Το πιο βαρύτιμο απ’ όλα τα κυνηγετικά τρόπαια που θέλουν να κρεμάσουν στο σαλόνι τους –και στο σαλόνι των αφεντικών τους- έχει την μορφή ενός Ελληνα νέου με το φευγιό στα μάτια τα θλιμμένα. Αν θέλεις να υποτάξεις ολοκληρωτικά έναν λαό για να σφετεριστείς ανενόχλητος τη γη του, δεν έχεις παρά να κλέψεις την ελπίδα από τους νέους του. Αν την σκοτώσεις, ακόμα καλύτερα. Έτσι που να μαυρίσει τόσο η πατρίδα στην ψυχή τους και να την εγκαταλείψουν, αναζητώντας στην ξενιτειά μιά καλύτερη μοίρα από τα 500 ευρώ τον μήνα. Λαός γερασμένος, φοβισμένος κι απογοητευμένος, λαός χωρίς τα νιάτα του, γη χωρίς βλαστάρια, εύκολο λάφυρο, αναίμακτο. Φέρνεις και καμπόσα εκατομμύρια αλλοεθνείς κι αλλόπιστους –νέοι οι πιο πολλοί- τους «ελληνοποιείς» κι έχεις την Ελλάδα που οραματίσθηκε ο Κίσσινγκερ και οι άλλοι τσέλιγκες της Νέας Τάξης. «Η αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε», είπε ο ποιητής. Και αλλάζουμε –δηλαδή μεταλλασσόμαστε- και βουλιάζουμε, Τζορτζ-Τζέφρυ.
«Να φύγω από δω κι όπου διάβολο θέλει να ‘ναι»! Οπου συναντώ νέους Ελληνες, δεν ακούω άλλη κουβέντα. Και πως να τους πεις «όχι, μη φύγεις, μη τους κάνεις τη χάρη, αυτό ακριβώς θέλουν από σένα». Με τι μούτρα να τους το πω; εγώ, της ρημάδας τούτης της γενιάς, της Μεταπολίτευσης, της γενιάς που κατέστρεψε την Ελλάδα. Τι παραδείγματα τους δώσαμε; Ποιά πατρίδα τους ετοιμάσαμε και τους παραδίδουμε; Με τι περίσσιο θράσος να τους πούμε τώρα «αγωνισθείτε εσείς για μας, επειδή εμείς τα κάναμε γενικώς σκατά». Σε ποιάν Ελλάδα να τους ορμηνέψουμε να προστρέξουν για ν’ αντλήσουν δυνάμεις; Σ’ αυτήν που κι εμείς κι οι δάσκαλοί τους φροντίσαμε να μη μάθουν; Η στην άλλη, του εύκολου βολέματος, της αρπαχτής, των τενεκεδένιων θεών, του ωχαδερφισμού και της αγελαίας κατανάλωσης, των «πόκεμον» και του Χάρι Πότερ και του «μη σηκώνεσαι για να κάτσει ο γέρος, έχουμε βγάλει εισιτήριο».
Σε σένα παιδί μου δυό λόγια μ’ όλη την αγωνία της ψυχής μου και των προγονικών ψυχών που μάτωσαν για τούτη την πατρίδα. Σε σένα που ντρέπομαι να σε κοιτάξω στα μάτια κι ας πάσχισα χρόνια κι εγώ μαζί μ’ άλλους πολλούς για να δείξουμε το κακό που ετοίμαζαν για την Ελλάδα μας οι έμποροι των εθνών κι οι ντόπιοι υπηρέτες τους. Αυτή η πατρίδα δεν είναι ο βραχνάς που σε ψυχοπλακώνει. Δεν είναι ο δραγάτης των ονείρων σου, ούτε η βρισιά στα νιάτα σου. Την έντυσαν επίτηδες με κουρέλια, της πέταξαν στάχτες και βρωμιές για να την σιχαθείς, να σηκωθείς να φύγεις και να στην πάρουν. Μην τους αφήσεις. Δεν φταις εσύ που δεν γνώρισες την Ελλάδα, εμείς φταίμε, η παρένθετη γενιά της παρακμής, ο σπασμένος κρίκος της πανάρχαιας αλυσσίδας, η ριγμένη στα σκουπίδια σκυτάλη, που δεν καταφέραμε να κρατήσουμε και να σου την παραδώσουμε.
Αυτή η πατρίδα δεν είναι μόνο ένδοξο χθες. Δεν είναι μόνο ιστορία και πολιτισμός και φως της ανθρωπότητας. Ετούτη η γή, η μυριοποτισμένη με το αίμα των προγόνων σου, κρύβει απίστευτους κι ανεκμετάλλευτους θησαυρούς, που μπορούν να θρέψουν πλουσιοπάροχα και την δική σου γενιά κι εκείνες που θ’ ακολουθήσουν. Γι αυτό οι ξένοι άρπαγες κι οι ντόπιοι λακέδες τους θέλουν να σε διώξουν από την Ελλάδα. Για να σου κλέψουν ανεμπόδιστοι όσα σου ανήκουν. Τ’ άδεια κι αδύναμα χέρια μας δεν έχουν τίποτε να σου δώσουν. Κρατούσαμε κινητά και τηλε-κοντρόλ όταν έπρεπε να κρατάμε ρομφαίες. Πιαστήκαμε κορόϊδα, με απίστευτη ευκολία και τώρα δεν τολμάμε να τ’ ομολογήσουμε στους εαυτούς μας, επειδή τόσα χρόνια αυτολιβανιζόμασταν για ξύπνιοι και μάγκες. Δάγκες είμαστε και την δαγκώσαμε γερά τη γυαλιστερή φόλα που μας πέταξαν.
Βρέθηκες ξαφνικά γυμνός παιδί μου, στον πόλεμο. Με τους ίδιους τους γονείς σου να ‘χουν ανοίξει τις κερκόπορτες στους εχθρούς. Να ‘χουν κατ’ επανάληψη εκλέξει κυβερνήτες της πατρίδας, τους ίδιους και τους ίδιους φαύλους και άχρηστους και υπηρέτες ξένων συμφερόντων.
Διακόσιες γενιές Ελλήνων, πολέμησαν, μάτωσαν και θυσιάστηκαν για ν’ αφήσουν στα παιδιά τους μιάν Ελλάδα αντάξια του μεγαλείου και των αγώνων της. Επρεπε τα νιάτα σου να χαίρονται τώρα τους καρπούς των θυσιών των παππούδων σου, που πολέμησαν το ’40-44 και δεν χάρηκαν τα δικά τους νιάτα. Ομως, ανάμεσα σ’ εκείνους και σε σένα, παρεμβληθήκαμε εμείς, που ξεκινήσαμε ως «γενιά του Πολυτεχνείου» και καταντήσαμε γενιά του κλώτσου και του μπάτσου. Δεν είν’ εύκολο να σου ζητήσω να μας συγχωρέσεις, όταν –όσο βλάσφημο κι αν ακούγεται- είναι πιθανό να μας έχει σιχαθεί κι ο Θεός. Αντί σήμερα ν’ ανοίγεις τα φτερά σου για να πετάξεις σε μιά λεύτερη και ολάνθιστη πατρίδα, σου παραδίδουμε μιάν Ελλάδα υπό κατοχή, ίσως χειρότερη κι από αυτή που ζήσανε οι γονείς μας, γιατί τότε εκείνοι αντιστάθηκαν, πολέμησαν, κρέμονται δέκα νούμερα μεγαλύτερα τα ρούχα τους πάνω μας κι αν τολμούσαμε να σιγοψιθυρίσουμε τα τραγούδια τους θα μας έκραζαν κι οι κότες. Με τι να φοβερίσουμε τους αγοραστές μας και τα ντόπια τσιράκια τους; «Θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός και σπάει τα ταμεία η ...Τζούλια»;
Δεν έχω δικαίωμα να σου ζητήσω να πολεμήσεις για να διώξεις τον δικό μας εφιάλτη, ν’ αργοπεθαίνουμε σε μιάν Ελλάδα δίχως τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Σε ικετεύω ν’ αγωνιστείς γι’ αυτά που δικαιωματικά σου ανήκουν και δεν σταθήκαμε άξιοι να στα παραδώσουμε. Οτι και να σου πούμε εμείς, κράτα μικρό καλάθι για τα λόγια μας. Δεν μπορέσαμε να συμβουλεύσουμε σωστά τους εαυτούς μας και θα ‘πρεπε να ντρεπόμαστε να κοιτάξουμε στα μάτια, όχι μόνο εσένα, αλλά και τον γονιό μας που πολέμησε στο Επος του ’40 και στην Εθνική Αντίσταση. Τι να του πούμε; «Μη φοβάσαι πατέρα, μάνα, η σύνταξή σου δεν κινδυνεύει αν είναι κάτω από ...400 ευρώ».
Οι δικοί μας οι γονείς, αν ζουν ακόμα, είναι άξιοι για να σου μιλήσουν. Και οι άλλοι οι πιο παλιοί που θ’ ανακαλύψεις στα βιβλία που δεν σου δώσαμε να διαβάσεις. Ψάξε παιδί μου να βρεις την Ελλάδα. Αν σου μιλήσει, θα νοιώσεις ότι αξίζει να πολεμήσεις γι’ αυτή την πατρίδα, την δική σου. Τα όπλα θα τα φτιάξεις εσύ. Ανοιξε δρόμους κι εμείς οι γονείς σου, στρατιώτες πίσω σου. Πράξε ότι σε φωτίσει ο Θεός κι οι ψυχές των προγόνων σου. Κι αν μπορείς, συγχώρα μας.
Γρηγ. Δ. Ρώντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.