Οι ιστορίες του Τρυποκάρυδου- Ιστορία Νο 11
Το πλοίο είχε λύσει τους κάβους, είχε σηκώσει την άγκυρα και η Μπέτυ χάζευε τη μπουκαπόρτα σιγά σιγά να κλείνει! Έπειτα, πήρε το mp3 από τη τσέπη της, έβαλε τα ακουστικά στα αφτιά της και κοίταζε τη μεγάλη γκρίζα πόλη που κάποτε την έπνιγε να απομακρύνεται και αισθανόταν τον κόμπο που είχε στο λαιμό της σιγά σιγά να χάνεται. "Σας βαρέθηκα!", μονολόγησε σκύβοντας για λίγο και κοιτάζοντας πως το μεγάλο πλοίο έσκιζε τα νερά, και στη συνέχεια σηκώθηκε, προχώρησε δειλά και κάθισε σε μια άκρη στο κατάστρωμά. Δεκατέσσερις ώρες θα ταξίδευε μέχρι να φτάσει στη δική της Ιθάκη, και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχε πολλά να σκεφτεί... Ήταν σίγουρη πως αν άρχιζε να σκέφτεται δεν θα της έφτανε ο χρόνος, πως σίγουρα θα της ήτανε πολύ λίγος!
Έπαιξε και έχασε, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Το μόνο που θα έκανε αυτές τις 14 ώρες ήταν να πετάξει ένα ένα τα βάρη της στη θάλασσα, έτσι ώστε όταν φτάσει εκεί στην Ιθάκη της να μην κουβαλάει πια άλλα μπαγκάζια γεμάτα από πόνο και να αρχίσει μια νέα ζωή. Θα ξεκινούσε λοιπόν πετώντας στο νερό τις "αδερφικές φίλες" που υποτίθεται πως απέκτησε εκεί πάνω στην γκρίζα πόλη, και που ξαφνικά μια μέρα τη διέγραψαν μια για πάντα και που δεν κατάφερε ούτε καν να αποχαιρετήσει! Εκείνες που περνούσαν κάτω από το σπίτι της και δεν της χτυπούσαν το θυροτηλέφωνο να ρωτήσουν αν ζει ακόμη ή αν πέθανε, εκείνες που κάποιες φορές τις έπαιρνε τηλέφωνο και όταν έβλεπαν τον αριθμό της δεν απαντούσαν και που ποτέ δεν απαντούσαν στα μηνύματα της... "Είχαν δουλειές βλέπεις..." και δεν ήταν διατεθειμένες πλέον να ασχολούνται με τη Μπέτυ, εκτός φυσικά εάν ήθελαν να μάθουν κάποιο νέο από εκείνη... Βαρύ φορτίο! Το πλοίο ήταν ήδη στα ανοιχτά, η Μπέτυ τις σήκωσε, τις έβγαλε από τη ψυχή της, τις αποχαιρέτησε και τις πέταξε στο βυθό!
Στη μέση της διαδρομής, όταν το νερό ήταν ακόμη πιο βαθύ και ήταν πια σίγουρη πως ό,τι πετούσε εκεί μέσα δεν θα ανέβαινε ποτέ ξανά στην επιφάνεια, και ούτε θα ξεβραζόταν σε κάποια ακτή αποφάσισε να πετάξει εκείνα που την πονούσαν ακόμη πιο πολύ. Σηκώθηκε ξανά όρθια, και για πρώτη φορά στη ζωή της με πολύ δύναμη και περηφάνια πέταξε εκεί δυο ανθρώπους που λάτρεψε μέσα από τα βάθη της ψυχής της. Η αγάπη της Μπέτης δεν είχε όρια. Μπορούσε να θυσιαστεί για εκείνους που αγαπούσε. Εκείνοι το ήξεραν πολύ καλά, όμως αυτό δεν εμπόδισε τον πρώτο να την αφήσει και τον δεύτερο να τη διώξει μακριά του! Τρία χρόνια ο Μιχάλης τη μείωνε καθημερινά, την έκανε να νιώθει ένα όρθιο τίποτα, μέχρι που τελικά την άφησε για μια άλλη και εκείνη έπεσε σε κατάθλιψη... Το αστείο ήταν πως ακόμη και μετά από αυτό εκείνος ισχυριζόταν πως την αγαπούσε και της έλεγε να μη φύγει από τη γκρίζα πόλη. Τρεις μήνες ήταν μαζί με τον Κώστα η Μπέτυ, μόνο τρεις μήνες, και της συμπεριφερόταν τόσο όμορφα όσο κανείς μέχρι τότε. Σαν να ήταν ο καλύτερος άνθρωπος επί γης, ο φύλακας άγγελος της… Μέχρι που μια μέρα της είπε πως φοβάται και την έκανε να σηκωθεί και να φύγει μακριά! Έτσι απλά! Χωρίς κανένα σοβαρό λόγο! Και γκρεμίστηκε πάλι ο κόσμος της και έμεινε πάλι μόνη της, αυτή με τη μοναξιά της! Πολύ βαρύ το φορτίο… Χάθηκε για πάντα στο βυθό του Αιγαίου!
Έπαιξε και έχασε, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Το μόνο που θα έκανε αυτές τις 14 ώρες ήταν να πετάξει ένα ένα τα βάρη της στη θάλασσα, έτσι ώστε όταν φτάσει εκεί στην Ιθάκη της να μην κουβαλάει πια άλλα μπαγκάζια γεμάτα από πόνο και να αρχίσει μια νέα ζωή. Θα ξεκινούσε λοιπόν πετώντας στο νερό τις "αδερφικές φίλες" που υποτίθεται πως απέκτησε εκεί πάνω στην γκρίζα πόλη, και που ξαφνικά μια μέρα τη διέγραψαν μια για πάντα και που δεν κατάφερε ούτε καν να αποχαιρετήσει! Εκείνες που περνούσαν κάτω από το σπίτι της και δεν της χτυπούσαν το θυροτηλέφωνο να ρωτήσουν αν ζει ακόμη ή αν πέθανε, εκείνες που κάποιες φορές τις έπαιρνε τηλέφωνο και όταν έβλεπαν τον αριθμό της δεν απαντούσαν και που ποτέ δεν απαντούσαν στα μηνύματα της... "Είχαν δουλειές βλέπεις..." και δεν ήταν διατεθειμένες πλέον να ασχολούνται με τη Μπέτυ, εκτός φυσικά εάν ήθελαν να μάθουν κάποιο νέο από εκείνη... Βαρύ φορτίο! Το πλοίο ήταν ήδη στα ανοιχτά, η Μπέτυ τις σήκωσε, τις έβγαλε από τη ψυχή της, τις αποχαιρέτησε και τις πέταξε στο βυθό!
Στη μέση της διαδρομής, όταν το νερό ήταν ακόμη πιο βαθύ και ήταν πια σίγουρη πως ό,τι πετούσε εκεί μέσα δεν θα ανέβαινε ποτέ ξανά στην επιφάνεια, και ούτε θα ξεβραζόταν σε κάποια ακτή αποφάσισε να πετάξει εκείνα που την πονούσαν ακόμη πιο πολύ. Σηκώθηκε ξανά όρθια, και για πρώτη φορά στη ζωή της με πολύ δύναμη και περηφάνια πέταξε εκεί δυο ανθρώπους που λάτρεψε μέσα από τα βάθη της ψυχής της. Η αγάπη της Μπέτης δεν είχε όρια. Μπορούσε να θυσιαστεί για εκείνους που αγαπούσε. Εκείνοι το ήξεραν πολύ καλά, όμως αυτό δεν εμπόδισε τον πρώτο να την αφήσει και τον δεύτερο να τη διώξει μακριά του! Τρία χρόνια ο Μιχάλης τη μείωνε καθημερινά, την έκανε να νιώθει ένα όρθιο τίποτα, μέχρι που τελικά την άφησε για μια άλλη και εκείνη έπεσε σε κατάθλιψη... Το αστείο ήταν πως ακόμη και μετά από αυτό εκείνος ισχυριζόταν πως την αγαπούσε και της έλεγε να μη φύγει από τη γκρίζα πόλη. Τρεις μήνες ήταν μαζί με τον Κώστα η Μπέτυ, μόνο τρεις μήνες, και της συμπεριφερόταν τόσο όμορφα όσο κανείς μέχρι τότε. Σαν να ήταν ο καλύτερος άνθρωπος επί γης, ο φύλακας άγγελος της… Μέχρι που μια μέρα της είπε πως φοβάται και την έκανε να σηκωθεί και να φύγει μακριά! Έτσι απλά! Χωρίς κανένα σοβαρό λόγο! Και γκρεμίστηκε πάλι ο κόσμος της και έμεινε πάλι μόνη της, αυτή με τη μοναξιά της! Πολύ βαρύ το φορτίο… Χάθηκε για πάντα στο βυθό του Αιγαίου!
Παρακάτω χωρίς πολύ σκέψη σηκώθηκε και πέταξε τις σπουδές της, την ανεργία της, τα έξι χαμένα χρόνια εκεί πάνω στη γκρίζα πόλη, τη θλίψη της, τη μοναξιά της, την κατάθλιψη της, τους ψυχοθεραπευτές, τα αντικαταθλιπτικά, τις απόπειρες αυτοκτονίας της, τις ώρες της απόγνωσης της και όλα αυτά πήγαν μονομιάς στον πάτο.
Ένα πράγμα να θυμάστε: Όσο σκάρτη και να είναι η οικογένεια σας, η οικογένεια σας θα είναι για πάντα εκεί και θα σας περιμένει! Ο τόπος σας θα είναι εκεί. Όλα τα άλλα είναι σάπια. Η γιαγιά μου έλεγε “οι ξένοι παιδί μου είναι ξύδια”, και προφανώς κάτι ήξερε…
Η Μπέτυ πάντοτε είχε μεγάλη κόντρα με την οικογένεια της, ειδικά με τον πατέρα της που πίστευε πως τη μισούσε! Στο λιμάνι οι γονείς της την περίμεναν με ανοιχτή αγκαλιά, και ας μην μπορούσαν να την καταλάβουν, και ας είχαν μερίδιο ευθύνης στα προβλήματα της…
Ένα πράγμα να θυμάστε: Όσο σκάρτη και να είναι η οικογένεια σας, η οικογένεια σας θα είναι για πάντα εκεί και θα σας περιμένει! Ο τόπος σας θα είναι εκεί. Όλα τα άλλα είναι σάπια. Η γιαγιά μου έλεγε “οι ξένοι παιδί μου είναι ξύδια”, και προφανώς κάτι ήξερε…
Η Μπέτυ πάντοτε είχε μεγάλη κόντρα με την οικογένεια της, ειδικά με τον πατέρα της που πίστευε πως τη μισούσε! Στο λιμάνι οι γονείς της την περίμεναν με ανοιχτή αγκαλιά, και ας μην μπορούσαν να την καταλάβουν, και ας είχαν μερίδιο ευθύνης στα προβλήματα της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.