Τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη προβλέπουν ειδική διαδικασία για τα διαπραττόμενα από τους υπουργούς αδικήματα. Και τούτο διότι γίνεται διεθνώς δεκτό ότι, πρώτον, δεν θα πρέπει να αιωρούνται επί μακρόν κατηγορίες κατά υπουργών για υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση των καθηκόντων τους και, δεύτερον, οι κατά υπουργών κατηγορίες πρέπει να εξετάζονται από δικαστές ανώτερης βαθμίδας.
Στη χώρα μας η ποινική ευθύνη των υπουργών ρυθμίζεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος και του εκδοθέντα κατ’ επιταγήν του σχετικού νόμου (Ν. 3126/2003).
Η ρύθμιση αυτή, η οποία αποτελεί βελτίωση των προηγούμενων ρυθμίσεων προτάθηκε από την τότε κυβερνητική πλειοψηφία (ΠΑΣΟΚ), απέχει όμως παρασάγγας από το να είναι ηθικά αποδεκτή.
Η ρύθμιση είναι κατά τη γνώμη μου απαράδεκτη. Για δύο βασικούς λόγους, πρώτον, γιατί θεσμοθετείται μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία και, δεύτερον, γιατί καθιερώνεται συντομότατη παραγραφή.
Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί είναι η εξής: χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη δεύτερη, όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει για την άσκηση ή μη διώξεως.
Είναι προφανές ωστόσο ότι αν ο «εγκαλούμενος» υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η λήψη αποφάσεως της Βουλής, τόσο για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση όσο και την τελική κρίση για τη δίωξη, καθίσταται σχεδόν αδύνατη.
Το πλέον όμως σκανδαλώδες είναι το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86Σ, σύμφωνα με το οποίο «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της (να συστήσει δηλαδή επιτροπή και να ασκήσει δίωξη) μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται σχεδόν βεβαία για τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίζει τις εκλογές. Η προθεσμία αυτή είναι προφανές ότι είναι ασφυκτική και οδηγεί στην εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την τέλεσή τους. Ουσιαστικά δηλαδή οδηγεί στην ατιμωρησία του υπουργού.
Εν κατακλείδι οι διατάξεις που ισχύουν σήμερα παραβιάζουν κάθε έννοια ισότητας και δικαίου και αντίκεινται στην ουσία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, το οποίο δεν ανέχεται την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων. Και ακόμη προσβάλλουν και εκθέτουν ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο διότι δημιουργείται –και ευλόγως– η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι θεσπίστηκαν για να καλύπτουν «αμαρτίες».
Λυπάμαι διότι ούτε στην πρόσφατη πρόταση αναθεωρήσεως του Συντάγματος την οποία κατέθεσε η Ν.Δ. δεν περιελήφθη το άρθρο 86.
* Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής» και επικεφαλής της Ομάδας Ευρωβουλευτών της Ν.Δ. στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στη χώρα μας η ποινική ευθύνη των υπουργών ρυθμίζεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος και του εκδοθέντα κατ’ επιταγήν του σχετικού νόμου (Ν. 3126/2003).
Η ρύθμιση αυτή, η οποία αποτελεί βελτίωση των προηγούμενων ρυθμίσεων προτάθηκε από την τότε κυβερνητική πλειοψηφία (ΠΑΣΟΚ), απέχει όμως παρασάγγας από το να είναι ηθικά αποδεκτή.
Η ρύθμιση είναι κατά τη γνώμη μου απαράδεκτη. Για δύο βασικούς λόγους, πρώτον, γιατί θεσμοθετείται μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία και, δεύτερον, γιατί καθιερώνεται συντομότατη παραγραφή.
Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί είναι η εξής: χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη δεύτερη, όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει για την άσκηση ή μη διώξεως.
Είναι προφανές ωστόσο ότι αν ο «εγκαλούμενος» υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η λήψη αποφάσεως της Βουλής, τόσο για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση όσο και την τελική κρίση για τη δίωξη, καθίσταται σχεδόν αδύνατη.
Το πλέον όμως σκανδαλώδες είναι το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86Σ, σύμφωνα με το οποίο «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της (να συστήσει δηλαδή επιτροπή και να ασκήσει δίωξη) μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται σχεδόν βεβαία για τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίζει τις εκλογές. Η προθεσμία αυτή είναι προφανές ότι είναι ασφυκτική και οδηγεί στην εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την τέλεσή τους. Ουσιαστικά δηλαδή οδηγεί στην ατιμωρησία του υπουργού.
Εν κατακλείδι οι διατάξεις που ισχύουν σήμερα παραβιάζουν κάθε έννοια ισότητας και δικαίου και αντίκεινται στην ουσία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, το οποίο δεν ανέχεται την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων. Και ακόμη προσβάλλουν και εκθέτουν ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο διότι δημιουργείται –και ευλόγως– η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι θεσπίστηκαν για να καλύπτουν «αμαρτίες».
Λυπάμαι διότι ούτε στην πρόσφατη πρόταση αναθεωρήσεως του Συντάγματος την οποία κατέθεσε η Ν.Δ. δεν περιελήφθη το άρθρο 86.
* Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής» και επικεφαλής της Ομάδας Ευρωβουλευτών της Ν.Δ. στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.