Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Η “Λιάχα” Μια πικρόχολη βιογραφική αφήγηση. Γράφει ο γιάννης κορναράκης του μάνθου


Ο Πάνος Στεφανόπουλος, είναι ένας πηγαίος σημαντικός συγγραφέας των χρόνων μας, ο οποίος αποφάσισε να καταγράψει τα προσωπικά του βιώματα. Άρχισε χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και κατάφερε να βαθμολογηθεί σαν ιδιαίτερα σημαντικός, από εκείνους που τον διάβασαν. Αυτό όχι μόνο από τους λογοτέχνες και λογοτεχνίζοντες, αλλά και από τους απλούς ανθρώπους. Με την πηγαία γραφή του, την σύντομη και κοφτή, την χωρίς στολίσματα, καταφέρνει άκοπα να εισδύει στις ψυχές του αναγνώστη και να οδηγεί σε ένα προβληματισμό για τολμηρά συμπεράσματα.

Η “Λιάχα” λοιπόν, μας λέει ο συγγραφέας είναι ένα πεύκο που φυτρώνει κοντά στο χωριό του, το Δάσκιο. Από το όνομα του πεύκου, βαφτίζεται όλη η περιφέρεια στο κοινό όνομα “Λιάχα”.

Το Δάσκιο, είναι χωριό στα Πιέρια όρη. Ανήκει στο Δήμο Μακεδονίδος, κοντά στις αρχαίες Αιγές, σημερινή Βεργίνα. Με δυό λόγια στη Μακεδονία, που Μακεδόνας θα πεί “μακρύς άνδρας”.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το χωριό δεν άντεξε και έδιωξε βίαια τον Τούρκο αγά του. Ο κατακτητής, τελικά για να ξεμπερδεύει, άφησε αυτούς τους “ατίθασους Έλληνες χριστιανούς”, να ζουν με δική τους αυτοδιοίκηση, δική τους θρησκεία και με το καθιερωμένο χαράτσι.

Όταν η περιοχή περιήλθε στην ελληνική επικράτεια, ζητήθηκαν τα χαρτιά ιδιοκτησίας τα οποία παραχωρούσαν στους χριστιανούς οι Τούρκοι από τα χωριά, που εγκατέλειπαν. Στο Δάσκιο δεν υπήρχαν Τούρκοι και για τον λόγο αυτό δεν υπήρχαν παραχωρητήρια (τίτλοι ιδιοκτησιας) τα οποία να πιστοποιούν τις ιδιοκτησίες. Έτσι τα κτήματα περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο και οι Δασκιώτες ξαφνικά πλήρωσαν εκείνον τον εθνικό ηρωισμό τους να συγκρουσθούν με τον Τούρκο, με φτώχια, που ήρθε σαν δώρο μαζί με την απελευθέρωση. Εδώ κλείνει το πρώτο επεισόδιο στην αφήγηση αλλά ακολουθούν τα τραγελαφικά τραγικότερα.

Το χωριό στο δημοψήφισμα το 1946 που έγινε για την επάνοδο του βασιλιά, ψήφισε αποχή. Αυτό δεν άρεσε στο “ελληνικό” (κράτος). Τότε έστειλε αποσπάσματα που ξυλοφόρτωσαν τους άρρενες.

Το 1947, διατάχθηκε εκκένωση του χωριού. Οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στη Βέροια και ο στρατός έκαψε το χωριό. «Μα γιατί;» διερωτάται ο συγγραφέας. «Αλλά κανένας δεν ξέρει. Ίσως πληρώναμε παλιές αμαρτίες, γιατί κατά καιρούς στρατοπέδευαν αντάρτες στο χωριό, μπορεί και γιατί δεν ψηφίσαμε». Σώθηκε μόνο η εκκλησιά και το σχολειό. «Ϊσως γιατί τους είχε τελειώσει η βενζίνη» δηλώνει πικρόχολα ο συγγραφέας. Και επαναλαμβάνει ότι ευτυχώς σώθηκε «η εκκλησιά, που με τα δικά μας χέρια είχαμε χτίσει και ανακαινίσει» διατυμπανίζοντας έτσι και «το θρησκευτικό συναίσθημα που διακάτεχε το χωριό.»

Και ο Πάνος Στεφανόπουλος θυμοσοφεί όταν μας λέγει πως:

«Σε ένα εμφύλιο πόλεμο δεν ρωτάς γιατί; Δεν υπάρχει δίκαιο και άδικο, καλός ή κακός. Όλα είναι σχετικά.»

«Είχε διαταχθεί ακόμα να πιάσουν όλους τους άντρες και να τους κλείσουν φυλακή. Και ας είχαν πολεμήσει όλοι τους στην πρώτη γραμμή στην Αλβανία. Η πατρίς ευγνωμονούσα τέλος πάντων!»

Βλέποντας τους καπνούς από το Δάσκιο που καιγότανε, καταφύγανε στο διπλανό χωριό “ανταρτόπληκτοι”. Εκεί και το ψωμί με δελτίο.

«Σε ένα δωμάτιο, όλο και όλο κοιμόμασταν 18 νοματαίοι. Τα πιο πολλά ήταν παιδιά. Για τουαλέτα σκάβαμε μια γούρνα με τέσσερις πασσάλους και τσουβάλια γύρω γύρω. Όταν γέμιζε την σκεπάζαμε».

...«Αργότερα μεταφερθήκαμε σε παράγκες, που ήταν στο εγκαταλελειμένο στρατόπεδο των Άγγλων έξω από την Βέροια.»

...«Εκεί ο μπάρμπα Γιάννης έστησε και το καφενείο του. Τέσσερις καρέκλες, μια τράπουλα και μια κάσα γκαζόζες. Όποιος κέρδιζε στην ξερή, έπινε μια γκαζόζα. Εμείς τα πιτσιρίκια στεκόμασταν δίπλα, με την κρυφή ελπίδα να μας δώσουν μια γουλιά..»

Τότε ήταν που οι αντάρτες μπήκαν τις παράγκες και «άρπαξαν όλα τα αγόρια και τα κορίτσια πάνω από 16 χρονών και τα πήγαν στο βουνό. Τους πιο πολλούς τους φυγάδευσε με τρόπο ο Πατρίκας, καπετάνιος στα Πιέρια. Μερικά παιδιά δυστυχώς δεν γύρισαν. Σκοτώθηκαν σε μάχες.»

Εδώ ο Πατρίκας καπετάνιος του ΕΛΑΣ της περιοχής δεν έπραξε “κατ΄έντολήν αλλά κατά συνείδησιν”. Το χωριό στα μετέπειτα χρόνια εκτιμώντας την πράξη του, του έστησε άγαλμα και οι Δασκιώτες καταθέτουν στεφάνια αναπολούντες τη μνήμη του.

Μέσα στον όλο κατατρεγμό, οι πρόσφυγες σταθεροί τοις “κείνων ρήμασι” σπεύδουν και μετατρέπουν ένα τολ σε εκκλησία και άλλο ένα σε σχολείο.

Τρέχω σελίδες. Φτάνω στα κατοπινά χρόνια, τότε που ξαναχτίστηκε το χωριό. Είναι Πάσχα. Ο παπάς στην εκκλησιά ετοιμάζεται να πεί το «Δεύτε λάβετε φώς», αλλά σταματά. Κάποιος λείπει. “Θα τον απόκαμε ο ύπνος από τη κούραση”, σκέφτεται. «”Τρέξτε να τον ξυπνήσετε” αποφαίνεται». Και μόνο όταν έρχεται εκείνος που έλλειπε, δίνεται το σύνθημα να φεγγοβολήσει η εκκλησιά και τότε σύσσωμο το εκκλησίασμα να ψάλλει.

Υπάρχουν και πολλές άλλες σελίδες με συγκλονιστικά γεγονότα. Ο χώρος όμως εδώ επιτρέπει μόνο μια ενδεικτική σταχυολόγηση.

Αν πάντως καμιά φορά πέσει στα χέρια σας αυτό το μικρό βιβλίο, του φίλου μου Πάνου, διαβάστε το. Και τότε θα καταλάβετε γιατί ακόμα βρισκόμαστε στα πρώτα σκαλιά μιας μεταοθωμανικής περιόδου. Αλλά και θα αισθανθείτε υπερήφανοι, γιατί εμείς οι απλοί πολίτες, αυτού του πονεμένου ταλαιπωρημένου τόπου, εξακολουθούμε να έχομε “ιδανικά και πιστεύω”. Ναι αυτά τα “πιστεύω” για τα οποία μερικοί και ιδιαίτερα οι επιβάτες της εξουσίας, με τις πράξεις τους μας λοιδωρούν.


Βοηθήματα

1) Πάνου Στεφανόπουλου: Η ”Λιάχα” Εκδ. Οσελότος 2010

Υστερόγραφο: Δεν είμαι ιστορικός και ως εκ τούτου τα άρθρα μου στηρίζονται μόνο στις βιβλιογραφικές αναφορές μου. Με χαρά μου δέχομαι κάθε τεκμηριωμένη υπόδειξη μέσω της “Εβδόμης”.

http://www.ebdomi.com/arthra/3127-h-liaxa-mia-pikroxoli-afigisi.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Συνολικές προβολές σελίδας

Αναγνώστες

Επικοινωνήστε μαζί μας στο: politisvaris1@yahoo.gr

Επικοινωνήστε μαζί μας στο: politisvaris1@yahoo.gr
politisvaris1@yahoo.gr

Blog Archive