανακοινώσει το 1932 την τέταρτη κατά σειρά πτώχευση της Ελλάδας, της οποίας το δημόσιο χρέος ανερχόταν τότε στα 2868,1 εκατ. χρυσά φράγκα!
Το 1936, ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε να πληρώσει το χρέος προς τη βελγική Τράπεζα Societe Commerciale de Belgique. Η βελγική κυβέρνηση προσέφυγε τότε στο Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου ζητώντας την ικανοποίηση των νομίμων δικαιωμάτων της Τράπεζας της. Η ελληνική κυβέρνηση επικαλέστηκε την οικτρή οικονομική κατάσταση του λαού και της χώρας, ενώ ο νομικός της εκπρόσωπος κατέθεσε το 1938 στο Δικαστήριο το ακόλουθο υπόμνημα:
«Ενίοτε μπορεί να υπάρξει μια έκτακτη κατάσταση η οποία κάνει αδύνατο για τις Κυβερνήσεις να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους δανειστές και προς τον λαό τους: οι πόροι της χώρας είναι ανεπαρκείς για να εκπληρώσουν και τις δυο υποχρεώσεις ταυτόχρονα. Είναι αδύνατο να πληρωθεί το χρέος και την ίδια ώρα να παρασχεθεί στον λαό η κατάλληλη διοίκηση και οι εγγυημένες συνθήκες για την ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Το οδυνηρό πρόβλημα προκύπτει όταν πρέπει να επιλέξει κανείς ανάμεσα στα δύο καθήκοντα. Το ένα πρέπει να υποχωρήσει έναντι του άλλου. Ποιο πρέπει να είναι αυτό; Ή θεωρία αναγνωρίζει σ' αυτό το ζήτημα ότι το καθήκον μιας Κυβέρνησης να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημόσιων υπηρεσιών υπερτερεί έναντι της πληρωμής των χρεών της.... Στην περίπτωση όπου η πληρωμή του χρέους του θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ζωή ή τη διοίκηση, η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να διακόψει ή ακόμη και να μειώσει την εξυπηρέτηση του χρέους».
Ο δικτάτορας Μεταξάς τόλμησε να κάνει αυτό που δεν τόλμησε να κάνει η σημερινή «σοσιαλιστική» κυβέρνηση... Ας σημειωθεί ότι το διεθνές Δικαστήριο αποδέχτηκε το σκεπτικό της Ελλάδας και τη δικαίωσε, δημιουργώντας συγχρόνως ένα νομικό προηγούμενο που εκμεταλλεύτηκαν αργότερα αρκετές άλλες χώρες, όπως η Αργεντινή και ο Ισημερινός, που επίσης αρνήθηκαν να πληρώσουν τα επαχθή χρέη τους.
Ειδικότερα, ο πρόεδρος του Ισημερινού, Ραφαέλ Κορέα, συνέστησε το 2007 μια διεθνή «Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου» του δημόσιου χρέους της χώρας του, τα συμπεράσματα της οποίας του επέτρεψαν να αρνηθεί το 70% εξ αυτού! Ανάλογα η κυβέρνηση του Νέστορ Κίχνερ, στην Αργεντινή, διέγραψε το 2003 μονομερώς το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της χώρας του.
Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλη την οικτρή οικονομική κατάσταση της χώρας μας, αλλά και τη μεγάλη προσφορά της στον αντιφασιστικό αγώνα, οι δανειστές μας συνέχισαν να απαιτούν τα προπολεμικά χρέη μας και να τα χρησιμοποιούν για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης έκανε το 1953 έναν διακανονισμό όλων αυτών των προπολεμικών χρεών. Ακολούθησαν και άλλες ρυθμίσεις την περίοδο 1962-64.
H τελευταία, αρκετά δυσμενής για τη χώρα μας, ρύθμιση, έγινε το 1964 επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου με υπουργό οικονομικών τον Κ. Μητσοτάκη. Η μεγάλη πάντως ανάπτυξη και ο αυστηρός έλεγχος των δαπανών τη δεκαετία 1955-1965 βοήθησαν στη σταδιακή αποπληρωμή του επαχθούς αυτού προπολεμικού χρέους, η οποία ολοκληρώθηκε το 1967...
http://logioshermes.blogspot.com/2011/06/blog-post_6062.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.