Εδώ, στο γλαυκό κύμα της γαλάζιας άνοιξης
που πίνει ολόχυμο το θρόισμα του σταυρωτού πανιού
στο ξάστερο αεράκι·
πώς μπορεί να χωρέσει ένα μισό φεγγάρι!
Εδώ, που σπαρμένα σε κάθε στάλα Αιγαίου,
μυριάδες κομμάτια από φως
φλογίζουν το υγρό ρίγος του όνειρου,
πώς ν’ απλωθεί η ιδέα του σκότους!
Εδώ, ναι ’δω, στους ξανθούς κάμπους των καλοκαιριών
που κανένας χειμώνας, όσο τρανός κι αν ήταν,
δεν μπόρεσε να σβήσει την άνοιξη της αναπνοής τους,
πώς να ευδοκιμήσει ο βοριάς της Ανατολής!
Στη λιόστρωτη εδώ, γειτονιά των Θερμοπυλών
και στων Μαραθωνομάχων τις λόχμες,
που το άροτρο της ζωής γνέθει τις παλιές φορεσιές του ήλιου,
να τις θυμάται και να ορθώνεται,
να τις φορά και να φλογιέται η πέτρα,
πώς να σταθεί η ανολοκλήρωτη καρδιά!