Τὸ «στρατηγικὸ βάθος» ἐξεδόθη στὴν Τουρκία τὸ 2001 καὶ ἔκτοτε ἔχει ἐπανεκδοθεῖ σὲ πολλὲς δεκάδες χιλιάδες ἀντιτύπων: σήμερα ἔχει ξεπεράσει τὴν 50ὴ ἐπανέκδοση. Παρ’ ὅλα ταῦτα, τὸ σχετικὸ ἐνδιαφέρον στὴν Ἑλλάδα προέκυψε μόλις τὸ 2009, ὅταν ὁ Ἀχμὲτ Νταβούτογλου διορίστηκε ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν τῆς γείτονος (ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς παρεμβάσεις στὸν ἑλλαδικὸ δημόσιο λόγο ποὺ ἔτυχαν μιᾶς εὐρύτερης κυκλοφορίας/ἐπιρροῆς, δηλαδὴ μὲ τὶς κυρίως παρεμβάσεις, ὄχι βεβαίως μὲ ὁτιδήποτε ἔχει γραφτεῖ γιὰ τὸ ζήτημα). Ἐπίσης, πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ναὶ μὲν ὁ Νταβούτογλου διορίστηκε ΥΠ.ΕΞ. μόλις τὸ 2009, ἀλλὰ μέχρι τότε ἦταν σύμβουλος (ἢ ἀκόμα καὶ μέντορας) τοῦ πρωθυπουργοῦ ἀπὸ τὸ 2003 Ρετζὲπ Ταγὶπ Ἐρντογάν, καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸ βιβλίο του λειτουργοῦσε σταδιακὰ ἤδη ὡς μανιφέστο τῆς νέας τουρκικῆς διπλωματίας καὶ στρατηγικῆς. Συνεπῶς, τὸ ὅτι στὴν Ἑλλάδα ἀσχοληθήκαμε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ πόνημα μόλις τὸ 2009 δείχνει μιὰ δυσοίωνη βραδύτητα στὰ ἀντανακλαστικά μας.
Τὸ εὐρύτερο ἀναγνωστικὸ κοινὸ ἔμαθε γιὰ τὸ βιβλίο ἀπὸ τρία ἄρθρα τοῦSir Βασιλείου Μαρκεζίνη τὸ καλοκαίρι τοῦ 2009 στὴν ἐφημερίδα «Ἔθνος»: «ἡἙλλάδα καὶ τὸ φαινόμενο Ἀχμὲτ Nταβούτογλου»[1], «ἐπιθετικὴ διπλωματία καὶ σὲ πολλὰ μέτωπα»[2] καὶ τὸ ἐπώδυνα συγκριτικὸ «πολιτικὴ αὐτοπροβολῆς καὶ πολιτικὴ βάθους».[3] Τὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι μέχρι σήμερα ἀπὸ τὰ πολὺ λίγα ἄρθρα ποὺ παρουσιάζουν νηφάλια τὸ ζήτημα στὸ ἑλληνικὸ κοινό, μὲ τὴν ἐνημέρωση νὰ προηγεῖται τῆς θέσης τοῦ ἀρθρογράφου. Ὁ κ. Μαρκεζίνης καθιστᾶ ξανὰ σαφὲς τὸ ὅτι δὲν ἔχει νόημα νὰ συζητᾶμε γιὰ τὸ θέμα χωρὶς τὴν συνεχῆ ὑπόμνηση τῆς ἔνθεν κακεῖθεν κατάστασης· γράφει: «καταρχάς, οἱ γνώσεις τοῦ κ. Νταβούτογλου εἶναι δικές του: δὲν προέρχονται ἀπὸ τοὺς (ἑκάστοτε) συμβούλους του. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ τὸν διαφοροποιεῖ αὐτομάτως ἀπὸ τοὺς περισσότερους ὑπουργοὺς Ἐξωτερικῶν [σ.σ. τῆς Ἑλλάδας], οἱ ὁποῖοι ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὶς ἐνημερώσεις τῶν συμβούλων τους -ἐνημερώσεις ποὺ ἀλλάζουν ὅταν ἀλλάζουν οἱ συμβουλοι ἢ προσαρμόζονται ὥστε νὰ εὐχαριστοῦν τὸν ὑπουργό». Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε αὐταπάτες, κλείνει τὸ δεύτερο ἄρθρο του σημειώνοντας: «φοβοῦμαι πὼς ἡ χώρα μου δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἀνάλογα ἐπιτεύγματα. Καὶ ἡ δήλωση αὐτὴ δὲν ἀνήκει σὲ ἕναν λαϊκιστή: ἐκφράζει τὴν ἄποψη ἑνὸς ἀνεξάρτητου μελετητῆ, ὁ ὁποῖος διαβάζει, ἀναλύει καὶ ἀναστοχάζεται τὶς ἰδέες, τὰ γεγονότα, τὰ κείμενα. Καθόλου δὲν τὸν εὐχαριστεῖ νὰ διατυπώνει τέτοια συμπεράσματα, ἀλλὰ ἡ πραγματικότητα τὸν κάνει νὰ ζηλεύει - καὶ νὰ πιστεύει ὅτι οἱ ἀναγνῶστες του θὰ ἔπρεπε ἤδη νὰ ἔχουν ἀρχίσει νὰ θυμώνουν!». Ἡ ὑπόμνηση τῆς σύγκρισης διαφαίνεται στὸ τρίτο ἄρθρο ἤδη ἀπὸ τοὺς τίτλους τῶν παραγράφων, μὲ τοὺς τρεῖς πρώτους νὰ ἀναφέρονται στὶς προσωπικὲς στρατηγικὲς τῶν ΥΠ.ΕΞ. τῆς Ἑλλάδος καὶ τὰ ὑπόλοιπα στὸ ἀπέναντι διακύβευμα: «Αὐτοπροβολὴ ἀλὰ γκρὲκ - Ἡ προώθηση τῆς προσωπικῆς εἰκόνας – Μεγαλοποιήσεις - Ἀνάδειξη ἀλὰ τοῦρκα - Τὸ σύστημα Νταβούτογλου - Ἡ τουρκικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ Κυπριακὸ» κλπ.
Μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ Βασιλείου Μαρκεζίνη ξεκινᾶ ὁ δημόσιος διάλογος γιὰ τὸ ζήτημα Νταβούτογλου στὴν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος διάλογος ἐντείνεται θυελλωδῶς μὲ τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση καὶ ἔκδοση τοῦ βιβλίου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ποιότητα» μὲ εὐθύνη τοῦ Νεοκλῆ Σαρρῆ καὶ τοῦ Παναγιώτη Ἡφαίστου κατὰ τὸν ἐνεστῶτα ἐνιαυτὸ - γιὰ μῆνες στὰ εὐπώλητα. Ἕνας δημόσιος διάλογος ὅμως ὁ ὁποῖος, μὲ λίγες ἐξαιρέσεις στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε ἐκτενέστερα, δυστυχῶς ἐξαντλήθηκε σὲ δύο κατηγορίες, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀνεπαρκείας σημαντικές: στὴν κατηγορία «ὁ Νταβούτογλου λέει βλακεῖες», ἀναφέρομαι σὲ ἄρθρα ποὺ ἐξαντλοῦνται στὸ κατὰ πόσον οἱ στόχοι τοῦ Νταβούτογλου εἶναι ρεαλιστικοὶ καὶ θὰ ἐπιτευχθοῦν ἢ ὄχι, γιὰ νὰ καταλήξουν πάντα στὸ ὅτι δὲν εἶναι ρεαλιστικοὶ καὶ δὲν θὰ ἐπιτευχθοῦν, στὸ κατὰ πόσον εἶναι σοβαρὰ αὐτὰ ποὺ γράφει, κατὰ πόσον τὰ ἔχουμε ξαναδεῖ ἐπὶ παντουρανισμοῦ κλπ, ὡσὰν νὰ περνᾶ ἀπαρατήρητο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Τουρκία ἔξαφνα -ἔχει- νέα στρατηγική, ὑψηλῆς ποιότητας, συγκεκριμένη, μὲ αὐτοπεποίθηση, ἀνάλυση καὶ ἀξιώσεις, ἐνῷ τὸ ἑλληνικὸ ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν εἶναι μιὰ ἀκόμα δημόσια ὑπηρεσία ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἀποκλειστικὰ τὸν ὑπουργοῦντα. Στὴν ἴδια κατηγορία ἀνήκει ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸ κατὰ πόσον ἡ θεωρία τοῦ Νταβούτογλου εἶναι χιτλερικῆς ἐμπνεύσεως γιὰ ἕνα τούρκικο ράιχ (λόγῳ τῆς ἔννοιας τοῦ «ζωτικοῦ χώρου» κλπ), ὡσὰν αὐτὸ νὰ συσχετίζεται ἔστω καὶ κατ' ἐλάχιστον μὲ τὸ διακύβευμα τῆς ἀπουσίας ἀντιλόγου. Δηλαδή, οἱ παρεμβάσεις στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ κατὰ πόσον ἁρμενίζουμε στραβά, ἀλλὰ ἐξαντλοῦν τὸ ἐνδιαφέρον τους στὸ κατὰ πόσον ὁ γιαλὸς τῆς γείτονος εἶναι στραβός. Ταπεινὴ γνώμη ἐκφράζω λέγοντας ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ δημόσιος λόγος σαφῶς δὲν στέκεται στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ τῶν προκλήσεων. Τὴν δεύτερη κατηγορία ἀντιδράσεων θὰ τὴν ὀνόμαζα «πίσω καὶ σᾶς φάγαμε», μὲ ὑπότιτλο «ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει», ἡ ὁποία ὅμως δὲν προσφέρει ὑλικὸ γιὰ περαιτέρω ἀνάλυση πέραν τῆς ἀναφορᾶς. Παραθέτω ἐνδεικτικοὺς τίτλους ἄρθρων καὶ ἀπὸ τὶς δύο κατηγορίες: «Τὸ στρατηγικὸ βάθος μιᾶς μεγαλοϊδεατικῆς παράκρουσης», Ἰούνιος 2010, τοῦ Βασίλη Φίλια. «Μόνο ὁ Χίτλερ θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὶς ἀπόψεις Νταβούτογλου», Ἰούνιος 2010, τοῦ Νεοκλῆ Σαρρῆ. Καὶ πάει λέγοντας.
Οἱ ἐξαιρέσεις τίμιας προσπάθειας παρουσίασης τοῦ ζητήματος καὶ συζήτησης σχετικὰ μὲ αὐτό, ἀκόμα καὶ ἄρθρωσης νύξεων ἀντιπρότασης, δὲν ἦταν ἐλάχιστες· ἐδῶ θὰ παρουσιάσουμε τὶς δύο σημαντικότερες, τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ καὶ τοῦ Χρύσανθου Λαζαρίδη, αἰτούμενοι συγχώρεση γιὰ τὴν παράλειψη τῶν ὑπολοίπων.
Ἀμέσως μετὰ τὴν δημοσίευση τῶν δύο πρώτων ἄρθρων τοῦ Βασιλείου Μαρκεζίνη, ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἀπάντησε μὲ δύο ἐπιφυλλίδες: «Ἡ πρόκληση Νταβούτογλου»[4] (30/8/2009) καὶ «Νεο-ὀσμανιδῶν καὶ Βρυξελλῶν γεφύρωση»[5] (6/9/2009). Σχεδὸν ἕναν χρόνο μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ ἐπιφυλλίδα «Στρατηγικὴ λογικὴ κατέναντι ἀφασίας»[6] (13/6/2010), πάλι γιὰ τὸ ἴδιο ζήτημα. Στὴν πρώτη ἐπιφυλλίδα, ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς σημειώνει ἀφετηριακὰ ὅτι oἱ προβληματισμοὶ τοῦ Μαρκεζίνη «κατατίθενται στὸ κενό, στὸ τίποτα», ἀναφερόμενος στὸν πολιτικὸ κόσμο· εἶναι θὰ λέγαμε ἐντυπωσιακό, ἀκόμη καὶ σήμερα ποὺ ἔχει παρέλθει κάποιος καιρὸς καὶ ποὺ τὸ βιβλίο τοῦ Νταβούτογλου στὰ ἑλληνικὰ ἔτυχε ἀσύλληπτης ἐκδοτικῆς ἐπιτυχίας (τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν καὶ δεδομένου τοῦ ὅτι μιλᾶμε γιὰ ἕνα πυκνογραμμένο ὀγκῶδες σύγγραμμα ἀκαδημαϊκοῦ γεωστρατηγικοῦ προβληματισμοῦ ὀκτακοσίων σελίδων), ὁ πολιτικὸς κόσμος δὲν φαίνεται νὰ δείχνει σημεῖα ζωῆς. Μπορεῖ τὸ σούσουρο γιὰ τὴν νέα στρατηγικὴ τῆς γείτονος χώρας νὰ ἔχει πραγματικὰ παγκοσμιοποιηθεῖ καὶ νὰ γράφονται κείμενα γι' αὐτὴν στὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη τοῦ κόσμου, ὅμως τὰ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα χρυσοἐπιδοτούμενα κομματικὰ ἰνστιτοῦτα καὶ τὰ στελέχη τῶν κομμάτων ἐξουσίας δὲν φαίνεται νὰ θεωροῦν τὸ ζήτημα ἄξιο λόγου ἢ ἀναφορᾶς, πόσῳ μᾶλλον σοβαρῆς ἀνάλυσης. Φαίνεται πὼς τὸ «φαινόμενο Νταβούτογλου» δὲν εἶναι ἀρκετὰ ἐνδιαφέρον γιὰ νὰ ἀποτελέσει θέμα ἔστω μιᾶς ἡμερίδας ἢ συνεδρίου στὴν Ἑλλάδα. «Τοὺς εἶναι μᾶλλον «ἐξωτικό», ὑπερβαίνει τὰ ἐνδιαφέροντά τους», γράφει ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς. Βέβαια, ἴσως ἡ ἔκπληξη νὰ μετριάζεται ὅταν θυμόμαστε ὅτι ἡ μὲν κυβέρνηση ἔχει ἀναθέσει τὶς διεθνεῖς σχέσεις τῆς χώρας στὸν κ. Δρούτσα, ἡ δὲ ἀξιωματικὴ ἀντιπολίτευση στὸν κ. Ἀβραμόπουλο. Ἡ ἐπιφυλλίδα παραθέτει κάποια στοιχεῖα: τὰ δημογραφικὰ δεδομένα τῶν δύο χωρῶν, τοὺς ἐξοπλισμούς, τὸ «φρόνημα» τῶν δύο λαῶν σήμερα. Σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο, «ἐγκλωβισμένος στὰ ἀσφυκτικὰ αὐτὰ δεδομένα ὁ τυχὸν ἀνήσυχος Ἕλληνας πρέπει νὰ διαλεχθεῖ μὲ τὰ ρεαλιστικὰ καὶ ὀξυδερκῆ πολιτικὰ ὁράματα τοῦ κ. Νταβούτογλου ἀπὸ θέσεως μηδενικῆς, κυριολεκτικά, ἰσχύος». Ἐπὶ τῇ βάσει λοιπὸν αὐτῶν τῶν δύσκολα ἀμφισβητήσιμων διαπιστώσεων, προτείνονται περίπου τὰ ἑξῆς: ἂν ὄντως ἔχει ἐκλείψει ὁποιαδήποτε ἄλλη περίπτωση ἐπιβίωσης τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους, περίπτωση μὴ ἐκμηδένισης, δημογραφικῆς ἀπίσχνανσης, ριζικῆς καὶ τελεσίδικης πολιτισμικῆς ἀλλοίωσής του ἢ μακροπρόθεσμης ἥττας καὶ κατοχῆς του ὑπ' αὐτὲς τὶς συνθῆκες καὶ μὲ αὐτὸν τὸν ἀντίπαλο, τί θὰ γινόταν ἂν ἡ Ἑλλάδα προσέφερε, μὲ ἀντάλλαγμα τὸ νὰ παραμείνει ζῶσα καὶ ἄθικτη, τὴν σάρκα ρεαλισμοῦ τοῦ ὁράματος Νταβούτογλου: δηλαδή, τὴν ἐμμονὴ στὸ καίριο τῆς πολιτισμικῆς ἑτερότητας ποὺ μόνον οἱ ὅσοι ὑποψιασμένοι Ἕλληνες μποροῦν νὰ τοῦ μεταγγίσουν. Στὴν δεύτερη ἐπιφυλλίδα ἀναλύονται οἱ προϋποθέσεις, καθὼς καὶ τὸ γιατὶ ὁ Νταβούτογλου ἔχει ἀνάγκη καὶ τὴν ἑλληνικὴ πολιτισμικὴ ἑτερότητα σὲ προνομιακὴ θέση ἰσχύος γιὰ νὰ πετύχει, ἀλλὰ καὶ τὴν γέφυρα ἐπικοινωνίας καὶ συνύπαρξης μὲ τὴν Δύση/Εὐρώπη ποὺ μόνον οἱ Ἕλληνες μποροῦν νὰ τοῦ προσφέρουν. Ἀποτελεῖ προϋπόθεση, γράφει, τὸ «νὰ λειτουργήσει ἡ Ἑλλάδα ὡς πολιτισμικὸς (ἄρα καὶ πολιτικὸς) καταλύτης δημιουργικῆς συμπόρευσης αὐτῆς τῆς μετα-βυζαντινῆς Ἀνατολῆς (ὑπὸ τὴ Νεο-ὀσμανικὴ ἡγεσία) μὲ τὴ μετα-ρωμαϊκὴ Δύση (ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Βρυξελλῶν)». Σὲ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο διαβλέπει ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς τὴν δυνατότητα νὰ ἐπανέλθει στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι ὁ ἐκὼν ἐξορισμένος ἑλληνισμός.
Οἱ δύο αὐτὲς ἐπιφυλλίδες προκάλεσαν κάποιες ἀντιδράσεις, κυρίως ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀκούσιας ἢ καὶ ἑκούσιας παρανόησής τους. Οἱ προβληματισμοὶ αὐτοὶ παρανοήθηκαν ἀπὸ κάποιους ὡς πρόταση οἰκειοθελοῦς ὑποταγῆς στοὺς Τούρκους, χρησιμοποιήθηκαν λέξεις ὅπως «ραγιαδισμὸς» κλπ. Ὡς ἐκ τούτου, στὴν τρίτη ἐπιφυλλίδα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἔκδοσης τοῦ βιβλίου στὰ ἑλληνικὰ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἀναφέρει καὶ τὰ ἀπολύτως αὐτονόητα, τὰ εὐκόλως ἐννοούμενα ποὺ εἴθισται νὰ παραλείπονται: γράφει γιὰ τὸ «Στρατηγικὸ Βάθος» ὅτι «εἶναι σαφῶς τὸ βιβλίο ἑνὸς ἀντιπάλου: ὁ Ἀχμὲτ Νταβούτογλου διεκδικεῖ γιὰ τὴν πατρίδα του μεγάλο κομμάτι τῆς δικῆς μας πατρίδας, τοῦ Αἰγαίου, τὴν Κύπρο». Παρ' ὅλα ταῦτα ὅμως οἱ ἀκούσιες ἢ ἑκούσιες παρανοήσεις πῆραν τὴν μορφὴ τῆς ἐπίθεσης: τὸ 80ὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Ἄρδην» τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, τὸν Μάιο-Ἰούνιο τοῦ 2010, ἐξεδόθη μὲ τίτλο «ἡ κρυφὴ γοητεία τοῦ ὀθωμανισμοῦ» καὶ τὸ ἑξῆς ἐξώφυλλο: μὲ φόντο τὸ βαθὺ πράσινο τοῦ Ἰσλάμ, τὴν φωτογραφία τοῦ Ἀχμὲτ Νταβούτογλου, χαρούμενου μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες, καὶ ὑποκάτω σὲ μικρότερο μέγεθος, σὰν πνευματικοπαίδια, κολὰζ φωτογραφιῶν τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, τοῦ Ἀνδρέα Βγενόπουλου, τοῦ Γιωργάκη Παπανδρέου, τοῦ Χριστόφια καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ὅσο κι ἂν ἡ πνευματικὴ συγγένεια -ἂν ὄχι ἡ ταύτιση- τῶν ἀπόψεων τοῦ Γιανναρᾶ καὶ τοῦ Γιωργάκη ἢ τοῦ Χριστόφια εἶναι πασιφανὴς καὶ διαβόητη, ἡ παρουσία τοῦ Ἀνδρέα Βγενόπουλου στὸ ἐξώφυλλο, ριζικὰ ἄσχετου μὲ τὸν νεοθωμανισμὸ ἀλλὰ ἀπολύτως σχετικοῦ μὲ μιὰ παλιὰ ἐπιφυλλίδα, μᾶς πείθει ὅτι στόχος τοῦ ὅλου καλλιτεχνήματος εἶναι ἀποκλειστικὰ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς. Στὶς σελίδες τοῦ τεύχους διαπιστώνουμε ὅτι πρόκειται περισσότερο γιὰ προσωπικὴ ἐπίθεση παρὰ γιὰ ἀντίλογο ἢ κριτική: ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς πλαστουργεῖ μιὰν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὅπως κάποιοι διανοητὲς ἔχουν πραγματοποιήσει στροφὴ στὴ σκέψη τους, ἔτσι καὶ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς πραγματοποίησε μία μὲ ἀφορμὴ τὸ ταξίδι του στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀπὸ διαπρύσιος πατριώτης τοῦ «ὄχι στὸ σχέδιο Ἀνὰν» κατέληξε μέγας θεωρητικὸς τοῦ τουρκοστρεφοῦς ἐνδοτισμοῦ. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα, ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς λαμβάνει πολιτικὲς ἐντολὲς στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν πράκτορα τοῦ Νταβούτογλου Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὶς ὁποῖες ἐκτελεῖ πειθήνια διὰ τῆς γραφίδος του μόλις ἐπιστρέψει στὴν Ἑλλάδα ποὺ τόσο ἀγαπάει νὰ μισεῖ. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ποὺ διαυγῶς ὑπονοοῦνται διανθίζονται ἀπὸ σχόλια γιὰ τὶς «καθηγητικὲς θέσεις» (πληθυντικὸς ἀριθμὸς) τὶς ὁποῖες ἡ Ἑλλάδα δώρισε «ἀφειδώλευτα» (sic) στὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ, καθὼς καὶ γιὰ τὴν «ἀναγνώριση πέραν τοῦ προσδοκωμένου» τῆς ὁποίας ἔτυχε (διερωτᾶται κανείς, ποιά εἶναι ἡ προσδοκώμενη ἀναγνώριση σύμφωνα μὲ τὸν κ. Καραμπελιᾶ, τὸ πλέον τῆς ὁποίας χάρισε διὰ τῆς πλαγίας ὁδοῦ τὸ Σύστημα στὸν ἐκλεκτό του Γιανναρᾶ). Ὅλα αὐτὰ ἀναφέρονται γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ ποιότητα τοῦ δημοσίου λόγου καὶ ἀντιλόγου στὴν Ἑλλάδα μὲ ἀφορμὴ ἕνα τέτοιου μεγέθους καὶ βάθους ἐρέθισμα, τὸ φαινόμενο Νταβούτογλου. Διερωτᾶται κανεὶς τί θὰ εἶχε προκύψει ἂν ὅλη ἡ ἐνέργεια ποὺ δαπανήθηκε σ' αὐτὴν τὴν ἐπίθεση εἶχε διοχετευθεῖ ὡς δημιουργικὴ ἐνέργεια δόμησης σοβαροῦ ἀντιλόγου στὸ ὅραμα Νταβούτογλου, λαμβάνοντας ὑπ' ὄψιν τὴν πραγματικὴ καὶ ὄχι τὴν φαντασιώδη κατάσταση τῆς χώρας μας. Ἀλλὰ τέλος πάντων.
Γενικῶς, ὅλοι σχεδὸν ἀναλύουν τὸ φαινόμενο καὶ τὴν σχέση του μὲ τὴν Ἑλλάδα ὡσὰν αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι καὶ ὡσὰν νὰ μὴν ἔχει τὰ προβλήματα ποὺ ἔχει, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ φαντασιώδη ἀκμὴ ἄνευ προηγουμένου, στὴν ὁποία ἔχει τὴν πολυτέλεια ἀκόμα καὶ νὰ σνομπάρει τὴν κοσμογονία ποὺ τελεῖται στὴν ἀπέναντι ἀκτή.
Ἀναμφίβολα ἀποτελοῦν ἐνδιαφέρουσα συμβολὴ τὰ δύο ἄρθρα τοῦ Χρύσανθου Λαζαρίδη μὲ τίτλο «ἡ γεωπολιτικὴ προσέγγιση, ὁ κ. Νταβούτογλου κι ἐμεῖς»[7] (7/1/2010) καὶ «χῶρες «μεταιχμίου καὶ χῶρες ἱστορικοῦ βάθους»[8](5/2/2010) στὴν ἱστοσελίδα Antinews, τὸ διαδικτυακὸ ἐγγόνι τοῦ περιοδικοῦ «Ἀντί». Ἐκεῖ τὸ ζήτημα παρουσιάζεται καὶ ἀναλύεται σὲ συνάρτηση μὲ γνωστὲς γεωπολιτικὲς προσεγγίσεις, ἐνῷ ἐκφράζεται καὶ τὸ καίριο ζητούμενο: ἡ ἀντιπρόταση νὰ εἶναι ἰθαγενὴς καὶ ὄχι, πάλι, μεταπρατική. Στὰ κείμενα τοῦ Λαζαρίδη μοιάζει νὰ διαφαίνεται, κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὴν διεθνῆ βιβλιογραφία, ἡ προτεραιότητα τῆς θεώρησης τοῦ Θουκυδίδη γιὰ τὸ «μέγα τὸ τῆς θαλάσσης κράτος», ὅπως αὐτὸς ἀναφέρει στὸ Α΄ 143. Ὅμως βρισκόμαστε ἀκόμα ἐν ἀναμονῇ τῆς πληρέστερης διατύπωσης μιᾶς τέτοιας προσέγγισης.
Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιήγησης ἐπιστρέφουμε στὸν Βασίλειο Μαρκεζίνη καὶ στὸ πρόσφατα ἐκδοθὲν βιβλίο του, «μιὰ νέα ἐξωτερικὴ πολιτικὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Λιβάνη. Ἐδῶ ἐπιχειρεῖται νὰ ἀρθρωθεῖ ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ὑπόσχεται ὁ τίτλος, καὶ -ἂν δὲν παρανοῶ σφόδρα τὰ συμφωνημένα ὑπονοούμενα- ἐπιχειρεῖται νὰ συγκροτήσει τὸ βιβλίο ἑλληνικὸ ἀντίβαρο στὸ «στρατηγικὸ βάθος» τοῦ Νταβούτογλου. Τὸ «μιὰ νέα ἐξωτερικὴ πολιτικὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα» μᾶλλον φιλοδοξεῖ νὰ ἀποτελέσει τὸ μανιφέστο τῆς αὐριανῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς χώρας, καὶ πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ πρόταση εἶναι μελετημένη, στιβαρὴ καὶ ἐπ' οὐδενὶ δὲν «μπάζει» σὲ ρεαλισμὸ - ἂν ὑποθέσουμε ὡς προϋπόθεση τὴν ἀντικατάσταση τοῦ ὑπάρχοντος πολιτικοῦ προσωπικοῦ. Ὅμως ὑφίσταται μία πραγματικὰ θεμελιώδης διαφορὰ ἀνάμεσα σ' αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ τὸ «Στρατηγικὸ Βάθος»: ὁ Νταβούτογλου παρουσιάζει μιὰν ἄλλη (νεο-ὀθωμανικὴ) πρόταση γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ Τουρκία στὸ σύνολό της, καὶ ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχὴ προσφέρει μιὰ Μεγάλη Ἰδέα γιὰ τὸν τουρκικὸ λαό, ἕνα νέα ὅραμα, δὲν ἐξαντλεῖται στὸ ζητούμενο τῶν διεθνῶν σχέσεων. Τὸ βιβλίο τοῦ Μαρκεζίνη δὲν ξεπερνᾶ τὰ ὑπεσχημένα τοῦ τίτλου, δὲν προτείνει κάτι παραπάνω ἀπὸ «μιὰ νέα ἐξωτερικὴ πολιτικὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα», ὁσοδήποτε καλή· βέβαια, αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖ τὸ ὅτι ἔχουμε ἐπειγόντως ἀνάγκη μιὰ τέτοια, γιὰ νὰ λάβει τὴ θέση τοῦ τέλειου κενοῦ ποὺ ἀτενίζουμε σήμερα. Διότι ἂν οἱ διοικοῦντες τὴν Ἑλλάδα ἔχουν στρατηγική, τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐχέμυθοι.
Πρὶν κλείσω, θὰ ἀναφέρω δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο, φαινομενικὰ ἄσχετα μὲ τὴν Ἑλλάδα, τὰ ὁποῖα ὅμως εἶναι σὰν νὰ ἔχουν γραφτεῖ γιὰ νὰ τὴν περιγράψουν (τὸ πρῶτο, κατ’ ἀντιδιαστολήν): «οἱ κοινωνίες οἱ ὁποῖες ἔχουν στέρεες δομές καὶ κατέχουν μιὰ πολὺ ἰσχυρὴ αἴσθηση τοῦ ἀνήκειν καὶ τῆς ταυτότητας, ποὺ ὀφείλεται στὴν κοινὴ ἀντίληψη τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, καὶ μποροῦν μὲ αὐτήν τὴν αἴσθηση νὰ κινητοποιήσουν τὰ ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτι κὰ καὶ οἰκονομικὰ στοιχεῖα ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ πραγματοποιοῦν στρατηγικὰ ἀνοίγματα ἱκανὰ νὰ ἀνανεώνονται συνεχῶς. Ἀντιθέτως, οἱ κοινωνίες ποὺ ζοῦν μιὰ κρίση ταυτότητας καὶ τὴ μετατρέπουν σὲ μιὰ καταστροφὴ πολιτισμοῦ περιέρχονται σὲ ἕνα στρατηγικὸ ἀδιέξο δο παραδομένες στὴ δίνη τῶν ψυχολογικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν διακυμάνσεων». (σ. 57). Καί: «οἱ κοινωνίες ποὺ ἔχοντας χάσει τὴν αὐτοπεποίθησή τους ἀποδέχθηκαν νὰ γίνουν τὰ περιφερειακὰ στοιχεῖα ἄλλων κοινωνιῶν, μετὰ ἀπὸ μιὰ ψυχολογικὴ κατάρρευση θὰ μείνουν ἀντιμέτωπες καὶ μὲ τὸν κίνδυνο τῆς στρατηγικῆς τους διάλυσης» (σ. 832).
Συναθροίζοντας τὰ δεδομένα τῆς Ἑλλάδας (δημογραφικὴ ἀπίσχνανση, οἰκονομικὴ κατάσταση, πολιτικὴ ἡγεσία, τέλεια σχεδὸν ἔκλειψη τῆς καλλιέργειας, παιδεία καὶ ὑποδομές, ζητήματα ταυτότητας κλπ.) μὲ τὴν ὕπαρξη σοβαρῆς στρατηγικῆς καὶ τοῦ ἀντίστοιχου ἀνθρώπινου δυναμικοῦ στὰ ἠνία τῆς Τουρκίας, καταλήγουμε στὸ ἑξῆς συμπέρασμα: ὅτι τὰ μόνα ἐνδεχόμενα ἀξιοπρεποῦς ἱστορικῆς ἐπιβίωσης τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους καὶ στὸν 22ο αἰώνα εἶναι δύο: ἢ ἡ παταγώδης ἀποτυχία τοῦ Νταβούτογλου ἢ τὸ θαῦμα. Τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ὡς μοναδικὲς ἐπιλογὲς δύο μὴ-ἐπιλογές, τὴν ἀποτυχία τοῦ ἀντιπάλου καὶ τὸ θαῦμα, εἶναι δυστυχῶς -σὲ ἁπλὰ ἑλληνικὰ- ξεφτίλα. Αὐτὸ τὸ ἀδιέξοδο, μὲ τὴν σειρά του, ὁδηγεῖ σὲ δύο τινά: ἢ στὴν γόνιμη ὀργή, στὸν γόνιμο ἀπελπισμὸ (ὄχι μονάχα ἐκλογικὸ φυσικά), ποὺ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ γεννήσει μιὰ μαζικὴ θυελλώδη ἀλλαγὴ ἰσόκυρη μὲ θαῦμα, ἢ στὸν χορὸ τοῦ Ζαλόγγου. Ἂς ποντάρουμε λοιπὸν στὴν γόνιμη ἀπελπισία, δηλαδὴ στὴν συνεπῆ ἐποπτεία τῆς κατάστασης χωρὶς νὰ ἐθελοτυφλοῦμε, ἡ ὁποία ὡς μοναδικὴ συνθήκη ποὺ μπορεῖ νὰ γεννήσει ζωογόνο δημιουργικὴ ὀργὴ ἐνδέχεται -ἐνδέχεται!- νὰ κάνει ἐν τέλει τὴν ἐλπίδα νὰ ξεμυτίσει.
{πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν ΠΠΟΛ, http://www.ppol.gr}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.