Η οικονομική κρίση είναι προϊόν πολιτικών επιλογών. Υποστήριξης από την κυρίαρχη πολιτική «εύκολων λύσεων» σε βάρος των εργαζομένων, μισθωτών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η πολιτική ουσιαστικά διαχειρίζεται αντιπαραγωγικά την κρίση και βυθίζεται η ίδια στην κρίση. Πολιτική Δεξιά και Αριστερά βρίσκονται σε πιο εμφανή, όχι μεγαλύτερη, κρίση από το κυβερνητικό κόμμα. Το κυβερνητικό κόμμα ως κυβερνητικός μηχανισμός απαξιώνεται συνεχώς. Ταυτόχρονα, με τις πρακτικές του, απαξιώνει στα μάτια των πολιτών την πολιτική συνολικά. Δίπλα σε εναλλακτικές λύσεις οικονομικής πολιτικής, για τις οποίες γράφω εδώ και χρόνια στην παρούσα φιλόξενη στήλη, καθώς και στην εξωτερική πολιτική, για την οποία διατυπώνω ένα συστηματικό σύνολο προτάσεων στο βιβλίο μου «Η ελληνική εξωτερική πολιτική στον 21ο αιώνα» (εκδόσεις Καστανιώτη), θεωρώ ότι είναι ανάγκη να υπάρξουν σειρά προτάσεων για άμεσα δυνατές αλλαγές στο ίδιο το πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα όσον αφορά στη λειτουργία των κομμάτων. Λειτουργία η οποία συνδέεται άμεσα με τον εκλογικό νόμο.
Α. Η ανάγκη αλλαγής του εκλογικού νόμου – κριτήρια εκλογικού νόμου
Οι εκλογικοί νόμοι που υπάρχουν σήμερα στον δυτικό κόσμο συγκροτούνται στη βάση τριών κριτηρίων. Τα δύο πρώτα είναι παραδεκτά και στη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ το τρίτο έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια. Η δε αναγκαιότητα του αυξάνει συνεχώς.Το πρώτο κριτήριο συγκρότησης ενός εκλογικού νόμου είναι η αναλογικότητά του. Πρόκειται για μια αντιστοιχία με το δικαίωμα της ισηγορίας στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Δηλαδή, με το δικαίωμα ίσου λόγου για κάθε πολίτη της Εκκλησίας του Δήμου. Επρόκειτο για ένα δικαίωμα αναλογικότητας στον Λόγο κάθε πολίτη και της συμβολής του στις αποφάσεις. Ανάλογα, στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία η αναλογικότητα στον εκλογικό νόμο διασφαλίζει την ισότητα κάθε ψήφου έναντι των υπολοίπων. Την ισότητα του πολίτη στη διαμόρφωση και εκλογή του κοινοβουλίου.Το δεύτερο κριτήριο συγκρότησης ενός εκλογικού νόμου είναι αυτό της σταθερότητας. Με την εφαρμογή ατού του κριτηρίου επιδιώκεται η εκλογή μιας σταθερής κυβέρνησης. Υπό όρους αυτό σημαίνει, ιδιαίτερα στην περίπτωση της ελληνικής εκλογικής ιστορίας, ότι ακόμα και αν το εκλογικό σώμα δεν δίνει στο πρώτο κόμμα απόλυτη πλειοψηφία ψήφων, προβλέπεται ένας μηχανισμός μετατροπής της εκλογικής μη πλειοψηφίας σε πλειοψηφία εδρών στην βουλή. Η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου αναιρεί κατά κανόνα το κριτήριο της αναλογικότητας. Όμως, η πολιτική σταθερότητα μπορεί να διασφαλιστεί με διαφορετικό τρόπο. Να υπάρξει, επιτέλους, στη χώρα μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα. Μια πολιτική κουλτούρα έντιμων συμβιβασμών και συμμαχιών. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να συνδυαστούν κοινωνικά και πολιτικά πολύ πιο επιτυχημένα τα κριτήρια αναλογικότητας και σταθερότητας. Να μην παραβιάζεται το πρώτο στο όνομα του δευτέρου.Ένα τρίτο κριτήριο, που ιδιαίτερα στη χώρα μας έχει κερδίσει σε σημασία με όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, είναι αυτό της διασφάλισης όσο το δυνατό περισσότερο αυτονομίας στο πολιτικό και ειδικότερα στο κομματικό σύστημα. Να πάψει, πλέον, να διαθέτουν μεγάλοι επιχειρηματίες και η διαπλοκή στην υπηρεσία τους «πληρωμένους» βουλευτές και μερίδες κομμάτων. Ασφαλώς η αυτονομία της πολιτικής από τα μεγάλα συμφέροντα δεν μπορεί να διασφαλιστεί με σιγουριά ακόμα και από τον κάλλιστο εκλογικό νόμο. Όταν, μάλιστα, η μόνη αυτονομία που επιδεικνύει το σημερινό πολιτικό σύστημα, είναι εκείνης από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.Με βάση τα τρία αυτά κριτήρια το καλύτερο εκλογικό σύστημα στις σημερινές συνθήκες είναι το γερμανικό εκλογικό σύστημα. Πρόκειται για έναν μεικτό τύπο νόμου. Είναι το καλύτερο, υπό τον όρο ότι το κατώφλι εισόδου στη βουλή θα παραμείνει σαφώς χαμηλότερο από εκείνο της Γερμανίας (3% και όχι 5%) και ότι θα υιοθετηθεί η αναλογικότητά του. Διαφορετικά ο στόχος της εφαρμογής μιας μη αναλογικής παραλλαγής του, δεν θα είναι η αυτονομία της πολιτικής, αλλά η διατήρηση της μη αναλογικότητας του υπάρχοντος εκλογικού νόμου στο όνομα της «σταθερότητας» με άλλη μορφή.
Β. Προϋποθέσεις και μηχανισμοί εφαρμογής ενός νέου εκλογικού νόμου
Όλο και πιο συχνά διαβάζω ότι ο νέος εκλογικός νόμος οφείλει να στοχεύει στην μεγαλύτερη πειθάρχηση των κομμάτων και στην υποταγή τους στα κελεύσματα του αρχηγού. Εφαρμογή, δηλαδή, μιας ολοκληρωτικού τύπου «δημοκρατίας». Είμαι σαφής στον χαρακτηρισμό διότι ο γερμανικός εκλογικός νόμος έχει συγκεκριμένες περιπτώσεις προκειμένου να μην λειτουργήσει αντιδημοκρατικά. Δεν μπορεί κανείς να θέλει έναν νόμο (όπως τον γερμανικό εκλογικό νόμο) προκειμένου υποτίθεται να αυξήσει τον δημοκρατισμό του, επιδιώκοντας να αφαιρέσει εκείνα τα στοιχεία (όπως την αναλογικότητα και την δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων) που αποτελούν τις εγγυήσεις για την δημοκρατικότητά του.Σύμφωνα με τον γερμανικό εκλογικό νόμο, που παραλλαγή του θέλει να φέρει και η κυβέρνηση στη βουλή, οι μισοί βουλευτές εκλέγονται σε μονοεδρικές έδρες και οι άλλοι μισοί από λίστες σε επίπεδο περιφερειών. Το σύνολο των εδρών διανέμεται αναλογικά. Εάν ένα κόμμα καλύπτει τις έδρες που του αναλογούν συνολικά από τις μονοεδρικές δεν λαμβάνει έδρες από τις λίστες. Από τις τελευταίες λαμβάνουν τα κόμματα έναν τέτοιο αριθμό εδρών ώστε μαζί με τις μονοεδρικές που κέρδισαν (αν κέρδισαν) να καλύπτουν το σύνολο των εδρών που τους αντιστοιχούν στους ψήφους που έλαβαν.Προκειμένου αυτό το σύστημα να μην ένα σύστημα ελεγχόμενο από τον αρχηγό ενός κόμματος, δηλαδή, τυραννικό, θα πρέπει οι υποψήφιοι βουλευτές των μονοεδρικών περιφερειών να εκλέγονται από γενικές κομματικές συνελεύσεις, ακόμα και δημοψηφίσματα όλων των μελών της περιοχής. Οι δε υποψήφιοι για τις λίστες από περιφερειακά κομματικά αντιπροσωπευτικά σώματα. Όχι, δηλαδή, με υπόδειξη των επιτελείων του αρχηγού. Απαιτείται, δηλαδή, ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων και όχι ολιγαρχικές δομές όπως σήμερα. Δομές οι οποίες καταστρατηγούν ακόμα και το καταστατικό ενός κόμματος. Επί παραδείγματι, στο ΠΑΣΟΚ πρέπει να πραγματοποιηθεί το 2011 εκ νέου εκλογή αρχηγού και τακτικό συνέδριο πολιτικών αποφάσεων. Αντίθετα, όμως, με το καταστατικό του, η ηγεσία του κινείται προς τη μη σύγκλιση συνεδρίου, αλλά την οργάνωση εθνικής συνδιάσκεψης (κομματικής εκτόνωσης) χωρίς δεσμευτικές αποφάσεις.
Γ. Κομματικό σύστημα και συνταγματικές δεσμεύσεις
Στο σημερινό πολιτικό σύστημα τα κόμματα έχουν καταχωρημένα πολλαπλά δικαιώματα. Τους αναγνωρίζεται ο ρόλος τους ως φορείς της λαϊκής βούλησης. Της οργάνωσης και έκφρασης καθώς και υλοποίησης προγράμματος. Τους δίνεται δικαίωμα οργάνωσης, χρηματοδότησης, συμμετοχής σε εκλογές, σε τοπικά και εθνικά συστήματα διαπραγμάτευσης. Διασφαλίζονται στοιχειώδη δικαιώματα παρουσίασης στον δημόσιο χώρο και στα μέσα επικοινωνίας. Όλα αυτά τα δικαιώματα τα αποδίδει το Σύνταγμα σε δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα και όχι στις ηγεσίες τους. Εδώ ακριβώς υπάρχει στη χώρα ένα θεμελιακό δημοκρατικό πρόβλημα. Οι φορείς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προκειμένου να επιτελούν τα καθήκοντα και να απολαμβάνουν τα δικαιώματα του νόμου, οφείλουν να λειτουργούν τα ίδια δημοκρατικά.Τα κόμματα είναι, όπως θα έλεγαν και οι νομικοί, υποκείμενα του νόμου. Το σύνταγμα προβλέπει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Οι δημόσιες παροχές προς αυτά, χρηματοδότηση, αποσπασμένοι υπάλληλοι, αυτοκίνητα, δημόσια δράση, όλα απορρέουν από την συνταγματική τους θέση. Από ειδικούς νόμους καθώς και κανόνες λειτουργίας του κοινοβουλίου που οφείλουν οι ηγεσίες των κομμάτων να σέβονται. Ιδιαίτερα όσον αφορά στην εσωτερική δημοκρατική λειτουργία τους, στα δικαιώματα της μειοψηφίας, στα δικαιώματα του «απλού» μέλους. Ολα αυτά, δεν μπορούν να εξαρτώνται από τις επιθυμίες της κάθε φορά πλειοψηφίας εντός ενός κόμματος και ακόμα λιγότερο από την εξουσιαστική βουλιμία των ηγεσιών του. Όταν, επί παραδείγματι, ένα κόμμα, όπως το κυβερνών, παραβιάζει το πρόγραμμά του, αυτό δεν αφορά την συνταγματική τάξη, αλλά την εσωκομματική. Όταν, όμως, διαγράφει μέλος του διότι αντιτάσσεται σε αυτή την παραβίαση, τότε εκείνος που καταστέλλει τη διαφορετική γνώμη, και μάλιστα την κομματικά νόμιμη, παραβιάζει όχι μόνο τους κανόνες εσωκομματικής λειτουργίας, αλλά και το ίδιο το σύνταγμα.Προκειμένου, λοιπόν, να λειτουργήσει ένας δημοκρατικός εκλογικός νόμος θα πρέπει να διασφαλίζεται ο δημοκρατισμός εκείνων που συμμετέχουν δια μέσου αυτού στο πολιτικό σύστημα. Ο εσωκομματικός δημοκρατισμός, με τη σειρά του, θα πρέπει να ελέγχεται από τα μέλη του. Αλλά και από μια νομική αρχή που θα προστατεύει τη διαφορετικότητα εντός των κομμάτων. Θα ελέγχει τις καταστατικές και προγραμματικές παραβιάσεις Διαφορετικά, χωρίς εσωκομματική δημοκρατία, και ο καλύτερος εκλογικός νόμος δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να διασφαλίζει την εξουσία εκείνων που ονόμαζε ο Ρ.Μίχελς ως «κομματική ολιγαρχία». Ως την τάση στο εσωτερικό μεγάλων και μαζικών φορέων, να λειτουργεί η ηγεσία τους ως μοναρχική εξουσία που αναπαράγεται μέσα στον χρόνο.
Α. Η ανάγκη αλλαγής του εκλογικού νόμου – κριτήρια εκλογικού νόμου
Οι εκλογικοί νόμοι που υπάρχουν σήμερα στον δυτικό κόσμο συγκροτούνται στη βάση τριών κριτηρίων. Τα δύο πρώτα είναι παραδεκτά και στη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ το τρίτο έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια. Η δε αναγκαιότητα του αυξάνει συνεχώς.Το πρώτο κριτήριο συγκρότησης ενός εκλογικού νόμου είναι η αναλογικότητά του. Πρόκειται για μια αντιστοιχία με το δικαίωμα της ισηγορίας στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Δηλαδή, με το δικαίωμα ίσου λόγου για κάθε πολίτη της Εκκλησίας του Δήμου. Επρόκειτο για ένα δικαίωμα αναλογικότητας στον Λόγο κάθε πολίτη και της συμβολής του στις αποφάσεις. Ανάλογα, στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία η αναλογικότητα στον εκλογικό νόμο διασφαλίζει την ισότητα κάθε ψήφου έναντι των υπολοίπων. Την ισότητα του πολίτη στη διαμόρφωση και εκλογή του κοινοβουλίου.Το δεύτερο κριτήριο συγκρότησης ενός εκλογικού νόμου είναι αυτό της σταθερότητας. Με την εφαρμογή ατού του κριτηρίου επιδιώκεται η εκλογή μιας σταθερής κυβέρνησης. Υπό όρους αυτό σημαίνει, ιδιαίτερα στην περίπτωση της ελληνικής εκλογικής ιστορίας, ότι ακόμα και αν το εκλογικό σώμα δεν δίνει στο πρώτο κόμμα απόλυτη πλειοψηφία ψήφων, προβλέπεται ένας μηχανισμός μετατροπής της εκλογικής μη πλειοψηφίας σε πλειοψηφία εδρών στην βουλή. Η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου αναιρεί κατά κανόνα το κριτήριο της αναλογικότητας. Όμως, η πολιτική σταθερότητα μπορεί να διασφαλιστεί με διαφορετικό τρόπο. Να υπάρξει, επιτέλους, στη χώρα μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα. Μια πολιτική κουλτούρα έντιμων συμβιβασμών και συμμαχιών. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να συνδυαστούν κοινωνικά και πολιτικά πολύ πιο επιτυχημένα τα κριτήρια αναλογικότητας και σταθερότητας. Να μην παραβιάζεται το πρώτο στο όνομα του δευτέρου.Ένα τρίτο κριτήριο, που ιδιαίτερα στη χώρα μας έχει κερδίσει σε σημασία με όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, είναι αυτό της διασφάλισης όσο το δυνατό περισσότερο αυτονομίας στο πολιτικό και ειδικότερα στο κομματικό σύστημα. Να πάψει, πλέον, να διαθέτουν μεγάλοι επιχειρηματίες και η διαπλοκή στην υπηρεσία τους «πληρωμένους» βουλευτές και μερίδες κομμάτων. Ασφαλώς η αυτονομία της πολιτικής από τα μεγάλα συμφέροντα δεν μπορεί να διασφαλιστεί με σιγουριά ακόμα και από τον κάλλιστο εκλογικό νόμο. Όταν, μάλιστα, η μόνη αυτονομία που επιδεικνύει το σημερινό πολιτικό σύστημα, είναι εκείνης από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.Με βάση τα τρία αυτά κριτήρια το καλύτερο εκλογικό σύστημα στις σημερινές συνθήκες είναι το γερμανικό εκλογικό σύστημα. Πρόκειται για έναν μεικτό τύπο νόμου. Είναι το καλύτερο, υπό τον όρο ότι το κατώφλι εισόδου στη βουλή θα παραμείνει σαφώς χαμηλότερο από εκείνο της Γερμανίας (3% και όχι 5%) και ότι θα υιοθετηθεί η αναλογικότητά του. Διαφορετικά ο στόχος της εφαρμογής μιας μη αναλογικής παραλλαγής του, δεν θα είναι η αυτονομία της πολιτικής, αλλά η διατήρηση της μη αναλογικότητας του υπάρχοντος εκλογικού νόμου στο όνομα της «σταθερότητας» με άλλη μορφή.
Β. Προϋποθέσεις και μηχανισμοί εφαρμογής ενός νέου εκλογικού νόμου
Όλο και πιο συχνά διαβάζω ότι ο νέος εκλογικός νόμος οφείλει να στοχεύει στην μεγαλύτερη πειθάρχηση των κομμάτων και στην υποταγή τους στα κελεύσματα του αρχηγού. Εφαρμογή, δηλαδή, μιας ολοκληρωτικού τύπου «δημοκρατίας». Είμαι σαφής στον χαρακτηρισμό διότι ο γερμανικός εκλογικός νόμος έχει συγκεκριμένες περιπτώσεις προκειμένου να μην λειτουργήσει αντιδημοκρατικά. Δεν μπορεί κανείς να θέλει έναν νόμο (όπως τον γερμανικό εκλογικό νόμο) προκειμένου υποτίθεται να αυξήσει τον δημοκρατισμό του, επιδιώκοντας να αφαιρέσει εκείνα τα στοιχεία (όπως την αναλογικότητα και την δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων) που αποτελούν τις εγγυήσεις για την δημοκρατικότητά του.Σύμφωνα με τον γερμανικό εκλογικό νόμο, που παραλλαγή του θέλει να φέρει και η κυβέρνηση στη βουλή, οι μισοί βουλευτές εκλέγονται σε μονοεδρικές έδρες και οι άλλοι μισοί από λίστες σε επίπεδο περιφερειών. Το σύνολο των εδρών διανέμεται αναλογικά. Εάν ένα κόμμα καλύπτει τις έδρες που του αναλογούν συνολικά από τις μονοεδρικές δεν λαμβάνει έδρες από τις λίστες. Από τις τελευταίες λαμβάνουν τα κόμματα έναν τέτοιο αριθμό εδρών ώστε μαζί με τις μονοεδρικές που κέρδισαν (αν κέρδισαν) να καλύπτουν το σύνολο των εδρών που τους αντιστοιχούν στους ψήφους που έλαβαν.Προκειμένου αυτό το σύστημα να μην ένα σύστημα ελεγχόμενο από τον αρχηγό ενός κόμματος, δηλαδή, τυραννικό, θα πρέπει οι υποψήφιοι βουλευτές των μονοεδρικών περιφερειών να εκλέγονται από γενικές κομματικές συνελεύσεις, ακόμα και δημοψηφίσματα όλων των μελών της περιοχής. Οι δε υποψήφιοι για τις λίστες από περιφερειακά κομματικά αντιπροσωπευτικά σώματα. Όχι, δηλαδή, με υπόδειξη των επιτελείων του αρχηγού. Απαιτείται, δηλαδή, ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων και όχι ολιγαρχικές δομές όπως σήμερα. Δομές οι οποίες καταστρατηγούν ακόμα και το καταστατικό ενός κόμματος. Επί παραδείγματι, στο ΠΑΣΟΚ πρέπει να πραγματοποιηθεί το 2011 εκ νέου εκλογή αρχηγού και τακτικό συνέδριο πολιτικών αποφάσεων. Αντίθετα, όμως, με το καταστατικό του, η ηγεσία του κινείται προς τη μη σύγκλιση συνεδρίου, αλλά την οργάνωση εθνικής συνδιάσκεψης (κομματικής εκτόνωσης) χωρίς δεσμευτικές αποφάσεις.
Γ. Κομματικό σύστημα και συνταγματικές δεσμεύσεις
Στο σημερινό πολιτικό σύστημα τα κόμματα έχουν καταχωρημένα πολλαπλά δικαιώματα. Τους αναγνωρίζεται ο ρόλος τους ως φορείς της λαϊκής βούλησης. Της οργάνωσης και έκφρασης καθώς και υλοποίησης προγράμματος. Τους δίνεται δικαίωμα οργάνωσης, χρηματοδότησης, συμμετοχής σε εκλογές, σε τοπικά και εθνικά συστήματα διαπραγμάτευσης. Διασφαλίζονται στοιχειώδη δικαιώματα παρουσίασης στον δημόσιο χώρο και στα μέσα επικοινωνίας. Όλα αυτά τα δικαιώματα τα αποδίδει το Σύνταγμα σε δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα και όχι στις ηγεσίες τους. Εδώ ακριβώς υπάρχει στη χώρα ένα θεμελιακό δημοκρατικό πρόβλημα. Οι φορείς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προκειμένου να επιτελούν τα καθήκοντα και να απολαμβάνουν τα δικαιώματα του νόμου, οφείλουν να λειτουργούν τα ίδια δημοκρατικά.Τα κόμματα είναι, όπως θα έλεγαν και οι νομικοί, υποκείμενα του νόμου. Το σύνταγμα προβλέπει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Οι δημόσιες παροχές προς αυτά, χρηματοδότηση, αποσπασμένοι υπάλληλοι, αυτοκίνητα, δημόσια δράση, όλα απορρέουν από την συνταγματική τους θέση. Από ειδικούς νόμους καθώς και κανόνες λειτουργίας του κοινοβουλίου που οφείλουν οι ηγεσίες των κομμάτων να σέβονται. Ιδιαίτερα όσον αφορά στην εσωτερική δημοκρατική λειτουργία τους, στα δικαιώματα της μειοψηφίας, στα δικαιώματα του «απλού» μέλους. Ολα αυτά, δεν μπορούν να εξαρτώνται από τις επιθυμίες της κάθε φορά πλειοψηφίας εντός ενός κόμματος και ακόμα λιγότερο από την εξουσιαστική βουλιμία των ηγεσιών του. Όταν, επί παραδείγματι, ένα κόμμα, όπως το κυβερνών, παραβιάζει το πρόγραμμά του, αυτό δεν αφορά την συνταγματική τάξη, αλλά την εσωκομματική. Όταν, όμως, διαγράφει μέλος του διότι αντιτάσσεται σε αυτή την παραβίαση, τότε εκείνος που καταστέλλει τη διαφορετική γνώμη, και μάλιστα την κομματικά νόμιμη, παραβιάζει όχι μόνο τους κανόνες εσωκομματικής λειτουργίας, αλλά και το ίδιο το σύνταγμα.Προκειμένου, λοιπόν, να λειτουργήσει ένας δημοκρατικός εκλογικός νόμος θα πρέπει να διασφαλίζεται ο δημοκρατισμός εκείνων που συμμετέχουν δια μέσου αυτού στο πολιτικό σύστημα. Ο εσωκομματικός δημοκρατισμός, με τη σειρά του, θα πρέπει να ελέγχεται από τα μέλη του. Αλλά και από μια νομική αρχή που θα προστατεύει τη διαφορετικότητα εντός των κομμάτων. Θα ελέγχει τις καταστατικές και προγραμματικές παραβιάσεις Διαφορετικά, χωρίς εσωκομματική δημοκρατία, και ο καλύτερος εκλογικός νόμος δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να διασφαλίζει την εξουσία εκείνων που ονόμαζε ο Ρ.Μίχελς ως «κομματική ολιγαρχία». Ως την τάση στο εσωτερικό μεγάλων και μαζικών φορέων, να λειτουργεί η ηγεσία τους ως μοναρχική εξουσία που αναπαράγεται μέσα στον χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.