Με τους Κόλιν Φάρελ, Τζιμ Στέρτζες, Εντ Χάρις, Μαρκ Στρονγκ, Σάουαρς Ρόναν
Υπόθεση:
Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και περιγράφει το επικό ταξίδι μιας ομάδας στρατιωτών, που το 1942 σχεδίασαν την απόδρασή τους από ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία. Ο Ουίρ δήλωσε πως η ταινία αυτή αντιπροσωπεύει “μια ακατανίκητη ευκαιρία για την κινηματογράφηση μιας ιστορίας, που αφορά τόσο στην απόδραση όσο και στην επιβίωση, με φόντο μια σειρά από απέραντα αρχέγονα τοπία, από την Σιβηρία μέχρι την Ινδία.”
Λίγα Λόγια για την Παραγωγή
Στη διάρκεια μιας νυχτερινής ισχυρής χιονόπτωσης, επτά κρατούμενοι στο “κράτος τρόμου” του Στάλιν δραπετεύουν από ένα σοβιετικό γκουλάγκ (στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι κ.λπ.) το 1940. Είναι πλέον ελεύθεροι και σχεδόν σίγουρα νεκροί… για το επικείμενο ταξίδι τους στην “ασφάλεια” αψηφούν κάθε πιθανότητα επιτυχίας και το τοπίο που πρέπει να διασχίσουν είναι “ανελέητο”.
Με ελάχιστη τροφή και εξοπλισμό, και καμιά βεβαιότητα για την τοποθεσία που βρίσκονται ή την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν, ξεκινούν ένα ταξίδι γεμάτο κακουχίες και δραματικές καταστάσεις. Καθοδηγούμενη από ζωώδη ένστικτα- της επιβίωσης και του φόβου- και παράλληλα βασιζόμενοι σε ανθρώπινα χαρακτηριστικά- συμπόνοια και εμπιστοσύνη-, η ομάδα βιώνει μεγάλες αλλαγές στο ταξίδι της, που είναι βαθιές, αβυσσαλέες και αγωνιώδεις. Στο μεταξύ, υπακούουν σε μία και μόνο οδηγία: να κινούνται συνεχώς…
Ο σκηνοθέτης Πίτερ Γουίρ δηλώνει: “Η ταινία μας βασίζεται στο μυθιστόρημα του Σλάβομιρ Ράβιτζ “The Long Walk: The True Story of a Trek to Freedom”, το οποίο θεώρησα ότι ήταν ένας υπέροχος συνδυασμός ιστορίας με φυλακισμένους και αγώνα επιβίωσης. Ταξιδεύουμε με τους ήρωες της ταινίας στις 4 εποχές, 12 μήνες και περίπου 10.000 χιλιόμετρα, βλέποντας πώς η συμπεριφορά τους και οι προσωπικότητές τους επηρεάζονται από τόσο δριμείς καταστάσεις. Η αυτοδυναμία είναι αναγκαία προϋπόθεση στα γκουλάγκ, αλλά σε αυτό το μακρινό ταξίδι οι άνδρες θα πρέπει να βασιστούν ο ένας στον άλλον και να σπάσουν τα “τείχη” που έχουν φτιάξει ο καθένας γύρω από τον εαυτό του, αν θέλουν να τα βγάλουν πέρα και να επιβιώσουν.”
Όπως και στις προηγούμενες επιτυχημένες ταινίες του (“Master and Commander: Στα Πέρατα του Κόσμου”, “The Truman Show”, “Καλλίπολη 1915″), ο Γουίρ τοποθετεί και πάλι την ανθρώπινη φύση κάτω από το μικροσκόπιο του περιορισμού και της αντοχής. Συνηθισμένοι άνθρωποι υπόκεινται σε ασυνήθιστα περιστατικά και περιβάλλοντα, που τους αναγκάζουν να “πετάξουν τις μάσκες” και να κοιτάξουν βαθιά μέσα τους.
Όπως λέει ο παραγωγός Τζόνι Λέβιν, “ο Γουίρ γνωρίζει πολύ καλά να χρησιμοποιεί την κατάλληλη αφήγηση για να εξετάσει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Μετά από πολλά χρόνια προετοιμασιών και συνεχών εμποδίων σε αυτό το project, είναι συναρπαστικό το ότι κατέληξε στα χέρια του μοναδικού σκηνοθέτη που μπορεί να περιγράψει τέλεια την ιστορία.”
Η αφήγηση ξεκινά στην άγρια “φυλακή” του γκουλάγκ και συνεχίζει στα παγωμένα δάση της Σιβηρίας, τις αχανείς πεδιάδες της Μογγολίας και την καυτή έρημο Gobi- οι ήρωες αγωνίζονται ενάντια στα στοιχεία της φύσης αλλά και μεταξύ τους. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από έναν νεαρό Πολωνό άνθρωπο της υπαίθρου, τον Γιάνους (Τζιμ Στέρτζες), του οποίου οι δεινές ικανότητες επιβίωσης θα τον κάνουν αρχηγό των φυγάδων.
Αξιωματούχος του πολωνικού ιππικού, το οποίο μαχόταν τους Ναζί, ο Γιάνους είναι ένας από τους χιλιάδες Πολωνούς στρατιώτες που φυλακίστηκαν, όταν ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός προέλασε στην Πολωνία από τα ανατολικά. Συλληφθείς ως κατάσκοπος γιατί ήρθε σε επαφή με Γερμανούς και γιατί μιλά Αγγλικά, ο Γιάνους είναι βασανισμένος, καταδικασμένος και εξαναγκασμένος να πάει στη Σιβηρία. Μια υπογραμμένη δήλωση από τη σύζυγό του, που επίσης αποσπάστηκε υπό πίεση, σφράγισε τη μοίρα του.
“Ο καθένας στην ομάδα έχει τους δικούς του λόγους να θέλει να αποδράσει και η άφιξη του ήρωα που υποδύομαι κατά κάποιον τρόπο είναι το τελικό κομμάτι του παζλ”, ισχυρίζεται ο πρωταγωνιστής Τζιμ Στέρτζες. “Ο Γιάνους έχει καλή εκπαίδευση, είναι όμως και άνθρωπος των δασών που γνωρίζει πώς να βρει τον δρόμο του μέσα από το δάσος. Πιστεύει ότι η απόδραση είναι εφικτή και είναι απόλυτα αποφασισμένος να την επιχειρήσει, γιατί θέλει να γυρίσει στο σπίτι του να συγχωρέσει τη γυναίκα του για την φοβερή ενοχή από την οποία ξέρει ότι εκείνη υποφέρει. Πρέπει να βρει την ελευθερία του, για να την “ελευθερώσει” κι αυτήν.” Οι “συνένοχοι” του Γιάνους είναι ένας λιγομίλητος Αμερικάνος μηχανικός, ο κύριος Σμιθ (Εντ Χάρις) και ένας βίαια απρόβλεπτος Ρώσος, ο Βάλκα (Κόλιν Φάρελ). Ο Βάλκα ανήκει σε ένα διεφθαρμένο στρώμα καταδικασμένων εγκληματιών του δρόμου, τους “Urki”, στους οποίους επιτρέπεται να “διοικούν” τα γκουλάγκ και να τρομοκρατούν τους “πολιτικούς” κρατούμενους.
“Το γκουλάγκ ήταν μια ιεραρχική κοινωνία που την κυβερνούσαν ο φόβος και η τρομοκρατία”, υποστηρίζει ο Κόλιν Φάρελ. “Υπήρχε κάποιο είδος ηθικής στο πρότυπο των Urki, ήταν όμως πολύ ωμό και βίαιο. Οι φύλακες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, όχι πολύ καλύτερα από τους φυλακισμένους. Η γραφική εργασία ήταν ένας εφιάλτης. Από την δική τους οπτική γωνία, όσο περισσότερο έλεγχο ασκούσαν στους Urki σε συγκεκριμένα στοιχεία του συστήματος, τόσο το καλύτερο. Ο Βάλκα, τον οποίο υποδύομαι, μεγάλωσε ορφανός στους δρόμους και ήταν έγκλειστος σε ιδρύματα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Είναι αρκετά ικανός στο να λειτουργεί μέσα στο γκουλάγκ. Παρόλα αυτά, έχει κλίση στο να παίζει χαρτιά, αλλά και να χάνει. Έτσι, αν και είναι ο ίδιος επικίνδυνος, συνεχώς διακατέχεται από φόβο ότι θα πληρώσει τις αμαρτίες του.”
Κρυφακούγοντας τα σχέδια περί απόδρασης, ο Βάλκα προσφέρει τις υπηρεσίες του, διαπραγματευόμενος με τον Γιάνους, που συμφωνεί να τον αφήσει να δραπετεύσει μαζί τους. “Μια συμφωνία με τον διάβολο”, όπως λέει χαρακτηριστικά ο κύριος Σμιθ. Αινιγματικός και ήσυχος, ο κύριος Σμιθ ταξίδεψε στη Ρωσία με τον γιο του για να δουλέψει στο μετρό της Μόσχας. Αφού συνελήφθη μέσα στη νύχτα, στάλθηκε στη Σιβηρία. Ο Εντ Χάρις, που τον υποδύεται, δηλώνει τα εξής: “Δεν το γνώριζα, όμως στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, υπήρχαν αγγελίες για δουλειές στη Ρωσία σε αμερικάνικες εφημερίδες. Χιλιάδες Αμερικανοί πήγαιναν εκεί ψάχνοντας για δουλειά. Όταν έφταναν, οι Ρώσοι έπαιρναν τα διαβατήριά τους και τους απαιτούσαν να γίνουν Σοβιετικοί πολίτες ώστε να τους προσλάβουν στις δουλειές τους. Όταν άρχιζαν οι “εκκαθαρίσεις”, πήγαιναν για βοήθεια στην Αμερικανική Πρεσβεία, όπου τους έλεγαν οι υπάλληλοι “συγγνώμη, αποσύρατε την αμερικανική ιθαγένεια, δεν υπάρχει πλέον κάτι που μπορούμε να κάνουμε για σας”. Επομένως έμεναν μετέωροι.” Ενημερωτικά, 7.000 Αμερικανοί εξαφανίστηκαν στα γκουλάγκ. “Οι εχθροί του κόσμου” συνήθως καταδικάζονταν σε 10 έως 25 χρόνια φυλάκιση. Ο άτυχος Ρώσος θεατρίνος Καμπάροφ (Μαρκ Στρονγκ) καταδικάστηκε σε 10 χρόνια, επειδή “ανέδειξε το κύρος της παλιάς αριστοκρατίας” σε έναν κινηματογραφικό του ρόλο, έχοντας βασιστεί σε πραγματικές αφηγήσεις.
“Είχα λάβει τις καλύτερες κριτικές”, λέει ειρωνικά ο Καμπάροφ στον νεοαφιχθέντα Γιάνους, με τον οποίο γίνεται αμέσως φίλος και τον καθιστά πιθανό συμμετέχοντα στην προσπάθεια απόδρασης. Χρησιμοποιώντας τις ικανότητές του στην παρατήρηση, ο Καμπάροφ εκπλήσσει τον Γιάνους με τις γνώσεις του.
“Ο Καμπάροφ έχει διάφορες ιδέες για την απόδραση και δελεάζει τον Γιάνους να σκεφτεί πόσες πιθανότητες έχουν, περισσότερο για να τον κάνει να διοχετεύσει κάπου την ενέργειά του παρά ελπίζοντας ότι μπορεί να βασιστεί πάνω του για την απόδραση”, ισχυρίζεται ο Μαρκ Στρονγκ.
Η απόδραση είναι πράγματι κάτι φανταστικό. Όπως ενημερώνει ο στρατιωτικός διοικητής τους νέους φυλακισμένους, “Δεν είναι τα όπλα, τα σκυλιά ή το δίκτυο επικοινωνίας μας που κάνουν τη φυλακή σας. Η Σιβηρία είναι η φυλακή σας.” Όπως τονίζει ο Πίτερ Γουίρ, “οι ήρωές μας, που σχεδόν όλοι τους είναι αθώοι των κατηγοριών για τις οποίες φυλακίστηκαν, είναι φυσικά και διανοητικά κατεστραμμένοι, προτού καν φτάσουν στο γκουλάγκ. Τώρα είναι στη φάση που τα βγάζουν πέρα με τη φύση, προσπαθώντας να αποφύγουν τη διένεξη με όποιον βρεθεί στον δρόμο τους.”
Κατευθυνόμενοι, όπως πιστεύουν, προς την λίμνη Baikal, όπου σχεδιάζουν να συνεχίσουν νότια προς τη Μογγολία, η ομάδα αντιμετωπίζει άμεσα προβλήματα. Η πίστη στον Γιάνους εξασθενεί και υπάρχει πλέον αμφιβολία ως προς το αν θα τα βγάλουν πέρα την πρώτη εβδομάδα. Υπάρχει μεγάλη ένταση, όταν οι άντρες συναντούν μια νεαρή προσφυγοπούλα (Σάοϊρς Ρόναν) και διαφωνούν σχετικά με το αν θα τη δεχτούν στην ομάδα τους, ίσως γιατί θέτουν περισσότερο σε κίνδυνο τις ήδη λιγοστές πιθανότητες επιβίωσής τους. Η Σάοϊρς Ρόναν δηλώνει: “Ο χαρακτήρας μου, η Ιρένα, αρχικά τους λέει ένα ψέμα ελπίζοντας ότι θα την αφήσουν να μείνει, όμως στην πραγματικότητα έχει δραπετεύσει από το ορφανοτροφείο όπου την πήγαν, όταν οι γονείς της εξορίστηκαν επειδή ήταν κομμουνιστές. Φοβάται λίγο να πλησιάσει αυτούς τους άνδρες, είναι αλήθεια. Ποιος ξέρει τι να θέλουν ίσως να της κάνουν; Αποφασίζει όμως να αρπάξει την ευκαιρία, γιατί είναι τόσο “πεινασμένη” για ανθρώπινη επικοινωνία και συντροφιά, και γνωρίζει ότι, αν την δεχτούν, θα έχει μια καλύτερη ευκαιρία για επιβίωση.”
Ο Κόλιν Φάρελ ήταν ο πρώτος που διάβασε ένα κομμάτι του σεναρίου και τον καθήλωσαν δύο συγκεκριμένα σημεία: “Με γοήτευσε έντονα ο κόσμος των γκουλάγκ- πώς αυτοί οι φυλακισμένοι υπάρχουν και συμβιώνουν- και ο ρυθμός του ταξιδιού. Οι ήρωες πρέπει να περπατούν συνεχώς για να παραμείνουν ζωντανοί. Μου άρεσε το γεγονός ότι ο Πίτερ Γουίρ επέλεξε να σκηνοθετήσει την ταινία, μιας και δεν είναι πολύ συχνά εν ενεργεία, δεν σκηνοθετεί ταινίες τακτικά. Ωστόσο, δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου ούτε στον ρόλο του Γιάνους ούτε του Βάλκα. Σκεφτόμουν ότι ο Βάλκα ήταν άτολμος, αν και επικίνδυνος και βίαιος. Όμως, αφού ξαναδιάβασα την ιστορία, είδα πόσο σημαντικός είναι στην ομάδα, αν και παραμένει στην άκρη.”
Ο Τζιμ Στέρτζες δέχτηκε τον ρόλο με έναν παρόμοιο τρόπο: “Μου άρεσε το σενάριο. Πράγματα που θεωρούμε δεδομένα στην καθημερινότητά μας γίνονται μεγάλες στιγμές δράματος στο περιβάλλον της ταινίας. Για παράδειγμα, το να τρως λίγη τροφή για πρώτη φορά ύστερα από πολλές μέρες, ή το να βρεις νερό.”
Ο Εντ Χάρις, που είχε συνεργαστεί με τον Γουίρ στο “The Truman Show”, δέχτηκε με χαρά τη νέα τους συνεργασία, γνωρίζοντας ότι ο σκηνοθέτης αυτός ήταν ο κατάλληλος για μια ιστορία της οποίας οι χαρακτήρες “έχουν τις προθέσεις τους εκτεθειμένες. Ζουν εντελώς για τη στιγμή.”
Trivia
Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Πολωνού συγγραφέα Slawomir Rawicz με τίτλο “The Long Walk”. Ο ίδιος ο συγγραφέας υπήρξε αιχμάλωτος σε ένα από τα γκούλαγκ της Σιβηρίας, όπου είχε καταδικαστεί σε 25 χρόνια καταναγκαστικών έργων. Το βιβλίο του κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1956 στην Αγγλία. Πούλησε πάνω από 500.000 αντίγραφα σε όλο τον κόσμο και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ταξιδιώτες που αναζητούσαν την περιπέτεια. Πολλοί αναγνώστες επικέντρωσαν την προσοχή τους στην υποτιθέμενη συνάντηση τις ομάδας των ηρώων με τα μυθικά γέτι. Έγινε best seller και μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες.
Ο τρόπος που γράφτηκε το βιβλίο (το υπογράφουν μαζί ο Sławomir Rawicz και ο συγγραφέας-φάντασμα, δημοσιογράφος Ronald Downing) έμοιαζε να αποτελεί αυτοβιογραφική μαρτυρία του Rawicz. Κατόπιν όμως αμφισβητήθηκε το κατά πόσον ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας. Επρόκειτο μάλλον για διασταυρωμένες ιστορίες και μαρτυρίες άλλων προσώπων, κυρίως Πολωνών, άλλα όχι μόνο, οι οποίοι είτε υπήρξαν δραπέτες των γκούλαγκ είτε απελευθερώθηκαν από αυτά με εντολή του Στάλιν όταν ο γερμανικός στρατός επιτέθηκε στην Σοβιετική Ένωση. Μη έχοντας άλλο τρόπο διαφυγής από την Σιβηρία ακολούθησαν αυτήν την απίστευτη διαδρομή.
Στην ταινία υπάρχουν αναφορές σε ιστορικά γεγονότα της Πολωνίας, όπως: το ξέσπασμα του πολέμου το 1939 με την εισβολή του Χίτλερ από τα δυτικά και του Στάλιν από τα ανατολικά, τις εργατικές εξεγέρσεις του 1956 και του 1968 και τέλος στην πλήρη απελευθέρωση και την αλλαγή του καθεστώτος το 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.